Κέβιν Πάουερς
Κίτρινη κορδέλα

Μετάφραση Μυρσίνη Γκανά,
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013
σελ. 262, τιμή 14,40 ευρώ

Σε άλλες εποχές το πρώτο μυθιστόρημα ενός τόσο νέου συγγραφέα, όπως ο 32χρονος Κέβιν Πάουερς, το οποίο μάλιστα μόλις πέρυσι εκδόθηκε στις ΗΠΑ, δύσκολα θα εκδιδόταν στη χώρα μας. Η Κίτρινη κορδέλα όμως δημιούργησε τεράστια αίσθηση στον αγγλόφωνο κόσμο. Αξιζε άραγε το κόπο να εκδοθεί και στα ελληνικά; Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση συμπεραίνει κανείς ότι όντως άξιζε. Οχι τόσο για το θέμα του (ο πόλεμος στο Ιράκ), αλλά για την ευαισθησία, την περιγραφική δύναμη, την άσφαλτη αίσθηση της οικονομίας και την αμεσότητά του: έχουμε να κάνουμε με πρώτης τάξεως, ολοκληρωμένο μυθιστόρημα και όχι απλώς με έργο ενός πολλά υποσχόμενου πεζογράφου.

Οι πρωταγωνιστές είναι δύο νεαροί αμερικανοί στρατιώτες στην Αλ Ταφίρ του Ιράκ, ο Μπαρτλ και ο Μερφ, ο πρώτος 21, ο δεύτερος 18 ετών. Το μυθιστόρημα, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο –όχι όμως σε ευθεία χρονική αλληλουχία –με αφηγητή τον Μπαρτλ, μας λέει την ιστορία αυτών των παιδιών που προσπαθούν να επιζήσουν μέσα στη φωτιά και την αγριότητα του πολέμου, όπου έπειτα από κάποια στιγμή τίποτε δεν μοιάζει πιο φυσικό από κάποιον που σκοτώνεται.
«Δίνουμε προσοχή σε σπάνια πράγματα και ο θάνατος δεν είναι σπάνιος. Σπάνια είναι η σφαίρα με το όνομά σου γραμμένο πάνω της, ο αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που ήταν θαμμένος κάπου μόνο για σένα» λέει ο αφηγητής, που είναι βεβαίως περσόνα του ίδιου του συγγραφέα ο οποίος πολέμησε ως πυροβολητής του αμερικανικού Στρατού στο Ιράκ από το 2004 ως το 2005 και γνώρισε από πρώτο χέρι τη φρίκη του πολέμου.
Ο Μπαρτλ υπόσχεται στη μητέρα τού Μερφ πως όχι μόνο θα προσέχει τον γιο της αλλά και θα φροντίσει να τον κρατήσει ζωντανό. Δεν θα τα καταφέρει όμως να τηρήσει την υπόσχεσή του. Θα επιστρέψει μόνος από το Ιράκ και τώρα πια η ζωή θα έχει αποκτήσει άλλο περιεχόμενο. Οι εικόνες του πολέμου θα τον ακολουθούν διά βίου και θα πάρουν άλλες διαστάσεις μέσα του γιατί, όπως λέει, «η μισή μνήμη είναι φαντασία». Επί του προκειμένου, φαντασία των απόντων.
Ο γυρισμός του Μπαρτλ από το Ιράκ στις ΗΠΑ δεν είναι ένα είδος επιστροφής από το σκοτάδι στο φως, αλλά σε έναν κόσμο όπου επανέρχονται και προεκτείνονται στη συνείδηση τα βιώματα του πολέμου προκαλώντας μια αβάσταχτη ψυχική ορφάνια. Και τότε του φαίνεται πως μετατοπίζει τις εικόνες του άγριου κόσμου στον οποίον έζησε σε έναν άλλον, όπου οι άνθρωποι δεν σκοτώνονται.
Δύο κόσμοι, ένας άνθρωπος. Ομως ο άνθρωπος που ωριμάζει πρόωρα μέσα στην απειλή, στον φόβο και στον θάνατο είναι ολόκληρος κόσμος από μόνος του. Και το ψυχικό και συναισθηματικό του βάθος με έκτακτη οικονομία και χωρίς υπερβολή μας περιγράφει αυτό το μυθιστόρημα, στο οποίο συναντά κανείς εικόνες έξοχης ποιητικότητας. Λ.χ. «ο ήλιος είχε βγει, αλλά ένα μισοφέγγαρο παρέμενε χαμηλά, σκίζοντας τον πρωινό ουρανό σαν φιγούρα σε παιδικό βιβλίο» ή αυτό το εξαίρετο: «Είδα ολόκληρο τον κόσμο σε κλάσματα δευτερολέπτων σαν το αδιόρατο πετάρισμα του φωτός ανάμεσα στα καρέ ενός φιλμ, τις μακριές μη καταγεγραμμένες γραμμές που συνιστούσαν τη ζωή μου, τη μία μετά την άλλη, σαν μια ταινία στην οποία δεν είχα καταλάβει ότι έπαιζα τόσον καιρό».

Φιλία και συντροφικότητα
Θα περίμενε κανείς καταγγελτικές υπερβολές για τον πόλεμο με τα ανάλογα συμπαραμαρτούντα. Δεν θα τις βρει εδώ, μολονότι οι σκηνές από τα πεδία των μαχών είναι σκληρές και –αναπόφευκτα –δοσμένες με ωμό ρεαλισμό. Για τούτο και όταν βγαίνει από αυτές ο ήρωας και τα βράδια μένει μόνος με τον εαυτό του και τις εικόνες ενός κόσμου που υπάρχει ερήμην του πολέμου είναι, όπως λέει, σαν να κοιτάζει ένα ψέμα, αφού «ο κόσμος μας κάνει όλους ψεύτες».
Εκτός από τους δύο φίλους, άλλα τρία πρόσωπα μένουν χαραγμένα στη μνήμη του αναγνώστη. Οι μητέρες τους και ο λοχίας Στέρλινγκ, μια έκτυπη φιγούρα που πίσω από τις φαινομενικά κυνικές παρατηρήσεις του κρύβεται ένας ψυχικά και συναισθηματικά πληγωμένος άνθρωπος. Ο πόλεμος δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων από την οποία απαλλάσσεται κανείς. Είναι αυτός που γεμίζει με φαντάσματα τη ζωή όσων τον έζησαν από πρώτο χέρι, φαντάσματα που δεν ταράζουν απλώς τον ύπνο τους αλλά και που τα συναντούν σχεδόν σε κάθε στιγμή της κατοπινής ζωής τους.
Οσοι έχουν υπηρετήσει στον στρατό γνωρίζουν ότι ζουν ένα σπάνιο πνεύμα συντροφικότητας το οποίο πολύ ωραία μας δίνει ο Πάουερς. Αυτό το πνεύμα εκφράζει με τον πιο άμεσο τρόπο η φιλία των δύο στρατιωτών. Εύλογα υποθέτει κανείς ότι, πέραν των άλλων, θέλησε να το διασώσει ο συγγραφέας αφήνοντας πίσω του τον εφιάλτη του πολέμου και τιμώντας στο πρόσωπο του σκοτωμένου φίλου του τη μνήμη των νεκρών του πολέμου.
Δεν χρειάζεται να κάνουμε υποθέσεις, ωστόσο το γεγονός ότι ο Πάουερς επέστρεψε από το Ιράκ, αποστρατεύθηκε, σπούδασε αγγλική λογοτεχνία, έκανε το μεταπτυχιακό του στην ποίηση και στη συνέχεια στράφηκε στην πεζογραφία είναι χαρακτηριστικό. Εγινε συγγραφέας όταν έπαψε να είναι στρατιώτης. Το αυτοβιογραφικό του αυτό μυθιστόρημα ήταν η καλύτερη αρχή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ