Νάσος Βαγενάς
Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 355, τιμή 16 ευρώ

Αρθρογράφος με κοφτερό πνεύμα και μαχητικές απόψεις –απολύτως ταιριαστές με την πορεία του ως φιλολόγου και κριτικού –ο Νάσος Βαγενάς συγκεντρώνει στον ανά χείρας τόμο τις επιφυλλίδες που δημοσίευσε στο «Βήμα της Κυριακής» κατά τη διάρκεια της τελευταίας δωδεκαετίας, συμπληρώνοντας το υλικό του με τη σποραδική αρθρογραφία του σε άλλα έντυπα.

Ο Βαγενάς υπεισέρχεται με τις Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα (εκδόσεις Πόλις) σε πλήθος δημόσια ζητήματα: από τα ποικίλα αδιέξοδα του ελληνικού Πανεπιστημίου, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, την κρατική διαφθορά και την καθημερινή εικόνα των πολιτικών ως τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, το έθνος, το Κυπριακό και τον αντισημιτισμό. Εκείνο όμως που πρωτίστως τον απασχολεί είναι ο ελληνικός μεταμοντερνισμός στο πεδίο της φιλολογίας και της κριτικής.
Εκκινώντας από θέσεις που προσομοιάζουν με τις θέσεις τις οποίες διατυπώνει ο Τσβετάν Τοντορόφ στο έργο του Η λογοτεχνία σε κίνδυνο (δεν είναι τυχαίο ότι έχει γράψει τον πρόλογο στην πρόσφατη ελληνική έκδοση), ο Βαγενάς βάζει στο στόχαστρο το δογματικό κάστρο στο οποίο κλείστηκε η λογοτεχνική θεωρία μετά τη «γλωσσική στροφή» των ουμανιστικών σπουδών κατά τη δεκαετία του 1960.
Αναγορεύοντας τη γλώσσα ως απόλυτο παράγοντα του λογοτεχνικού κειμένου οι γάλλοι θεωρητικοί –από τους εκπροσώπους του στρουκτουραλισμού και της σημειωτικής ως τον αποδομισμό του Ζακ Ντεριντά –κατόρθωσαν να χάσουν από τα μάτια τους την ικανότητα της λογοτεχνίας για επικοινωνία, όπως και τη δύναμή της να διερευνά εις βάθος την ανθρώπινη κατάσταση. Αν η λογοτεχνία είναι μόνο γλώσσα και αν η γλώσσα δεν μπορεί να εγγυηθεί την οποιαδήποτε αλήθεια λόγω του μονίμως ρευστού και ασταθούς χαρακτήρα της, τότε τι ακριβώς απομένει για τη λογοτεχνία;
Ο έλεγχος τον οποίο ασκεί ο Βαγενάς στις συνέπειες που είχε ένας τέτοιος εγκλωβισμός σε έλληνες φιλολόγους και κριτικούς βασίζεται σε δύο σκέλη. Το ένα σκέλος έχει να κάνει με τον Σεφέρη και τους φιλολόγους οι οποίοι τον επέκριναν για ακροδεξιά ή και φασίζουσα ιδεολογία συνδέοντας τον μοντερνισμό του με ένα σχέδιο εθνικής επιτήρησης που επιδίωξε να τιθασεύσει τα φυγόκεντρα στοιχεία της νεοελληνικής ταυτότητας.
Μια συζήτηση που δεν άνοιξε ποτέ


Σκέφτομαι ότι η συνεχής αίσθηση της φθοράς, το σπαραγμένο παρόν και ο κομματιασμένος κόσμος του παρελθόντος (ένας κόσμος που θα παραμείνει εσαεί ανεύρετος) απουσιάζουν πανηγυρικά από αυτή την ερμηνευτική βουλησιαρχία. Από παρόμοιο βολονταρισμό (στον οποίο θα πρέπει τώρα να προσθέσουμε τη σύγχυση) πάσχει και ο μεταμοντερνισμός όσων φιλολόγων ή κριτικών θέλησαν να αποκαθηλώσουν τον Τέλλο Αγρα, τη γενιά του 1930 και τον Κ. Θ. Δημαρά χωρίς να μπορέσουν να απαγκιστρωθούν από τις δεσπόζουσες του έργου τους.
Στο ίδιο καλάθι θα χρειαστεί να μπουν και όσοι έσπευσαν να εξυμνήσουν τον Γιώργο Χειμωνά για την προσήλωσή του σε ένα μονίμως διαφεύγον νόημα την ώρα που οι ίδιοι υιοθέτησαν κατά τον πλέον αβασάνιστο τρόπο τη ρομαντική έννοια της συγγραφικής ψυχής.
Ο Βαγενάς καταφέρνει με σαφή και καίρια επιχειρήματα να αποκαλύψει τη θολούρα που έχει επικαλύψει ένα σημαντικό κομμάτι του σύγχρονου κριτικού και φιλολογικού στοχασμού αποδεικνύοντας εκ παραλλήλου τις ισχυρές ιδεολογικές αγκυλώσεις του. Σε ό,τι αφορά τη γενικότερη κριτική του στον μεταμοντερνισμό, προσωπικά θα αναγνώριζα στους εμπνευστές του το ότι υπερασπίστηκαν και ανέδειξαν την αυτονομία του λογοτεχνικού κειμένου (βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις του Τοντορόφ), τιμώντας (τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου) την παράδοση των ρώσων και των τσέχων φορμαλιστών.
Δεν θα ήμουν επίσης τόσο επιφυλακτικός με το Μετά τη θεωρία του Τέρι Ινγκλετον, για το οποίο πιστεύω ότι διαθέτει περισσότερο ανατρεπτικό πνεύμα απ’ όσο παραδέχεται ο Βαγενάς. Κατά τα άλλα βρίσκω εξαιρετικά εύστοχες τις παρατηρήσεις του για το πώς το διεθνώς ανεπτυγμένο ενδιαφέρον του μεταμοντερνισμού για την παρωδία δεν έχει παρακινήσει την επιτόπια έρευνα για τη διακεκριμένη θέση του είδους στην ιστορία της παλαιότερης και της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Οι επιφυλλίδες του Βαγενά για τον μεταμοντερνισμό επιζητούν να ανοίξουν μια συζήτηση η οποία στην πραγματικότητα δεν άρχισε ποτέ. Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα γίνει αυτή η συζήτηση απομένει να καθοριστούν. Ισως όμως, τώρα που τα θεωρητικά πρότυπα των προηγούμενων δεκαετιών δείχνουν ούτως ή άλλως κλονισμένα, έχει έρθει όντως ο καιρός για να την ξεκινήσουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ