ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ
Μετέωρο πάθος

Μετάφραση Βάσω μέντζου
Εκδόσεις Ολκός, 2013, σελ. 190, τιμή 14,50 ευρώ

Το πρώτο της βιβλίο αποκάλυπτε το μίσος που έτρεφε για τον μεγαλύτερο αδελφό της που την κακομεταχειριζόταν. Το 1943, προτού ακόμη τριανταρίσει, πολλοί εκδότες είχαν ήδη απορρίψει τους Αναιδείς (Les Impudents) της Μαργκερίτ Ντυράς όταν συγκινημένη επισκεπτόταν το γραφείο του Ρεϊμόν Κενό –ο οποίος εργαζόταν τότε στον Γκαλιμάρ –επειδή πίστευε ακράδαντα ότι είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου. Εκείνος δεν της είπε ότι ήταν ωραίο το βιβλίο, της είπε απλώς σηκώνοντας τα μάτια: «Κυρία, είστε συγγραφέας». Εκείνη το ήξερε, σκάλιζε το μέσα της από μικρό κορίτσι.

Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε εκεί την Ησυχη ζωή, το δεύτερο βιβλίο της –ό,τι σε δένει για τα καλά με το βάσανο της γραφής –που «ήταν τόσο κακοφτιαγμένο, με έναν ρεαλισμό τόσο χτυπητό, τόσο απλοϊκό». Η ζωή της βεβαίως κάθε άλλο παρά ήσυχη ήταν. Η Μαργκερίτ Ντυράς, που μεγάλωσε στην αποικιακή Ινδοκίνα του Μεσοπολέμου, λογοτεχνικό «θέμα» ευρείας συζήτησης έγινε μόνο όταν βραβεύθηκε με το Γκονκούρ το 1984 για το κορυφαίο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Ο εραστής.
Αυτή η ιστορία για την αφυπνιστική και αισθησιακή σχέση μιας δεκαπεντάχρονης κοπέλας με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της κινέζο άνδρα πούλησε τότε μόνο στη Γαλλία πάνω από ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα και μεταφράστηκε έπειτα σε περισσότερες από 40 γλώσσες –στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον Εξάντα. Εκείνη ακριβώς την εποχή, μεταξύ 1987 και 1989, όταν απολάμβανε την επιτυχία και ζούσε με τον ομοφυλόφιλο σύντροφό της Γιαν Αντρέα, παραχώρησε μια μεγάλη συνέντευξη στη νεαρή ιταλίδα δημοσιογράφο Λεοπολντίνα Παλότα ντέλα Τόρε, για λογαριασμό της εφημερίδας «La Stampa».
Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε εφέτος τον Ιανουάριο στη γαλλική γλώσσα από τις εκδόσεις Seuil. Το Μετέωρο πάθος (La passion suspendue), που μας παρουσιάζουν οι εκδόσεις Ολκός, είναι επί της ουσίας μια αυτοβιογραφία της συγγραφέως υπό μορφήν ερωταπαντήσεων, ένας απολογισμός της ζωής και του έργου της τον οποίο έκανε σε ηλικία 75 ετών –η ίδια πέθανε το 1996.

Η ασυμβίβαστη Μαργκερίτ Ντυράς, που ό,τι έχανε σε μπόι το κέρδιζε σε προκλητική πληθωρικότητα, μιλάει από το διαμέρισμά της στην οδό Σεν Μπενουά του Παρισιού, από το σκονισμένο –γεμάτο χαρτιά και αντικείμενα –δωμάτιο, έχοντας τους αγκώνες στηριγμένους πάνω στο γραφείο της.
Παίζει με τις αποχρώσεις της φωνής της, ενορχηστρώνει τις σιωπές της και καταβυθίζεται σε μια κρυστάλλινη αβεβαιότητα όποτε γίνεται λόγος για τη βαθύτερη ουσία της τέχνης της. Το πλέον ενδιαφέρον, όμως, αυτό που σπρώχνει τον αναγνώστη να συνεχίσει, είναι ότι επιχειρηματολογεί με αυτοπεποίθηση για την κάθε «κακία» που ξεστομίζει, από τον Ζακ Σιράκ και τον Ζαν-Πολ Σαρτρ ως τον Αλμπέρ Καμύ και τον Γούντι Αλεν.
Το ίδιο συμβαίνει αναλόγως και όταν εκφράζεται θετικά για προσωπικότητες όπως ο Μορίς Μπλανσό, ο Ζορζ Μπατάιγ, η Ελσα Μοράντε, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ ή ο Ελία Καζάν. Η Ντυράς αναλύει τη φιλοσοφία της και υπερασπίζεται τη δουλειά της στον κινηματογράφο, πεδίο στο οποίο όμως έγινε ευρύτερα γνωστή ως σεναριογράφος της ταινίας του Αλέν Ρενέ «Χιροσίμα, αγάπη μου» (1959). Καταθέτει, μεταξύ άλλων, και τον θαυμασμό της για το θεατρικό μεγαλείο του Αντον Τσέχοφ. «Αρχισα να γράφω για να κάνω να μιλήσει η σιωπή κάτω από την οποία με είχαν συνθλίψει. Στα δώδεκά μου μου φαινόταν ότι ήταν ο μόνος τρόπος» λέει η Ντυράς, την οποία ως τα δεκαπέντε την περνούσαν για μιγάδα. «Δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που παρακινεί τους ανθρώπους να γράψουν, εκτός ίσως από τη μοναξιά της παιδικής ηλικίας».

Η μητέρα και ο μαρξισμός
Στο προβληματικό κουκούλι της οικογένειας εκκολάφθηκε μια μεγάλη συγγραφέας, «ίσως γιατί, χωρίς να το ξέρω, σ’ αυτόν έγραφα πάντοτε, έχανα και ξανάβρισκα τον κάθε άντρα σαν να ήταν ο πατέρας μου». Η σχέση με την προώρως χηρεύσασα μητέρα της, η οποία τη χτυπούσε, υπήρξε καθοριστική. «Η ζωή μου κυλούσε μέσα από τη μητέρα μου. Ζούσε μέσα μου σε βαθμό ψύχωσης. Θα είχα πεθάνει παιδί, πιστεύω, αν είχε πεθάνει εκείνη. Στη ζωή ενός ανθρώπου, θαρρώ, η μητέρα είναι, με απόλυτο τρόπο, το πιο παράξενο, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ασύλληπτο πρόσωπο που συναντά». Ακολούθησαν τα πρώτα χρόνια στο Παρίσι της επικράτησης του Λαϊκού Μετώπου, οι σπουδές, η στράτευση στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. «Δεν ήμουν ποτέ αληθινά στρατευμένη. Είχα ανάγκη να βγω από την απομόνωση, ένας διασκορπισμός μέσα στον οποίο είχα χαθεί, για να μπω σε μια ομάδα, σε μια συλλογική και συμμετοχική συνείδηση, να ακολουθήσω τη μοίρα του κόμματος και να απαλλαγώ από τη δική μου», γιατί έτσι «η προσωπική μου δυστυχία γινόταν ταξική». Επρόκειτο για μια κομμουνίστρια που δεν αναγνώρισε ποτέ τον εαυτό της στον κομμουνισμό.
Μετά τον Μάη του 1968 όλα άλλαξαν, μια και «είχα βαρεθεί τη μαρξιστική δημαγωγία η οποία, στην προσπάθειά της να εκμηδενίζει τις αντιφάσεις του ατόμου, το μόνο που κάνει είναι να το αλλοτριώνει περισσότερο». Επιπλέον, «όπως όλα τα καθεστώτα, ο μαρξισμός φοβάται «ορισμένες ελεύθερες δυνάμεις» –το φαντασιακό, η ποίηση, ακόμη και ο έρωτας -, που αν δεν καθοδηγηθούν σωστά μπορούν, κατά κάποιον τρόπο, να υποσκάψουν τα θεμέλιά του, και εφάρμοσε πάντα ένα είδος λογοκρισίας της εμπειρίας, της επιθυμίας».
Ο Θεός, ο Φρόιντ, η γραφή
Πίστευε στον Θεό; «Το να μην πιστεύεις στον Θεό είναι κι αυτό μια πίστη. Αμφιβάλλω αν είναι δυνατόν να μην πιστεύεις σε τίποτα. Θα ήταν σαν να αφαιρούσαμε κάθε νόημα, κάθε αιωνιότητα από τα μεγάλα πάθη της ζωής μας. Ολα θα γίνονταν αυτοσκοπός και δεν θα είχαν συνέπειες. Και δεν μπορούμε βέβαια να αποκλείσουμε ότι το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι ακριβώς αυτό». Ποια ήταν η γνώμη της για την ψυχανάλυση; «Ο Φρόιντ είναι μεγάλος συγγραφέας, εύκολος ίσως. Οσο για τον φροϊδισμό, είναι μια βαλσαμωμένη σχολή που γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, χρησιμοποιεί μια ψεύτικη γλώσσα σε σχέση με τους ισχύοντες κανόνες και συνδέεται ολοένα και λιγότερο με τον εξωτερικό κόσμο. Η ψυχανάλυση λίγο με ενδιαφέρει. Δεν νομίζω πως τη χρειάζομαι, ίσως γιατί γράφω» βιβλία που βγαίνουν «ύστερα από μεγάλες, ατέλειωτες σιωπές».
Τι σήμαινε για την ίδια η γραφή; «Γράφω δεν σημαίνει διηγούμαι μια ιστορία αλλά αναφέρω όσα την περιβάλλουν. Δημιουργούμε γύρω από την ιστορία μια στιγμή, ύστερα μιαν άλλη στιγμή. Ολα όσα υπάρχουν, που θα μπορούσαν όμως και να μην υπάρχουν ή να είναι ανταλλάξιμα, όπως τα γεγονότα της ζωής. Η ιστορία και η ανυπαρξία της ή η έλλειψή της». Εγραφε «για να γίνω ο εκλαϊκευτής του εαυτού μου, για να τον κατακρεουργήσω, και ύστερα για να πάψω να αισθάνομαι σπουδαία, για να με ξεφορτωθώ: για να πάρει τη θέση μου το κείμενο έτσι ώστε να υπάρχω λιγότερο».
«Ο έρωτας γίνεται πάντα με τρεις»
Η Μαργκερίτ Ντυράς διέκρινε την ανδρική από τη γυναικεία γραφή γιατί «υπάρχει μια κρυφή και φυσική σχέση που ενώνει τη γυναίκα με τη σιωπή και επομένως με το άκουσμα του εαυτού της. Αυτό οδηγεί τη γραφή της στην αυθεντικότητα που λείπει από την ανδρική γραφή, η δομή της οποίας παραπέμπει ιδιαίτερα σε ιδεολογικές και θεωρητικές γνώσεις». «Μήπως υπερβάλλετε λιγάκι;» τη ρώτησε η δημοσιογράφος. «Με τον όρο «ανδρική γραφή» εννοώ τη γραφή που τη βαραίνουν οι ιδέες. Ο Προυστ, ο Σταντάλ, ο Μελβίλ, ο Ρουσό δεν έχουν φύλο» απάντησε.
Η αληθινή μνήμη δε για την ίδια «είναι η λήθη, το κενό: αυτή που μας επιτρέπει να μην ενδίδουμε στην τυραννία της ανάμνησης, στους δυσβάσταχτους πόνους που ευτυχώς έχουμε ξεχάσει». Πίστευε ότι «ο έρωτας γίνεται πάντα με τρεις: ένα μάτι που κοιτάζει, την ώρα που η επιθυμία κυκλοφορεί από τον έναν στον άλλον» και ότι «η γυναίκα οφείλει να απαρνηθεί –εκτός αν πρόκειται για την ιδιαίτερη ειρωνεία, το ιδιαίτερο βλέμμα που μόνο αυτή ρίχνει στα πράγματα –το γυναικείο στοιχείο που έχει μέσα της».
Οι άνδρες «ζουν σε ένα είδος αδιαφάνειας της ζωής, σε σημείο να μην αντιλαμβάνονται τα περισσότερα πράγματα που τους περιστοιχίζουν». Ωστόσο «το μεγάλο πνεύμα είναι ανδρόγυνο, είναι λάθος των γυναικών να επιδιώκουν μεγαλύτερη φεμινιστική συμμετοχή στον χώρο της τέχνης», γιατί «καλλιεργώντας αυτή την ιδιαιτερότητά τους, περιορίζουν την ίδια τη δύναμη των λόγων τους». Αυτό το εγωκεντρικό αλλά καθόλου ενοχλητικό σύμπαν της Μαργκερίτ Ντυράς, η προσωπική της μυθολογία δηλαδή, δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ