ΙΑΝ ΜΑΚ ΓΙΟΥΑΝ
Χαμένο παιδί
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά,
Εκδόσεις Πατάκη, 2013,
σελ. 398, τιμή 18 ευρώ

Θα ήταν ομολογουμένως ένας εφιάλτης για τον οποιονδήποτε γονέα, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει κάθε ισορροπημένο άνθρωπο στην παραφροσύνη. Ενα συνηθισμένο σαββατιάτικο πρωινό στη θορυβώδη επικράτεια του Νότιου Λονδίνου –που ωστόσο δεν προμήνυε τίποτε το κακό –ένας πατέρας παίρνει από το χεράκι την τρίχρονη κόρη του και πηγαίνουν ανυποψίαστοι να ψωνίσουν στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς τους.

Την ώρα που ο Στίβεν Λιούις, πετυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων από καθαρή παρεξήγηση, βρίσκεται στο ταμείο και περιμένει να πληρώσει, μια δολερή σκιά επιτίθεται και κυριολεκτικώς αρπάζει την Κέιτ κάτω από τη μύτη του. Την ημέρα της (κατά τα φαινόμενα) απαγωγής της η μικρούλα φορούσε μια πράσινη φόρμα, κρατούσε στην αγκαλιά της ένα πάνινο γαϊδουράκι και ήταν ευδιάθετη.
Γύρω από τούτο το καθοριστικό γεγονός οργανώνει ο 65χρονος, βραβευμένος με Μπούκερ, βρετανός συγγραφέας Ιαν Μακ Γιούαν το τρίτο του μυθιστόρημα, The child in time. Πρόκειται για μια εκλεπτυσμένη σπουδή πάνω στην εξιδανίκευση, στις ατραπούς και στο άχρονο της παιδικής ηλικίας, στην οδύνη της απώλειας αλλά και στα καμώματα του ίδιου του χρόνου. Το βιβλίο, το οποίο μόλις εξέδωσαν οι εκδόσεις Πατάκη υπό τον τίτλο Χαμένο παιδί και μετέφρασε με αξιοζήλευτη δημιουργικότητα στα ελληνικά η Κατερίνα Σχινά, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1987, απέσπασε την ίδια χρονιά το σημαντικό Whitbread Novel Award (βραβείο Costa από το 2005), ενώ το 1993 είχε τιμηθεί και με το Prix Femina για το καλύτερο μυθιστόρημα που μεταφράστηκε τότε στη γαλλική γλώσσα.
Καμπή στην καριέρα του


Πέραν αυτών, η ιστορία, στην οποία ο συγγραφέας εντάσσει και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, σηματοδότησε μια καμπή στην καριέρα του. Εκτοτε, ύστερα από επτά χρόνια απουσίας του από τη λογοτεχνία, άρχισε η περίοδος που ο Μακ Γιούαν έχει ονοματίσει «φιλοσοφικό υλισμό», μια μεταφυσική διεύρυνση του εξορθολογισμένου κόσμου, θα λέγαμε, μέσω των συναισθημάτων αλλά και των αντιφάσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο πρόσφατος θάνατος της Μάργκαρετ Θάτσερ επικαιροποιεί το μυθιστόρημα για τον έλληνα αναγνώστη, του προσδίδει μια μακάβρια –αλλά και κωμική –ένταση, δεδομένου ότι η «Σιδηρά Κυρία» της Μεγάλης Βρετανίας, που πέρασε στην Iστορία, ανήκει στα βασικά πρόσωπα της αφήγησης. Είναι η Πρωθυπουργός που (και στη μυθοπλασία) επισκιάζει τα πάντα και διαρρηγνύει τα όρια ανάμεσα στον δημόσιο βίο και στην ιδιωτική ζωή.
Κύριο μέλημα της συντηρητικής κυβέρνησής της δεν είναι άλλο «παρά η τήρηση της τάξης και η υπεράσπιση του κράτους από τους εχθρούς του». Είναι η ψυχροπολεμική περίοδος που ακόμη και μια τυχαία σύγκρουση δύο δρομέων, ενός αμερικανού και ενός σοβιετικού, σε μια Ολυμπιάδα θα μπορούσε να ερεθίσει τις πυρηνικές κεφαλές ένθεν κακείθεν. Είναι η εποχή της τηλεοπτικής αποχαύνωσης και η εποχή που, για να ζητιανέψεις, πρέπει να έχεις άδεια επαιτείας. Μάλιστα ο νόμος απαγορεύει ρητώς τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ανά ζεύγη, ούτως ώστε να μην πληγεί, πιθανολογούμε, η παραγωγικότητά της.
Επιστροφή στην αθωότητα


Η Τζούλι, η βιολονίστρια σύζυγός του, βρίσκει την ευκαιρία να απομονωθεί σε ένα ησυχαστήριο –μια αγροικία στην εξοχή –και να θρηνήσει εκτός από το παιδί και τη διαφαινόμενη διάλυση του γάμου της, καθώς «δεν μπορούσαν να δώσουν ή να πάρουν παρηγοριά κι έτσι δεν υπήρχε επιθυμία». Ο ήρωας όμως έχει τεθεί και στην υπηρεσία της πατρίδας συμμετέχοντας στη Δημόσια Υπηρεσία Παιδικής Αγωγής υπό τον φανφαρόνο λόρδο Πάρμεντερ, έναν σκανδαλώδη δημόσιο οργανισμό με δεκατέσσερις υποεπιτροπές, στον οποίο η Πρωθυπουργός αποδίδει μεγάλη σημασία, αφού «το έθνος θα αναγεννηθεί μέσα από τη μεταρρύθμιση της παιδικής αγωγής».
Εκεί τοποθετήθηκε από τον φίλο του Τσαρλς Νταρκ, ένα δαιμόνιο της αγοράς, ο οποίος του εξέδωσε το πρώτο βιβλίο με τον τίτλο «Λεμονάδα» και ύστερα εισήλθε ως κυνικός καιροσκόπος στην πολιτική καταφέρνοντας να γίνει υφυπουργός της κυβέρνησης –ήταν το αγαπημένο παιδί της Πρωθυπουργού που «της άρεσε σεξουαλικά» αλλά στο τέλος αποτρελάθηκε και έγινε ένα «σαρανταεννιάχρονο σχολειαρόπαιδο».
Δεν αστειευόμαστε: στο πανέμορφο Σάφοκ, στην κορυφή μιας θεόρατης οξιάς, έφτιαξε ένα δενδρόσπιτο και επιχείρησε να ανακτήσει μάταια τη ρημαγμένη αθωότητα του παιδιού που κάποτε υπήρξε. Η σκηνή δε με την Πρωθυπουργό να εισβάλλει στο διαμέρισμα του Στίβεν με όλη την έμψυχη γραφειοκρατία της, διοικητικούς υπαλλήλους και μηχανικούς, προκειμένου να του ζητήσει να μεσολαβήσει ώστε ο Τσαρλς να επιστρέψει στην πρωτεύουσα είναι μια ατόφια σατιρική στιγμή από έναν στυλίστα συγγραφέα που συγυρίζει με επιμέλεια και φωτίζει με ευρηματικότητα το μέσα των ηρώων του. Το τέλος είναι απροσδόκητο και συμπίπτει με το θαύμα της ίδιας της ζωής.
Ενας άνθρωπος χωρίς ρίζες
Η κριτική του Μακ Γιούαν στον θατσερισμό και στην επιθετική ιδιοσυστασία του είναι ευκρινής αλλά υπογείως αιχμηρή. Ο συγγραφέας δεν μετατρέπει τη γραφή σε προπαγανδιστική ντουντούκα, καθώς ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εσωτερική περιπέτεια των ηρώων του, τη διαφορετική ποιότητα της σιωπής τους, τις μάχες που δίνουν με τις βαθύτερες δομές ενός χρόνου που διαμορφώνεται σαν εύπλαστος λαβύρινθος πολλών επιπέδων και δεν συνάπτεται αναγκαστικά με τις λειτουργίες της μνήμης.
Τα μέρη στα οποία ο ήρωας επαναπροσδιορίζει συγκινητικά τη σχέση με τους γονείς του είναι ενδεικτικά –κυρίως το περιστατικό στην παμπ «Καμπάνα», στον «Κήπο της Αγγλίας», την κομητεία του Κεντ, όπου η μητέρα του αποφασίζει τελικά να μην κάνει έκτρωση επειδή διακρίνει έξω από το παράθυρο έναν μπόμπιρα που έρχεται από το μέλλον. Ο Στίβεν είναι πάντα «ο μισός κάπου αλλού», ένας «άνθρωπος χωρίς ρίζες» που δυσφορεί από τις συνέπειες ενός δραματικού παρόντος το οποίο διογκώνεται απειλητικά: άλλοτε αγοράζει ένα παιχνίδι κάνοντας μια απελπισμένη «σπονδή στη μοίρα» για την επιστροφή της μικρής και άλλοτε, μη μπορώντας να αποδεχθεί το τετελεσμένο, διεκδικεί ως σπλάχνο του ένα άγνωστο κοριτσάκι από το προαύλιο ενός σχολείου δυόμισι χρόνια αργότερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ