ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ
Η μέθη της μεταμόρφωσης
Μετάφραση Γιάννης Καλιφατίδης,
Εκδόσεις Πατάκη, 2013,
σελ. 416, τιμή 17,90 ευρώ

Η μέθη της ταξικής μεταμόρφωσης είναι ένα παιχνίδι για τις ψυχές των ανθρώπων. Και ο διάσημος νοβελίστας Στέφαν Τσβάιχ στο σχετικά άγνωστο μυθιστόρημά του Η μέθη της μεταμόρφωσης (εκδόσεις Πατάκη) πραγματοποιεί ένα πείραμα: παίρνει ένα φτωχό κορίτσι, την Κριστίνε Χόφλενερ, που ζει στο άσημο χωριό Κλάιν Ράιφλινγκ της Αυστρίας, και τη ρίχνει στην κοσμική ζωή του θερέτρου Ποντρεζίνα. Τι θα συμβεί; Πώς θα συμπεριφερθεί η απλή χωριατοπούλα σε ένα περιβάλλον όπου το χρήμα και η ανεμελιά κυριαρχούν στις σχέσεις των ανθρώπων; Αυτό είναι το κεντρικό μοτίβο που διαπραγματεύεται στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο Τσβάιχ. Γιατί το δεύτερο μέρος θα είναι μια έκπληξη.

Η ιστορία αρχίζει όταν η Κριστίνε, που εργάζεται ως δημόσια υπάλληλος στο τηλεγραφείο του χωριού της, δέχεται ένα τηλεγράφημα από τη θεία της Κλαιρ Βαν Μπόολεν, σύζυγο του βαθύπλουτου βαμβακέμπορου Αντονι Βαν Μπόολεν, να τους επισκεφθεί στο κοσμικό θέρετρο Ποντρεζίνα. Η μετάβασή της σε ένα πολυτελές περιβάλλον μοιάζει με την είσοδό της σε Παράδεισο. Η θεία της θα τη μεταμορφώσει, θα την πάει στο κομμωτήριο, θα της αγοράσει αστραφτερά ρούχα, θα τη μακιγιάρει και θα την εμφανίσει ως ανιψιά της με τον όνομα Κριστιάνε Βαν Μπόολεν.
Η Κριστίνε θα μεταμορφωθεί από χρυσαλλίδα σε πεταλούδα. Θα γοητεύσει με τη φρεσκάδα της νιότης της τους νεαρούς κοσμικούς και θα συγκινήσει τους εύπορους γέρους. Ωστόσο η πεταλούδα θα κάψει γρήγορα τα φτερά της. Τα ταπεινό παρελθόν της θα αποκαλυφθεί και θα εκδιωχθεί από τον Παράδεισο. Η επιστροφή της στο χωριό θα είναι η Κόλαση. Θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν δύο κόσμοι που ποτέ ο ένας δεν καταλαβαίνει τον άλλον, όπου για κάποιους σαν αυτήν ο κόσμος της ανέφελης ζωής είναι απαγορευμένος.
Θα βρει την «αδελφή ψυχή» της στο πρόσωπο του Φέρντιναντ. Μηχανικός, τυραννισμένος μετά τον πόλεμο, αφού δεν πρόλαβε να γυρίσει με την οπισθοχώρηση και περιπλανήθηκε δύο χρόνια στη νεαρή Σοβιετική Ενωση, επέστρεψε στη χώρα του, δεν μπόρεσε για οικονομικούς λόγους να τελειώσει τις σπουδές του. Εργάζεται περιστασιακά και αισθάνεται και αυτός όπως η Κριστίνε: ότι η ζωή δεν είναι για τους φτωχούς, δεν τους ανήκει.
Οι μονόλογοί του είναι ενδεικτικοί της απελπισίας του: «Χαράμισα τη ζωή μου περιμένοντας. Δεν αντέχω άλλο να βρίσκομαι στον πάτο, να μένω απέξω, με κάνει να εξοργίζομαι, με αρρωσταίνει! Νιώθω τη ζωή να φεύγει κάτω από τα φθαρμένα παπούτσια μου όταν σκέφτομαι ότι σκοτώνομαι στη δουλειά για κάποιους άλλους, μολονότι ξέρω ότι αξίζω όσο ο αρχιτέκτονας που μου λέει τι να κάνω, ότι δεν υστερώ διόλου απ’ όσους κάθονται στα υψηλά πόστα, ότι ανασαίνω τον ίδιο αέρα, ότι στις φλέβες μου κυλά το ίδιο αίμα, με τη μόνη διαφορά ότι έφτασα καθυστερημένος στο ραντεβού με τη ζωή, ότι έπεσα από το τρένο και ότι, όσο και να τρέχω, μάταια πασχίζω να το προλάβω. Θα μπορούσα να καταφέρω τα πάντα, ξέρω ένα σωρό πράγματα, δεν είμαι κανένας ηλίθιος». Ο Φέρντιναντ και η Κριστίνε θα ενώσουν τις απελπισίες τους και θα ανακαλύψουν ότι μπροστά τους δεν υπάρχουν παρά δύο μόνο δρόμοι: η αυτοκτονία και η παρανομία.
Το πνεύμα της εξέγερσης


Το μυθοπλαστικό πεδίο στο οποίο κινείται ο Τσβάιχ τού δίνει τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει με έντονα χρώματα τον Μεσοπόλεμο και κυρίως τα πρώτα χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: το κράτος παραδομένο στο κεφάλαιο και στους κερδοσκόπους, η κυριαρχία των πολιτικο-κομματικών κατεστημένων, η εξαθλίωση των φτωχών τάξεων μετά τη στρατιωτική ήττα, η ελαχιστοποιημένη κοινωνική πρόνοια, οι ανυπέρβλητες ταξικές διαφορές, ο στρατός που διαλύει τις προσωπικότητες, οι παντού κυριαρχούσες ιεραρχίες, το πολιτικό μέσον.
Πολλές απόψεις του Φέρντιναντ απηχούν τις απόψεις του Τσβάιχ. Οργισμένος με την ανικανότητα του κράτους να προστατεύσει τη νεότητα, να της δώσει μόρφωση και δουλειά, εξαπολύει ένα δριμύ «κατηγορώ» εναντίον των ταξικά διαμορφωμένων κοινωνιών. Αν και, όπως ο ήρωας του Φέρντιναντ, δεν συμπαθεί τους κομμουνιστές, εν τούτοις το κείμενό του διακατέχεται από το πνεύμα της εξέγερσης –όσο και αν οι ήρωές του κρύβουν μέσα τους το τοξικό δηλητήριο της απελπισίας.
Ο Τσβάιχ θαύμαζε το έργο του Μπαλζάκ και, όπως είχε πει, όλο αυτό το κοινωνικό υλικό θα ήταν κατάλληλο στα χέρια του περίφημου γάλλου συγγραφέα. Οίκτιρε μάλιστα τον εαυτό του που ο ίδιος και η γενιά του καταγίνονταν περισσότερο με την ψυχολογία των ανθρώπων και λιγότερο με τις κοινωνικές συνθήκες που τους καθόριζαν. Εν τούτοις στη Μέθη της μεταμόρφωσης ο Τσβάιχ καταφέρνει να συνδυάσει και τα δύο: την κοινωνική καταγγελία με την ψυχολογική διερεύνηση.

«Θα ντρεπόμουν να ανήκω σε έναν τέτοιον κόσμο»
Η μέθη της μεταμόρφωσης εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συγγραφέα και φαίνεται ότι τον είχε παιδέψει πολύ. Ο Στέφαν Τσβάιχ έγραψε αυτή τη νουβέλα σε δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους και ίσως γι’ αυτό τα δύο μέρη του μυθιστορήματος έχουν διαφορετική συγγραφική χροιά. Την άρχισε μάλλον κάπου στο 1930 και κατόπιν διέκοψε για να ασχοληθεί με κάτι άλλο.
Οταν καταπιάστηκε με τη συνέχεια της νουβέλας, γύρω στο 1934, ο ίδιος ήταν οργισμένος με την πολιτική κατάσταση. Τους ήρωές του τους είχε «αναγνωρίσει» στον δρόμο από παρατηρήσεις, όπως είχε πει. Τη θέση του απέναντι στην παρασιτική μεγαλοαστική τάξη, την οποία είχε ο ίδιος γνωρίσει στο παραθεριστικό κέντρο Εγκαντίν, την είχε προσωπικά καταδικάσει. Γράφει στο ημερολόγιό του: «Αν το καλοσκεφτείς, είναι σκέτη αηδία. Ολη αυτή η ανέμελη στάση απέναντι στη ζωή. Θα ντρεπόμουν να ανήκω σε έναν τέτοιον κόσμο».
Οι εντυπώσεις του από τον πολυτελή κόσμο του Εγκαντίν είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Neue Freie Presse», στο φύλλο της 26ης Φεβρουαρίου 1918, υπό τον τίτλο «Συντροφιά με τους ανέμελους». Το πρώτο τμήμα του μυθιστορήματος ήταν η βάση ενός σεναρίου για μια ταινία που προβλήθηκε το 1950 με τον τίτλο «Η κλεμμένη χρονιά» και με τη σημείωση ότι ήταν βασισμένη σε μια ακυκλοφόρητη νουβέλα των Στέφαν Τσβάιχ και Μπέρτολτ Φίρτελ.