Eric Hobsbawm
Θρυμματισμένοι καιροί.
Κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα
Μετάφραση Νίκος Κούρκουλος
Εκδόσεις Θεμέλιο, 2013,
σελ. 303, τιμή 20,24 ευρώ

Σε αυτό το τελευταίο του βιβλίο, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, ο Ερικ Χόμπσμπαουμ αναστοχάζεται την πορεία του 20ού αιώνα. Αναρωτιέται: τι πήγε στραβά για τον αστικό πολιτισμό; Γιατί οι υψηλές τέχνες φθίνουν; Γιατί οι διανοούμενοι δεν μπορούν να εμπνεύσουν κανέναν πια; Τι μας επιφυλάσσει άραγε το μέλλον;

Μαζί με τον Τόνι Τζαντ, τον Τέρι Ιγκλετον και τον μόνο που ζει ακόμη, τον Γιούργκεν Χάμπερμας, ο Ερικ Χόμπσμπαουμ ανήκε στους τελευταίους σημαντικούς στοχαστές του περασμένου αιώνα. Στους φιλοσόφους που προσπάθησαν στις αρχές του 21ου αιώνα να δουν τι έγινε την περασμένη εκατονταετία και αν υπάρχουν «μηνύματα» που να σηματοδοτούν τον αιώνα που διατρέχουμε.
Οι Θρυμματισμένοι καιροί (εκδ. Θεμέλιο) είναι ένα βιβλίο που ασχολείται με την πτώση ή, αν θέλετε, με την παρακμή του αστικού πολιτισμού στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Το τελευταίο τρίτο του ασχολείται με το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο 20ός αιώνας την κατάρρευση της παραδοσιακής αστικής κοινωνίας και των αξιών που τη συγκροτούσαν. Γιατί για τον συγγραφέα η λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του αστικού πολιτισμού ήταν καταδικασμένη να καταστρέψει τα ίδια τα θεμέλιά της, τους θεσμούς και την κοινωνία που μέχρι τότε διηύθυνε μια προοδευτική ελίτ την οποία επικροτούσε η πλειοψηφία για όσο καιρό το σύστημα εγγυόταν σταθερότητα, ειρήνη και δημόσια τάξη, όπως και μια κάποια κοινωνική ευαισθησία έναντι των απαιτήσεων των φτωχότερων στρωμάτων.
Για τον Χόμπσμπαουμ ο 20ός αιώνας δεν μπόρεσε να αντέξει στο τριπλό χτύπημα: την επιστήμη και την τεχνολογία που μεταμόρφωσε τους παλιούς τρόπους να κερδίζεις τη ζωή σου προτού σ’ την καταστρέψει, τη μαζική καταναλωτική κοινωνία και την αποφασιστική είσοδο των μαζών στην πολιτική σκηνή ως καταναλωτών και ψηφοφόρων μαζί.
Τέχνη και πολιτική


Ενα ζήτημα που απασχολεί τον Χόμπσμπαουμ είναι η σχέση πολιτικής και κουλτούρας. Αν δεν θέλουμε, λέει, η μοναδική κουλτούρα που θα παράγεται να είναι εκείνη που είναι βιώσιμη με τα κριτήρια της αγοράς –και σήμερα μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς –θα πρέπει να υπάρχουν άλλοι τρόποι για να εξασφαλίσουν την παραγωγή εκείνου που δεν θα μπορούσε διαφορετικά να σταθεί ανταγωνιστικά στην αγορά αυτή. Και η πολιτική είναι ο προφανής μηχανισμός αναδιανομής –αν και όχι ο μοναδικός.
Φέρνει μάλιστα το παράδειγμα του γαλλικού τηλεοπτικού καναλιού Canal Plus που ανήκε σε έναν μεγάλο επιχειρηματικό όμιλο και απέλυσε τον διευθυντή του, κάνοντας περικοπές, κάτι που καταδικάστηκε ομόφωνα από σκηνοθέτες, ηθοποιούς αλλά και από τον πολιτικό κόσμο. Η εταιρεία ξεχνούσε ότι είχε αδειοδοτηθεί με τον όρο ότι ένα ποσοστό από τα έσοδά του καναλιού θα επιδοτούσε τη γαλλική κινηματογραφική παραγωγή.
Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγων ηθική, ένας μηχανισμός που θα αποθαρρύνει το μη επιτρεπτό και θα επιβάλει το επιθυμητό. Πόσο όμως ο κρατικός μηχανισμός και οι πολιτικοί που προΐστανται αυτού είναι διατεθειμένοι να κινητοποιήσουν, να υποστηρίξουν και να επιβάλουν αυτόν τον «ηθικό μηχανισμό»; Ερώτηση που δεν έχει απάντηση, προς το παρόν.
Φιλόσοφοι εναντίον Μπόνο


Ο Χόμπσμπαουμ, αφού σχολιάσει ότι τα μανιφέστα σταμάτησαν να παράγονται, θα αναρωτηθεί ποιοι είναι οι διανοούμενοι σήμερα, οι οποίοι θα μπορούν να παίξουν έναν παρεμβατικό ρόλο. Και εκτός του Τσόμσκι δεν θα βρει κανέναν. Οι φιλόσοφοι, λέει, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τον Μπόνο ή τον Ινο, εκτός αν προσαρμοστούν σε αυτό που ζητεί σήμερα ο κόσμος του μίντια-σόου, τη «διασημότητα». Παρ’ όλα αυτά θα παρατηρήσει ότι το ποσοστό των μορφωμένων σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο από παλιότερα, ότι καινοτομία και ιδέες παράγονται συνεχώς, αλλά η κοινωνία παραμένει «αντιδιανοούμενη», κυρίως γιατί δεν υπάρχει επαφή των διανοουμένων με αυτήν. Κατά τον άγγλο φιλόσοφο αυτή η διάσταση θα συνεχιστεί, μάλλον, και στον 21ο αιώνα και θα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της κοινωνίας.
Σήμερα, καταλήγει ο Χόμπσμπαουμ, δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε απέναντι στη δημιουργική πλημμύρα που κατακλύζει τον πλανήτη με εικόνα, ήχο και λέξεις, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις παλιές τέχνες και γίνεται ανεξέλεγκτη τόσο στον χώρο όσο και στον κυβερνοχώρο. Στο βιβλίο του προσπαθεί να δώσει κάποια κριτήρια και ιδέες για το πώς να κοιτάμε το μέλλον, αλλού σπέρνοντας δημιουργικές αμφιβολίες και αλλού σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
Υψηλή τέχνη και σαμπάνια
Μέσα στις καταιγιστικές πολιτιστικές πληροφορίες και στην καταναλωτική ευμάρεια η τέχνη διεφθάρη. Η κλασική αστική έννοια των τεχνών και οι παραδοσιακές αξίες τους –της αλήθειας, της ομορφιάς και της καθάρσεως –συντηρούνται πια μόνο στα μαυσωλεία της τέχνης. Η υψηλή τέχνη και η σαμπάνια, δικαιώματα κατά κάποιον τρόπο της αστικής τέχνης, δεν υπάρχουν πια. Η μαζική κουλτούρα έχει ισοπεδώσει τα πάντα, πλην μικρών εξαιρέσεων.
Ο Χόμπσμπαουμ επιχειρεί ορισμένες προβλέψεις. Η θριαμβευτική πρόοδος του υπολογιστή δεν θα σκοτώσει το βιβλίο, όπως ο κινηματογράφος δεν σκότωσε το ραδιόφωνο. Η κλασική μουσική βασίζεται πια σε ένα νεκρό ρεπερτόριο, η μαζική μουσική φαίνεται να έχει κουράσει. Ο Χόμπσμπαουμ προβλέπει ότι στο μέλλον η μουσική θα παράγεται χωρίς μεγάλη ανθρώπινη διαμεσολάβηση, καθώς τα ηλεκτρονικά μέσα θα αντικαταστήσουν τη δημιουργικότητα. Η γλυπτική φθίνει, κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Η αρχιτεκτονική θα συνεχίζει να επηρεάζει, αφού θα συνεχίσουμε να κτίζουμε κτίρια. Οι εικαστικές τέχνες έχουν ξεφύγει εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στην εννοιολογική τέχνη.

«Ποιος συνεχίζει να χρησιμοποιεί σήμερα τη λέξη «ομορφιά»;»
αναρωτιέται ο Χόμπσμπαουμ. Οι παλιές διακρίσεις καταργούνται. Το τείχος μεταξύ κουλτούρας και ζωής, μεταξύ δέους και κατανάλωσης, μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου, μεταξύ σώματος και πνεύματος καταρρέει. Η κουλτούρα με την κριτικά αξιολογημένη αστική έννοια της λέξης δίνει τη θέση της στην κουλτούρα με την καθαρά ανθρωπολογική έννοια. Και, όπως έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, η υψηλή τέχνη θα αφορά ελάχιστους, η τέχνη θα είναι μαζική, δημοκρατική και πλουραλιστική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ