Νίκος Σιδέρης
Μιλώ για την κρίση με το παιδί: εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013
σελ. 162, τιμή 9,90 ευρώ

Ενα παιδί προσβάλλει ένα άλλο με τη φράση «άντε, ρε δάνειο» εννοώντας ότι το επίπεδο ζωής του είναι επίπλαστο, αφού οφείλεται σε τραπεζικό δάνειο των γονιών του που δεν μπορεί πλέον να εξυπηρετηθεί. Το περιστατικό αυτό έχει καταγράψει ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης και το αναλύει με σίγουρο χέρι, μαζί με άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες οι γονείς πρέπει να μιλήσουν για την κρίση με το παιδί.

Μιλώντας του για την κρίση οι γονείς βοηθούν το παιδί να αποχαιρετίσει τον παλιό τρόπο ζωής –όπως όταν πενθούμε για ένα πρόσωπο. Για να το καταφέρουν πρέπει να έχουν επεξεργαστεί οι ίδιοι, τόσο ψυχοδιανοητικά όσο και ψυχοσυναισθηματικά, τι τους έχει συμβεί. Ψυχοδιανοητικά οι γονείς έχουν εμπλακεί σε αυτό που ο Σιδέρης, ακολουθώντας τον Γκρέγκορι Μπέιτσον, ονομάζει «διπλό δεσμό», ο οποίος περιλαμβάνει δύο αντιφατικές εντολές και μια τρίτη που απαγορεύει τον στοχασμό πάνω στις πρώτες.
Αναφερόμενος στην προσαρμογή ή αντίσταση στο Μνημόνιο ο συγγραφέας συνοψίζει τον διπλό δεσμό του έλληνα γονιού ως εξής: α) «αν δεν υποταχθείς, χάθηκες, καθώς οι συνέπειες θα είναι χρεοκοπία, επιστροφή στη δραχμή και χάος». β) «Αν υποταχθείς, πάλι χάθηκες, καθώς υποτασσόμενος θα υποστείς απώλεια εισοδήματος, θέσης εργασίας, κοινωνικών παροχών». γ) «Είναι μονόδρομος, γιατί το είπε η Τρόικα».
Αυτή δεν είναι, πάντως, μια αυταπόδεικτη ανάλυση, δεν ξέρουμε αν έτσι σκέφτονται οι περισσότεροι γονείς. Απηχεί απλώς την άποψη του Σιδέρη ότι από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα λαμβάνει χώρα «η αποδόμηση της πανάρχαιας αρετής των Ελλήνων να σκέφτονται και να λογίζονται πολιτικά». Τα τελευταία τρία χρόνια, ισχυρίζεται, αυτό επιχειρήθηκε «σχεδιασμένα και συστηματικά». Πρόκειται για μια προσέγγιση στα όρια της συνωμοσιολογίας, στρεφόμενη συνολικά κατά «των πολιτικών και μιντιακών μηχανισμών». Πολύ πιο χρήσιμη για όσους γονείς βιώνουν οικονομική καταβαράθρωση είναι η ανάλυσή του για το ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο. Εκεί ο «διπλός δεσμός» συμπληρώνεται: απόγνωση, οργή, φόβος, αγωνιώδης αναμονή εξελίξεων. Συμπτώματα όπως ψυχικό μούδιασμα και αίσθηση του παραλόγου δυσχεραίνουν την προσπάθεια του γονιού να αποκτήσει ο ίδιος επίγνωση των ανωτέρω ψυχικών μηχανισμών προτού μιλήσει στο παιδί. Καίρια είναι και η ανάλυση του Σιδέρη για την «τραγικότερη ευχή» μερικών γονιών η οποία είναι «να δουν τα παιδιά τους να φεύγουν από την Ελλάδα –απ’ αυτή την τελειωμένη χώρα».
Τι λέμε
Ο Σιδέρης επεξεργάζεται περίτεχνα δύο ακόμη ερωτήματα: Τι λέμε στο παιδί και με ποιον τρόπο. Η απάντηση στο πρώτο εκκινεί από την εύλογη παραδοχή ότι «ζούμε σε έναν κόσμο σκληρό, άνισο και άδικο» και προχωρά σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «αντίδοτο», ένα αντίδοτο όμως που μπορεί τουλάχιστον να αμφισβητηθεί.
Μας παρακινεί να αντλήσουμε τρία στοιχεία από την «ελληνική παράδοση και κουλτούρα», καθώς οι Ελληνες κατέχουν την τέχνη να υπερβαίνουν αντιξοότητες. Πρώτον, από αρχαιοτάτων χρόνων, χάρη στην «ελληνική ψυχοσύνθεση», «το ελληνικό Εγώ είναι ικανό να επιδιώξει κατορθώματα», σε διαλεκτική σχέση με το «Εμείς που του παρέχει αναγνώριση και αγάπη» και σε αντιδιαστολή με «τους Αλλους οι οποίοι δεν ανήκουν σε αυτό το ζωτικό Εμείς».
Δεύτερον, «η ελληνική αίσθηση του χρόνου δεν είναι εργαλειακή», περιλαμβάνει υπομονή και καρτερία, είναι πιο πλούσια από τη δυτική «μονοδιάστατη έκφανση της εργαλειακότητας». Και τρίτον, οι Ελληνες επιβιώνουν γιατί είναι επινοητικοί και υπερβαίνουν τις δοκιμασίες, όπως προκύπτει από το ότι «εκτός συνόρων, οι Ελληνες μεγαλουργούν».
Ωστόσο, θα λέγαμε ότι μάλλον ισχύει μια αντίθετη ερμηνεία. Εκτός συνόρων οι Ελληνες μεγαλουργούν μαθαίνοντας να ζουν με τους «Αλλους» αντί να απομονώνονται στο «ελληνικό Εμείς». Αντιλαμβάνονται ότι για να επιτύχεις αποτελέσματα απαιτείται ορθολογική διαχείριση του χρόνου αντί αναδίπλωσης στη μακαριότητα προνεωτερικών αντιλήψεων. Εξάλλου η επινοητικότητα των Ελλήνων, όπως και άλλων εθνών, θάλλει όταν προσαρμόζεται και αναπτύσσεται σε σταθερό περιβάλλον κανόνων και θεσμών.
Πώς μιλάμε
Πάντως στο ερώτημα «με ποιο τρόπο μιλάμε στο παιδί» ο Σιδέρης δίνει μια σοφή, σχεδόν συγκινητική απάντηση για όσους βρίσκονται κοντά στα παιδιά. Τα παιδιά που πλήττονται από την κρίση υφίστανται «ένα βίαιο μεγάλωμα» και «παλινδρόμηση του ψυχισμού», δηλαδή επιστροφή σε παλαιότερους τρόπους συναισθήματος και στη μαγική σκέψη. Το παιδί αναζητεί τροφή, όχι μόνο για τη λογική, αλλά για τη φαντασία και το συναίσθημά του. Κάθε επιχείρημα του γονιού «φορτίζεται από το παιδί με ανεξέλεγκτες ποσότητες συγκινήσεων, συναισθημάτων και φαντασιώσεων». Γι’ αυτό οι γονείς πρέπει να μιλούν με ιστορίες αντλημένες από τη μυθολογία, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Ο συγγραφέας πείθει τον γονιό για τη σημασία του να μιλήσει για την κρίση με το παιδί. Αν δεν το κάνει εγκαίρως, ιδίως με το έφηβο παιδί του, τότε δεν αποκλείεται, όπως σωστά γράφει ο Σιδέρης, υπό ορισμένες συνθήκες ο έφηβος να οδηγηθεί σε «ιδεολογίες και κινήματα που εξιδανικεύουν την αυτοδικία εδώ και τώρα ως υποκατάστατη δίκαιη εκδίκηση… και τη σαγήνη της άμεσης φυσικής βίας χωρίς διαμεσολάβηση του λόγου και του νόμου».
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ