ΙΒΟ ΑΝΤΡΙΤΣ
Η καταραμένη αυλή
Μετάφραση Χρήστος Γκούβης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 136, τιμή 9,95 ευρώ

Πολλοί μυθιστοριογράφοι πρώτης γραμμής υπήρξαν και σπουδαίοι διηγηματογράφοι. Ο Χέμινγκγουεϊ, ο Φόκνερ και ο Ντ. Χ. Λόρενς είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο μείζων γιουγκοσλάβος πεζογράφος του 20ού αιώνα και από τους σημαντικότερους παγκοσμίως: ο Ιβο Αντριτς, που οι νουβέλες και τα διηγήματά του δεν είναι διόλου κατώτερα των μυθιστορημάτων του. Θα έλεγε μάλιστα κάποιος ότι συνιστούν το πρόκριμμά τους.

Στην κατηγορία της μικρής φόρμας ανήκει και η νουβέλα του Η καταραμένη αυλή, έργο μεγάλης δεξιοτεχνίας και υψηλής ποιητικότητας, μολονότι απολύτως ρεαλιστικό, γραμμένο το 1954 και μεταφερμένο ωραία στη γλώσσα μας από τον μόνιμο μεταφραστή του Αντριτς, Χρήστο Γκούβη.
Η «καταραμένη αυλή» είναι μια φυλακή στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 15ου αιώνα. Ενα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων και ένα κολαστήριο ψυχών. Ο αναγνώστης σχηματίζει μέσα του από τις πρώτες σελίδες την εικόνα της, δηλαδή μετακινείται στον χρόνο χωρίς να το καταλάβει –και αυτή είναι η γοητεία του συγγραφέα πρώτης γραμμής, ο οποίος έχει την ικανότητα να δημιουργεί εκείνο που συνιστά βασικό γνώρισμα της υψηλής λογοτεχνίας: ατμόσφαιρα. Αίσθηση του χώρου και του χρόνου και ταυτοχρόνως χαρακτήρες που μένουν ολοζώντανοι στη μνήμη, όπως ο πρωταγωνιστής Κιαμίλ, αλλά και ο διευθυντής των φυλακών –μια ακόμη πιο έκτυπη φιγούρα.
Ταυτοχρόνως παρελαύνουν και πλήθος άλλοι –το θαυμαστό είναι πως αυτό συμβαίνει σε λιγότερες από 120 σελίδες -, ο καθένας με την προσωπική ιστορία του, η οποία τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους. Ολοι μαζί όμως αποτελούν τον μικρόκοσμο της φυλακής, ο οποίος βέβαια είναι ο σκοτεινός καθρέφτης της αυτοκρατορίας, όπου ανακλώνται η βία, η καταφρόνια, ο αγώνας της επιβίωσης και η προσπάθεια να αμβλυνθεί μέσω της φαντασίας η αγριότητα της προσωπικής μοίρας του καθενός.
Ο Κιαμίλ είναι νέος, αλαφροΐσκιωτος σχεδόν, και μέσα από την ιστορία του ο Αντριτς μεταποιεί μυθοπλαστικά τη σύγκρουση ανάμεσα στα αδέλφια Τζεμ και Βαγιαζήτ Β’ (ο δεύτερος έγινε σουλτάνος σφετεριζόμενος την εξουσία που κανονικά θα έπρεπε να δοθεί στον πρώτο).
Συντριπτική εξουσία


Το παιχνίδι της εξουσίας εδώ παίζεται στη σκληρότερη μορφή του: την απομόνωση, τον εγκλεισμό και την τιμωρία. Και βέβαια ανάμεσα στον διευθυντή των φυλακών, που όλοι τον φοβούνται, και τους τροφίμους, ο καθένας από τους οποίους έχει βρεθεί στην «καταραμένη αυλή» για διαφορετικούς λόγους. Αρκετοί είναι εντελώς αθώοι, άλλοι απλώς ύποπτοι και άλλοι, μολονότι ένοχοι, αποφυλακίζονται κατόπιν άνωθεν εντολών. Κανένας δεν βρίσκεται χωρίς λόγο στη φυλακή, ακόμη και οι αθώοι, πιστεύει –και το λέει με ωμότητα –ο διευθυντής. Και αν οι ίδιοι δεν έκαναν τίποτε, μπορεί να παρανόμησαν οι συγγενείς, οι φίλοι ή κάποιος γνωστός τους. Που σημαίνει ότι η εξουσία είναι απόλυτη, ενιαία και συντριπτική.
Στην ουσία επομένως η εξουσία εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο. Αυτή αποφασίζει για την ενοχή ή την αθωότητα, κυρίως όμως για τον εγκλεισμό ή μη του οιουδήποτε στη φυλακή –όχι τα πραγματικά περιστατικά, τα τεκμήρια της ενοχής ή της αθωότητάς του. Η φυλακή κατά συνέπεια δεν αποτελεί απλή προέκταση ή σκιά της κοινωνίας. Είναι μια κοινωνία από μόνη της. Και επειδή πρόκειται για αυτοκρατορική φυλακή, είναι μια μεγάλη κοινωνία που συντίθεται από άλλες μικρότερες, όπως εκφράζονται από τη συμπεριφορά των τροφίμων της. Αυτή λοιπόν λειτουργεί στο βιβλίο ως πραγματικός πρωταγωνιστής –ένα τεράστιο δίχτυ παγιδευμένων ψυχών στην υπηρεσία της απόλυτης εξουσίας που το ελέγχει.
Συνειδητός Γιουγκοσλάβος


Ο Αντριτς γνωρίζει την Οθωμανική αυτοκρατορία άριστα, όπως άλλωστε αποδεικνύεται κατ’ εξοχήν από το αδιαφιλονίκητο αριστούργημά του Το γεφύρι του Δρίνου –αλλά και από άλλα του έργα. Μολονότι θεματικά η Καταραμένη αυλή κινείται σε άλλο πεδίο, για όποιον δεν έχει έρθει σε επαφή με το έργο του Αντριτς είναι η καλύτερη εισαγωγή, έστω και αν γράφτηκε μετά το Γεφύρι του Δρίνου.
Ο Αντριτς ήταν Βόσνιος. Και οι δύο γονείς του ήταν Κροάτες, αλλά ο ίδιος είχε συνείδηση Γιουγκοσλάβου. Πέρασε άλλωστε τα σημαντικότερα και δημιουργικότερα χρόνια της ζωής του στο Βελιγράδι, όπου έγραψε και το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του έργου του. Την εμπειρία της φυλακής τη γνώριζε από πρώτο χέρι, όταν στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου φυλακίστηκε από τους Αυστριακούς επί δύο χρόνια, πρώτα στο Σίμπενικ και στη συνέχεια στο Μάριμπορ, τη δεύτερη σήμερα σε πληθυσμό πόλη της Σλοβενίας. Για τον ίδιο η συνείδηση σήμαινε ενότητα των Σλάβων της Βαλκανικής που επί αιώνες συνθλίβονταν ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορίες: την Αυστροουγγρική και την Οθωμανική.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τελευταίος γιουγκοσλάβος συγγραφέας ήταν ο Ντανίλο Κις. Ο Αντριτς όμως παραμένει ο κορυφαίος πεζογράφος όχι μόνο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και των άλλων χωρών της περιοχής. Τώρα που Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει, έχει κάποιος και έναν πρόσθετο λόγο να τον διαβάσει ή να τον ξαναδιαβάσει: για να κατανοήσει βαθύτερα το γιουγκοσλαβικό δράμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ