Η πολεμοχαρής Σάρα Πέιλιν, υποψήφια αντιπρόεδρος των ΗΠΑ το 2008 με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, στο πλευρό του Τζον Μακέιν, κυβέρνησε –ευτυχώς για την ανθρωπότητα –μονάχα την κάτασπρη Αλάσκα κατά το πρόσφατο παρελθόν. Οταν αποκαλύφθηκε ότι οι νεαροί αδελφοί Τσαρνάεφ, οι βομβιστές του πρόσφατου αιματοκυλισμένου Μαραθωνίου της Βοστώνης, κατάγονται από την Τσετσενία και προέρχονται από μουσουλμανική οικογένεια, «απασφάλισε» καταπώς λέμε και επενέβη στον δημόσιο διάλογο, προτρέποντας την πολιτική ηγεσία της πατρίδας της να εισβάλει εν ανάγκη στην Τσεχία!
Θορυβημένος ο πρέσβης της αθώας χώρας αναγκάστηκε με επίσημη ανακοίνωσή του να επισημάνει ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές επικράτειες στην υπάρχουσα υφήλιο –μολονότι και οι δύο ονομασίες αρχίζουν από «τσε» –και η Σάρα Πέιλιν να φρεσκάρει, πιθανώς, τις γνώσεις της στη Γεωγραφία. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι Αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επεχείρησαν –των νέων δικτύων διαπροσωπικής επικοινωνίας βοηθούντων, στα οποία οι Ταμερλάν και Τζοχάρ Τσαρνάεφ ήταν αρκετά δραστήριοι –να νοηματοδοτήσουν τα κίνητρά τους και να συνθέσουν το προφίλ των δύο τρομοκρατών.
Διαπιστώθηκε μια υπαρξιακή σύγχυση ανάμεσα στον δυτικό τρόπο ζωής και στις επιταγές της θρησκείας, ενώ η περίπτωσή τους εξετάστηκε και ως παράδειγμα αποτυχίας για τις διαδικασίες ενσωμάτωσης στην αμερικανική κοινωνία και στην κουλτούρα της. Διερευνήθηκαν ωστόσο και πιθανές διασυνδέσεις με τους παράγοντες του ισλαμικού φανατισμού, ο οποίος έχει αναζωπυρωθεί τα τελευταία χρόνια στον ταραχώδη Βόρειο Καύκασο και έχει προσδώσει μια νέα κατεύθυνση στην κατά τα άλλα μακραίωνη παράδοση της εθνοφυλετικής αντίστασης των κατοίκων του εναντίον της Ρωσίας.
Ο «ιερός πόλεμος» απέναντι στην τελευταία ξέσπασε ουσιαστικά –στην Τσετσενία και κυρίως στο Νταγκεστάν –κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1820 και εντάθηκε υπό τις ευλογίες του φοβερού πολέμαρχου ιμάμη Σιαμίλ, ο οποίος ηγήθηκε του αντιρωσικού κινήματος των ξεσηκωμένων ορεσίβιων από το 1834 ως το 1859, όταν και παραδόθηκε. Ολα αυτά μπορεί και να μην έρχονταν ποτέ στην επιφάνεια αν δεν γινόταν αναφορά στη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι με τον τίτλο Χατζη-Μουράτ, σε μια έκτακτη προσπάθεια να βυθομετρηθεί η «σκοτεινή» καυκάσια ιδιαιτερότητα.
Πρόκειται για το τελευταίο έργο που έγραψε μεταξύ 1896 και 1904 ο μεγάλος συγγραφέας και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1912 λογοκριμένο.
«Με 30-40 μιουρίντ –όλοι τους έφιπποι»
Η ιστορία που αφηγείται ο Τολστόι αρχίζει στα τέλη του 1851. Την ίδια εκείνη χρονιά που η μεγάλη αυτοκρατορία στερέωνε τις κατακτήσεις της ο ίδιος έφυγε για τον Καύκασο και έζησε κάμποσο καιρό με τους αξιωματικούς του πυροβολικού. Πολλά χρόνια αργότερα, επιστρέφοντας από τα χωράφια του –μέσα στο κατακαλόκαιρο -, αντίκρισε «ένα ολάνθιστο κατακόκκινο γαϊδουράγκαθο, αυτό που εμείς λέμε «τάταρο» και αποφεύγουμε να το κόψουμε στο λιβάδι μαζί με το χόρτο». Τότε θυμήθηκε, όπως γράφει ο ίδιος, μια ιστορία που ένα μέρος της το είχε ζήσει, το άλλο το άκουσε από αυτόπτες μάρτυρες και ένα άλλο το έπλασε με τη φαντασία του.
Πρωταγωνιστής της είναι ο περήφανος Χατζη-Μουράτ, ένας αξιωματικός του Σιαμίλ με αβαρική καταγωγή που έγινε ξακουστός για τα στρατιωτικά του κατορθώματα και το ελεύθερο πνεύμα του. Εβρισκε πάντα χρόνο να προσευχηθεί μολονότι τον κυνηγούσαν ανελέητα οι σπάθες και τα βόλια, και ήταν ένας ευσεβής πιστός. «Κυκλοφορούσε φανερά με διακριτικά του βαθμού του και με συνοδούς 30-40 «μιουρίντ» [πιστούς] –όλοι τους έφιπποι».
Ο Τολστόι αφηγείται την τραγική μοίρα του σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και τα ρωσικά στερεότυπα απέναντι στους Τσετσένους, που «αν σε ξεμοναχιάσουν, σε γδέρνουν ζωντανό», για να δανειστούμε μια αποστροφή του στρατιώτη Νικήτιν –τα αποσπάσματα της μετάφρασης ανήκουν στον Αντρέα Σαραντόπουλο και στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος (1991). Ο Χατζη-Μουράτ έρχεται κάποια στιγμή σε σύγκρουση με τον Σιαμίλ και ο τελευταίος για να τον εκδικηθεί αιχμαλωτίζει την οικογένειά του.
Τότε ο εξοργισμένος Χατζη-Μουράτ αποφασίζει να συνεργαστεί με αυτούς που πολεμούσε, τη Ρωσία του τσάρου Νικολάου Α’ δηλαδή, για λόγους αξιοπρέπειας και προσωπικής αντεκδίκησης. Απώτερος σκοπός του είναι να απελευθερώσει τους δικούς του και να σκοτώσει τον Σιαμίλ. Ούτε η νέα συμμαχία όμως τον καθησυχάζει, καθώς αντιλαμβάνεται ότι προοδευτικά η ζωή του μετατρέπεται σε μια βρώμικη διπλωματική διελκυστίνδα την οποία δεν μπορεί να ελέγξει.
Επιχειρεί να διαφύγει από έναν ιδιότυπο περιορισμό που του έχουν επιβάλει οι Ρώσοι και ταμπουρώνεται, ύστερα από μία ακόμη καταδίωξη, με λίγους έμπιστους μαχητές στο χαντάκι ενός δάσους έχοντας αποφασίσει να πουλήσει πολύ ακριβά το τομάρι του. Ο «ανυπότακτος» Χατζη-Μουράτ θα πέσει ηρωικά μαχόμενος και το κομμένο κεφάλι του θα αρχίσει να περιφέρεται παντού χωμένο σε μια τσάντα.
Ανοιχτόμυαλος και αντιιμπεριαλιστής
Ο Τολστόι περιβάλλει με συμπάθεια τον ήρωά του –ναι, έχει κι αυτός τα χέρια του αιματοβαμμένα, αλλά έτσι είναι ο πόλεμος –και παραλλήλως καταδικάζει τις ωμότητες των ρώσων στρατιωτών που πυρπόλησαν ολόκληρα χωριά και έσφαξαν μωρά παιδιά στην αγκάλη των μανάδων τους. Κατανοεί ο συγγραφέας τους Τσετσένους και φωτίζει ένα συλλογικό μένος που κινείται αντίθετα στον χρόνο και φθάνει ενδεχομένως ως τις ημέρες μας: «Για μίσος εναντίον των Ρώσων κανείς τους δεν μιλούσε. Κείνο που ένιωθαν όλοι οι Τσετσένοι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, ήταν κάτι πιο δυνατό από το μίσος. Δεν ήταν μίσος∙ απλώς, δεν θεωρούσαν ανθρώπους αυτά τα ρωσικά σκυλιά, ένιωθαν μια τέτοια αηδία, σιχασιά και τρόμο μπροστά στην ηλίθια σκληρότητα αυτών των όντων που η επιθυμία να τα εξοντώσουν, όμοια με την επιθυμία κανενός να σκοτώνει ποντίκια, φαρμακερές αράχνες και λύκους, ήταν ένα αίσθημα τόσο φυσικό όσο και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης». Σήμερα, όπως έγραψαν οι «New York Times» με αφορμή την 100ή επέτειο από τον θάνατο του «αποστόλου της μη βίας», ο Τολστόι θεωρείται ο πιο σεβαστός συγγραφέας στην Τσετσενία –υπάρχει μάλιστα και μουσείο προς τιμήν του -, δεδομένου ότι κατανόησε από τότε όλα όσα θα στοίχειωναν εκείνα τα χώματα στο πέρασμα των χρόνων. Ενας απόγονος του συγγραφέα δήλωσε πως οι κάτοικοι εκεί «θεωρούν ότι ο Τολστόι έγραψε πιο αντικειμενικά για τα γεγονότα αλλά και για τον ίδιο τον χαρακτήρα των ορεσίβιων εν γένει, τον μόχθο τους για ανεξαρτησία και ελευθερία αλλά και για τις θρησκευτικές, φυλετικές και άλλες ιδιαιτερότητές τους».
Μολονότι αριστοκράτης και αντιδραστικός με ένα σωρό πράγματα, ο Τολστόι υπήρξε αντιιμπεριαλιστής στην εποχή του, ένας πρώιμος και ανοιχτόμυαλος δημοκράτης που θεωρούσε ότι ο πόλεμος καταστρέφει την ηθική τάξη του κόσμου. Δεν χαίρουν πάντως τις ίδιας εκτίμησης όλοι οι ρώσοι λογοτέχνες που έγραψαν για τις ομορφιές αλλά και τις σκιές του Βόρειου Καυκάσου. Είναι ενδεικτικό ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 στο Γκρόσνι, πρωτεύουσα της Τσετσενίας, γκρεμίστηκε ένα άγαλμα εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Μιχαήλ Λέρμοντοφ επειδή η αναπαράσταση κρίθηκε –στη μετασοβιετική εποχή πια –αρκετά «ιμπεριαλιστική».

Οι «ευγενείς άγριοι» της αυτοκρατορίας
«Αν η Ρωσία έχει ένα πολιτισµικό υποσυνείδητο, αυτό βρίσκεται ανατολικά του ποταµού Ντον»
έγραφε τις προάλλες στο αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker» ο Αλεξάντρ Ναζαριάν προσπαθώντας να εξηγήσει με πόσο αίμα και πόση βία έχει δημιουργηθεί ο «λογοτεχνικός Καύκασος», που υπήρξε καθοριστικός στη διαμόρφωση της ρωσικής εθνικής ταυτότητας. Η καθηγήτρια Σούζαν Λέιτον στο βιβλίο της Russian Literature and Empire: Conquest of the Caucasus, from Pushkin to Tolstoy του 2005, εξηγεί ότι «η στρατιωτική κατάκτηση του Καυκάσου –η οποία ουσιαστικά άρχισε περίπου το 1818 από τον στρατηγό Αλεξέι Γέρµολοφ –συνέπεσε µε την άνοδο του ρωσικού ροµαντισµού, ένα πολιτισµικό φαινόµενο αντίστοιχης δυναµικής µε τη σαγήνη που ασκούσε η ισλαµική Ανατολή στη Δυτική Ευρώπη».
Το «χτίσιμο» της Μεγάλης Αυτοκρατορίας έφερε για πρώτη φορά τόσους Ρώσους στον Καύκασο ως δημόσιους λειτουργούς, ταξιδιώτες, εξόριστους και φυσικά στρατιώτες. Η Ρωσία μετέτρεψε τον Καύκασο στη δική της «Ανατολή» για να προσδιορίσει την εθνική της ταυτότητα και την αμφίβολη ταύτισή της με την Ευρώπη, δεδομένου ότι η Ασία συνιστά οργανικό μέρος της εδαφικής επικράτειας και της ιστορίας της.
Ο Αλεξάντρ Πούσκιν, όταν τόλμησε να γράψει ένα ποίημα δημοκρατικής ανησυχίας με τον τίτλο «Ωδή στην Ελευθερία», εστάλη προς συμμόρφωση στον Καύκασο για τρία χρόνια. Μόλις το 1822 έγραψε το ποίημα «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου». Μετά τον θάνατό του ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ έγραψε το ποίημα «Ο θάνατος ενός ποιητή», φούρκισε τον τσάρο και κατέληξε στην ίδια περιοχή για να προσφέρει τις στρατιωτικές υπηρεσίες του. Τρία χρόνια μετά εξέδωσε το περίφημο έργο του Ενας ήρωας του καιρού µας με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Πετσόριν που παλεύει με την ίδια του την περιπετειώδη ύπαρξη υπό αντίξοες συνθήκες.
Η ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα σχημάτισε την εικόνα του «ευγενούς αγρίου» για τους κατοίκους του Βορείου Καυκάσου, ενσωματώνοντας όμως στη ρωσική φυσιογνωμία αρετές «ορεσίβιες» όπως η ανδρεία, η ανυπότακτη διεκδίκηση της ελευθερίας και η αγάπη για τη φύση. Ο Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, πάντως, λίγο προτού πεθάνει, είπε ότι η κατάκτηση του Καυκάσου ήταν μια «αποστολή εκπολιτισμού».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ