Της Σοφίας Φραγκουλοπούλου*
Η ανθρωπολογική έρευνα είχε σχεδόν παραμελήσει αν όχι περιφρονήσει τη μελέτη των «υλικών πραγμάτων», θεωρώντας τα «παθητικούς δείκτες» και «άψυχους δέκτες», σε αντίθεση με τα «έμψυχα», «ζωντανά» και «δρώντα» υποκείμενα. Σύμφωνα, μάλιστα, με την «οντολογία του βάθους», η οποία αναπαράγει τους βαθιά εδραιωμένους δυϊσμούς (σώμα-νους, γυναίκα-άνδρας, φύση-πολιτισμός), η ενασχόληση με τον υλικό πολιτισμό προσιδιάζει σε μια «ρηχή», «επιφανειακή» και «εφήμερη» θεώρηση του κόσμου έναντι «βαθύτερων», «πνευματικών» αξιών που θεωρούνται ότι αντέχουν στο χρόνο και άρα αξίζει να μελετηθούν. Είναι όμως έτσι; Τα αντικείμενα μπορούν να «δράσουν» ή πρόκειται για αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα; Αν μπορούν, τότε ποια είναι η δράση του υλικού κόσμου στη διαμόρφωση του εαυτού; Το ίδιο το ανθρώπινο σώμα δεν αποτελείται από ύλη; Πως παράγονται πολιτισμικά τα υποκείμενα σε σχέση με τα αντικείμενα που κατά καιρούς παράγουν ή/και καταναλώνουν; Πρόκειται για ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα που εισάγει το συλλογικό έργο «Υλικός Πολιτισμός. Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων» σε επιμέλεια της επίκουρης καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου, Ελεάνας Γιαλούρη που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2012 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Όπως εξηγεί η Ε. Γιαλούρη στο εισαγωγικό κεφάλαιο του τόμου, το ενδιαφέρον για τον υλικό πολιτισμό δεν είναι καινούργιο. Εμφανίζεται ήδη από τον 16ο και 17ο αιώνα, όταν «αξιοπερίεργα» αντικείμενα, πολλές φορές και… υποκείμενα μεταφέρονται από τις αποικίες για να (δια)κοσμήσουν τις πρώτες μουσειακές συλλογές που συγκροτούνται και τις διεθνείς εκθέσεις που διοργανώνονται από τις ελίτ στα μητροπολιτικά κέντρα, υπό την επίδραση της σκέψεως του Διαφωτισμού αρχικά και του εξελικτικισμού αργότερα. Πρόκειται για συστήματα σκέψης που δεν άφησαν ανέπαφες τις νεωτερικές κοινωνικές επιστήμες. Συμπλέοντας με το τρέχον επιστημονικό παράδειγμα και η ανθρωπολογία επιχειρεί κατ’ αρχάς να ανιχνεύσει την κοινωνική αλλαγή στη δομή αυτή τη φορά, επηρεαζόμενη από τις λειτουργιστικές και δομολειτουργιστικές προπολεμικές θεωρίες. Αλλά και μεταπολεμικά οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί ερμηνεύονται συγχρονικά, ως κλειστά συστήματα και «κώδικες» με βάση τις θεωρίες του δομισμού και της σημειωτικής προσέγγισης ή ως «σύμβολα» και τελετουργικές επιτελέσεις σύμφωνα με τη θεωρία του συμβολισμού και τις «ητικές» προσεγγίσεις. Βαθμιαία στις δεκαετίες του 1960 και 1970, υπό την επίδραση των μαρξιστικών αναγνώσεων, των ιστορικών σπουδών αλλά και της θεωρίας της υποκειμενοποίησης του Foucault, το ενδιαφέρον στρέφεται από τα γεγονότα στους φορείς της δράσης, από τη βάση στο εποικοδόμημα και από τη δομή στη δράση και στη διαδικασία. Στις δεκαετίες του 1980 και 1990 παραχωρείται το προβάδισμα στις θεωρίες του προσώπου και στις πολιτικές της ταυτότητας, υπό την επίδραση του ρεύματος της πολιτισμικής κριτικής, των φεμινιστικών και μετααποικιακών σπουδών, του κονστρουκτιβισμού και της θεωρίας της πρακτικής του Bourdieu. Πολύ πρόσφατα οι θεωρίες που δίνουν την πρωτοκαθεδρία στο σώμα και στη συναισθησία κερδίζουν έδαφος στις εθνογραφίες, σύμφωνα και με τις φαινομενολογικές προσεγγίσεις.
Παρακολουθώντας τις προαναφερθείσες θεωρητικές μετατοπίσεις ο παρών συλλογικός τόμος, αποτελεί σημαντική συνεισφορά στην τρέχουσα ανθρωπολογική (και όχι μόνο) βιβλιογραφία καθώς εξετάζει κριτικά και συγκριτικά ποικίλλα πεδία που τέμνουν εγκάρσια το φάσμα του υλικού πολιτισμού, αναζητώντας ταυτόχρονα τις ιστορικές του καταβολές και αναδεικνύοντας τις θεωρητικές του αλληλεπιδράσεις. Ο υλικός πολιτισμός δεν αφορά μόνο το «υλικό» αλλά εξίσου και το «άυλο», με αποτέλεσμα να εμπεριέχει και να εμπεριέχεται σε όλες τις εκφάνσεις μιας κουλτούρας, δηλαδή τα μουσεία, την πολιτισμική κληρονομιά, τη σύγχρονη τέχνη, τον οπτικό πολιτισμό, το τοπίο, τον «οικιακό» χώρο της εστίας, τις τεχνικές και την τεχνολογία, την κατανάλωση, το ένδυμα και την τροφή.
Τα μουσεία προσεγγίζονται από την Εσθήρ Σολομών ως «αντικείμενα», που μεταξύ άλλων, διαμεσολαβούν την εκάστοτε ιστορική αφήγηση, επιτελούν το σκοπό της μνημόνευσης και αναζητούν νέες διεξόδους, ώστε να αποτελέσουν χώρους ανοικτούς σε άτομα, ομάδες, ερμηνείες, ταυτότητες και διαφορές. Η έμφαση στη σημασία της διεκδίκησης, της ανάδειξης, και της αξιοποίησης των υλικών πολιτισμικών καταλοίπων προβληματοποιείται από τους Beverly Butler και Michael Rowlands ως πολιτική εμπέδωσης της αναγνώρισης και της συνεπαγόμενης διαφοράς, ενώ σημειώνεται και ο «θεραπευτικός» ρόλος των μνημονικών υλικών ενεργημάτων ως φορέων ανικανοποίητων παραπόνων και αισθημάτων απώλειας. Η Ελπίδα Ρίκου μας παροτρύνει να πάρουμε αποστάσεις από την εθνοκεντρική θέαση περί «αισθητικής» των έργων τέχνης, σύμφωνα με την οποία η τέχνη εμπεριέχει αφ’ εαυτής κωδικοποιημένα μηνύματα και συμβολισμούς και να στραφούμε σε μια ανθρωπολογική ανάγνωση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας ως ανθρώπινης κατηγορίας που μετέχει του πολιτισμικού μετασχηματισμού και διαμεσολαβεί τις κοινωνικές σχέσεις. Ο Κωνσταντίνος Καλαντζής εξερευνά τα όρια, τις χρήσεις και τις καταχρήσεις της σταθερής και κινούμενης εικόνας, ως τεχνικής αφήγησης, συμπληρωματικής του γραπτού λόγου, που συνδράμει στην αναπαράσταση της ανθρώπινης εμπειρίας. Η κοινωνική παραγωγή του χώρου εμπεριέχει κατά τον Cristopher Tilley «πυκνότητες ανθρώπινης εμπειρίας» σύνδεσης και συμμετοχής. Δηλαδή, τόσο ο χώρος, ο τόπος και το τοπίο, όσο και ο χρόνος επενδύονται με νοήματα και μνήμες, βιώνονται και αενάως επανα-οικειοποιούνται μέσα από ενσώματες κοινωνικές πρακτικές. Ο χώρος της οικιακής σφαίρας, κατά τον Victor Buchli, απεκδύεται των στερεοτυπικών και δαιμονοποιημένων νοημάτων του και αναγνωρίζεται ως ένα δυναμικό πεδίο «εκμάθησης του κατοικείν», το οποίο συγκροτείται εγγενώς αντιφατικά, εμπεριέχοντας την έννοια της ανεστιότητας στον πυρήνα του. Η Κλειώ Γκουγκουλή εξηγεί γιατί, πέρα από την περιγραφική απόδοση των πολιτισμικών τεχνικών και τεχνολογιών, έχει σημασία η θεωρητικοποίηση των «αλληλουχιών της τεχνικής διαδικασίας» εντός εκμαθημένων ενσώματων πρακτικών, καθώς και η διερεύνηση του τρόπου που αυτές συνδέονται, αλληλεπιδρούν με το κοινωνικό γίγνεσθαι και αναπαράγουν ή όχι τις έμφυλες σχέσεις. Ο Daniel Miller επιχειρηματολογεί υπέρ της γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση του υλικού πολιτισμού, τονίζοντας την αναγκαία συμπληρωματικότητά τους. Επιστρατεύει ποικίλα ιστορικά και εθνογραφικά παραδείγματα, προκειμένου να αναδειχθούν οι τρόποι που η κατανάλωση διαμορφώνει τους ανθρώπους συμμετέχοντας στις σύνθετες διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Η κατανάλωση του ενδύματος μελετάται από την Έλια Πετρίδου ως ένα παραμελημένο από την έρευνα, πλην όμως εξαιρετικά δυναμικό πεδίο, στο οποίο συμφύρονται η τάση για κοινωνική ένταξη και ταυτόχρονα η επιθυμία για κοινωνική διάκριση κατά τη διαδικασία συγκρότησης των κοινωνικών υποκειμένων. Μια διαδικασία που είναι ανοιχτή σε επανερμηνείες και ανατροπές μέσα από τη διαλεκτική και διαδραστική σχέση με τα υφάσματα. Τέλος, ο David Sutton εκκινώντας από τη μελέτη της παραγωγής της τροφής και των διατροφικών συνηθειών, ισχυρίζεται ότι το φαγητό μπορεί να αποτελεί πηγή και ταυτόχρονα δείκτη κοινωνικής διάκρισης, ενόσω τα αισθητηριακά βιώματα παρεμβαίνουν καταλυτικά στις κοινωνικές διαδικασίες και συμμετέχουν σε ευρύτερα αξιακά πολιτισμικά συστήματα, καθώς επενδύονται με νόημα, συναίσθημα και μνήμες.
Η συναγωγή, εν κατακλείδει, των συγκεκριμένων μελετών στον παρουσιαζόμενο τόμο προσθέτει πολύτιμες και πρωτότυπες οπτικές προσέγγισης, πρόσληψης και κατανόησης του υλικού πολιτισμού, καλύπτοντας ένα υπάρχον κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας και ανοίγοντας μια συστηματικότερη συνομιλία μεταξύ των πεδίων της πολιτισμικής και κοινωνικής ανθρωπολογίας, της αρχαιολογίας, της μουσειολογίας, της σύγχρονης τέχνης, της λαογραφίας και της αρχιτεκτονικής.
Υλικός Πολιτισμός
Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων
Επιμέλεια: Ελεάνα Γιαλούρη
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες: 431
Η κυρία Σοφία Φραγκουλοπούλου είναι αρχαιολόγος, υποψήφια Διδάκτωρ