ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΩΝΑΣ
Θεσσαλονίκη 1912-2012.
Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας
Εκδόσεις University Studio Press, 2012,
σελ. 402, τιμή 55 ευρώ

Τα στάδια μιας σύγχρονης ιστορίας της αρχιτεκτονικής της Θεσσαλονίκης, λιγότερο γνωστής από αυτήν της ανοικοδόμησης μετά την πυρκαγιά του 1917, παρουσιάζονται στο βιβλίο του Βασίλη Κολώνα Θεσσαλονίκη 1912-2012. Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας, που θα αποτελέσει σταθμό στην εργογραφία για την ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.

Η έρευνα, που διεξήχθη στα αρχεία των οικοδομικών αδειών του Πολεοδομικού Γραφείου και του Δήμου Θεσσαλονίκης και συνεχίστηκε στα Αρχεία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, επέτρεψε την ταύτιση εκατοντάδων κτιρίων των οποίων η χρονολογία ανέγερσης, ο εντολέας και ο αρχιτέκτων καθορίστηκαν με ακρίβεια. Τα δεδομένα αυτά τεκμηριώθηκαν με πλούσιο φωτογραφικό υλικό το οποίο παρουσιάζει όψεις, λιγότερο γνωστές ή αλλοιωμένες, του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας του Βορρά. Η αναζήτηση ιδιωτικών αρχείων που παρέμειναν στις οικογένειες των αρχιτεκτόνων συμπλήρωσε την επίπονη έρευνα, αναδεικνύοντας προσωπικότητες που είχαν ξεχαστεί (Μοδιάνο, Μωσέ, Ρούμπενς, Ζαχαριάδης…).
Αρθρωμένο σε τρία μέρη διαφορετικής έκτασης το βιβλίο καλύπτει τρεις γενιές δημιουργών. Αποτελείται από σύντομες εισηγήσεις πάνω στα μεγάλα ζητήματα της κάθε περιόδου και ακολουθούν εικονογραφικές ενότητες με αναλυτικό υποτιτλισμό. Μεγάλος αριθμός κτιρίων παρουσιάζεται συχνά εκ παραλλήλου μέσω των φωτογραφιών της πρόσοψης και των σχεδίων που εντοπίστηκαν στο αρχείο των οικοδομικών αδειών.
Ακολουθώντας τις απαιτήσεις της ακαδημαϊκής έρευνας ο συγγραφέας στάθηκε ικανός να ζωντανέψει ένα εικονογραφικό υλικό που η πολύχρονη έρευνα του είχε επιτρέψει να συγκεντρώσει. Το ευρύ κοινό δεν θα απογοητευθεί από αυτές τις τόσο εύγλωττες εικόνες που παρουσιάζονται στην έκδοση με αντικειμενικό τρόπο. Ο ειδικός θα αναζητήσει το index το οποίο περιλαμβάνει πάνω από 300 ονόματα αρχιτεκτόνων και μηχανικών που δραστηριοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και θα εκτιμήσει την επιλογή των βιβλιογραφικών παραπομπών στις υποσημειώσεις της κάθε σελίδας.
Το διοικητικό μοντέλο


Το πρώτο μέρος του βιβλίου ανοίγει με μια εντυπωσιακή υδατογραφία του Γουίλιαμ Τ. Γουντ, που απεικονίζει μια πανοραμική άποψη της πυρκαγιάς της 5ης Αυγούστου 1917, ενώ άλλες πανοραμικές λήψεις ή αεροφωτογραφίες, έγχρωμες και ασπρόμαυρες, επιχειρούν να ανασυστήσουν την εικόνα που χάθηκε. Ακολουθεί η παρουσίαση του έργου της ανασυγκρότησης από τη διεθνή επιτροπή εμπειρογνωμόνων υπό τον Ερν. Εμπράρ.
Οι όψεις του διοικητικού κέντρου που σχεδίασε ο Εμπράρ το 1920 δείχνουν ποιες ήταν οι αρχικές του φιλοδοξίες: ακολουθώντας ένα συμβατικό μεταβυζαντινό λεξιλόγιο τα μέγαρα του δημαρχείου και των δικαστηρίων πλαισιώνουν μια ημικυκλική κιονοστοιχία με κεντρικά τοποθετημένη, μια θριαμβική αψίδα. Στο βάθος της σύνθεσης, στα υψώματα της Ανω Πόλης δεσπόζει ένα κολοσσιαίο μνημείο της Νίκης αφιερωμένο στους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η ακαδημαϊκή σύνθεση, πιστή στην παράδοση της παρισινής Ecole des Beaux Arts, δεν υλοποιήθηκε παρά μόνο στις επιβεβλημένες όψεις της οδού και της πλατείας Αριστοτέλους.
Μια από τις μεγάλες αξίες αυτού του βιβλίου είναι η παρουσίαση της αρχιτεκτονικής παραγωγής που ακολούθησε αυτή τη μεγαλοπρεπή σύνθεση η οποία ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Η ρυθμολογία των όψεων στα μέγαρα της πυρίκαυστης ζώνης συνδυάζει κάποια επίπλαστα στοιχεία τής μετά τον Haussmann περιόδου με την εκλεκτιστική γραφικότητα την οποία σε μεγάλο βαθμό ξεχνούμε ότι κυριαρχούσε στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Η νέα Θεσσαλονίκη παίρνει τη σκυτάλη από την παλαιά παρουσιάζοντας μια εκπληκτική συνέχεια στυλιστικών επιρροών σε ένα φάσμα που εκτείνεται από το ανατολίζον νεο-ροκοκό στο όψιμο art nouveau και στον ρυθμό του Λουδοβίκου 16ου, όπως είχε διαμορφωθεί στο Παρίσι. Η τυπολογία των κτιρίων του Μεσοπολέμου που παρουσιάζονται στο βιβλίο εκτείνεται ως τις επαύλεις της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων και η εξαιρετική βίλα «Ελλη», έργο του Ν. Ζάχου, κτισμένη και επιπλωμένη σε ένα νεοκλασικό στυλ που παραπέμπει στον Ε. Pontremoli.
Επιστροφή στις ρίζες


Ενα ενδιαφέρον κεφάλαιο ασχολείται στη συνέχεια με την «επιστροφή στις ρίζες», κίνημα το οποίο δημιούργησε η αναζήτηση της βυζαντινής και στη συνέχεια της βαλκανικής παράδοσης –από τον Hébrard, τον Μητσάκη ή τον Πικιώνη. Σε μια πόλη που υιοθετεί για την κατοικία ένα γεωμετρικό ιδίωμα από αυστηρούς όγκους και καθαρές γραμμές η αμφισβήτηση εγγράφεται στο εσωτερικό της ίδιας της πρωτοπορίας, αντιμέτωπη με το οδυνηρό ζήτημα της ταυτότητας.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται με τη μεταπολεμική περίοδο με έμφαση στις κτιριακές εγκαταστάσεις της εκπαίδευσης και του τουρισμού, έναν χώρο στον οποίο μια γενιά σύγχρονων αρχιτεκτόνων μπόρεσε να επιβληθεί –αναφέρουμε ενδεικτικά το κτίριο της Πολυτεχνικής Σχολής του Π. Καραντινού ή το «Μακεδονία Παλάς» του Κ. Δοξιάδη.
Για όλους εκείνους που πιστεύουν ότι η αρχιτεκτονική έχει ένα παρελθόν και ένα μέλλον (όχι μόνο το παρόν, το οποίο υποτάσσεται στις επιταγές της μόδας), η ανάγνωση του καταλόγου του Β. Κολώνα είναι αναζωογονητική. Η συμβολή της θα είναι ακόμη πιο χρήσιμη σε μια αρχιτεκτονική που αγωνίζεται να ξαναβρεί τον ρυθμό της εποχής του μοντέρνου.

Αντίσταση στο μεταμοντέρνο
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη Διεθνή Εκθεση, όπου πολλαπλασιάζονται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 τα ποιοτικά επιτεύγματα των διασημότερων αρχιτεκτόνων της εποχής. Σε αυτή την εικόνα αντιπαραβάλλεται η αρχιτεκτονική των πολυωρόφων και των μονοκατοικιών. Οι επίπεδες όψεις των επταώροφων πολυκατοικιών συνθέτουν ένα ομοιόμορφο τοπίο εξαιρετικής πυκνότητας. Τις χαράξεις των όψεων στις οποίες ενσωματώνονται οι μεμονωμένοι εξώστες και οι εσοχές θα αντικαταστήσουν στη συνέχεια οι «διπλές όψεις» με τα συνεχή στηθαία σε όλους τους ορόφους. Οσον αφορά τις μονοκατοικίες, στις οποίες κυριαρχεί η επιρροή του Le Corbusier, θα εκμεταλλευθούν τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος χώρου τους με υποδειγματικό τρόπο (Δ. Φατούρος, Κ. Φιλίππου).
Αυτή η γοητευτική περίοδος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ακολουθείται από μια τελική φάση, πιο σύγχρονη, όπου κυριάρχησαν –όπως παντού στην Ευρώπη –αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί στους οποίους συμμετείχαν διεθνή ονόματα. Η αντίσταση που επέδειξαν οι μακεδόνες αρχιτέκτονες στη γοητεία του μεταμοντέρνου, όπως προκύπτει από την επιλογή των παραδειγμάτων που προτείνει ο συγγραφέας, ήταν αξιοσημείωτη.

Ο κ. Φρανσουά Λουαγέ είναι επίτιμος διευθυντής Ερευνών στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών), Κέντρο André-Chastel, Πανεπιστήμιο Paris-Sorbonne, στο Παρίσι. Αυτή την περίοδο, στο πλαίσιο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ολοκληρώνει τη μελέτη του «Η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, 1821-1912».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ