EUGEN RUGE
Τις μέρες που λιγόστευε το φως
Μετάφραση Τέο Βότσος
Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2012,
σελ. 472, τιμή 17,50 ευρώ

Ο Οϊγκεν Ρούγκε διατρέχει τη μελαγχολία των ανθρώπων σε μια ταραγμένη εποχή και σε μια χώρα που αργοσβήνει από τον χάρτη. Στο μυθιστόρημά του Τις μέρες που λιγόστευε το φως (εκδ. Κλειδάριθμος), ο βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο 2011 γερμανός συγγραφέας εμπνέεται από τις περιπέτειες της οικογένειάς του για να μιλήσει για την εποχή της DDR, της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία σήμερα δεν υπάρχει πια. Η αφιέρωση στις πρώτες λευκές σελίδες «για σας» απευθύνεται μάλλον στους Γερμανούς που ατύχησαν να ζήσουν σε αυτή τη σοβιετοκρατούμενη χώρα και στους άλλους που έζησαν δίπλα τους χωρίς να ξέρουν ή χωρίς να θέλουν να ξέρουν.

Το μυθιστόρημα έχει τη φόρμα της οικογενειακής σάγκα –μια ιστορία τεσσάρων γενεών. Κεντρικός ήρωας είναι ο Αλεξάντερ-Σάσα. Εχει ήδη καρκίνο μη αναστρέψιμο και αυτό δίνει τη χροιά του τέλους στις σκέψεις και στις πράξεις του. Η οικογένεια αποτελείται από τη γιαγιά του Αλεξάντερ, τη Σαρλότε, μια δυναμική γυναίκα που θα τα εγκαταλείψει όλα, ακόμη και τον γάμο της, για να αφοσιωθεί στο κομμουνιστικό κόμμα.
Θα γνωρίσει τον Βίλχελμ, εργάτη απόλυτα πιστό στο κόμμα και με την παραξενιά του να ρέπει προς την κατασκοπεία. Το ζευγάρι θα καταφύγει μαζί με άλλους πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία στο Μεξικό. Εχουν δύο έφηβους γιους, τον Βέρνερ και τον Κουρτ (πατέρα του Σάσα), οι οποίοι θα καταφύγουν στη Σοβιετική Ενωση. Πέφτουν θύματα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν, ο Βέρνερ σκοτώνεται και ο Κουρτ στέλνεται σε γκουλάγκ.
Τελικά ο Κουρτ, αφού περάσει αρκετά χρόνια περιορισμένος σε μια απομακρυσμένη πόλη της Σιβηρίας, θα γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα του και μητέρα του Σάσα, την Ιρίνα. Αυτή είναι ο πιο ζωηρός χαρακτήρας: αισθάνεται σέξι, προσέχει το ντύσιμό της, έχει μάθει να επιβιώνει και στα δύσκολα. Η μητέρα της, η ρωσίδα γιαγιά Ναντιέζντα, είναι μια απλή γυναίκα που μεγάλωσε στην απόλυτη φτώχεια και αργότερα μετακομίζει στη σχετική «πολυτέλεια» της DDR για να ζήσει με την κόρη της. Τέλος, ο Μάρκους, ο γιος του Σάσα, μεγαλώνει με τη χίπισσα μητέρα του, αποξενωμένος από τον πατέρα του και απορρίπτοντας κάθε ιδεολογία εκτός από τον ηδονισμό.
Η χώρα της κατάθλιψης


Μέσα από τη μικρο-ιστορία ο συγγραφέας ανοίγει ένα παράθυρο στη μεγα-ιστορία. Ενώ δεν φαίνεται το πολιτικό ζήτημα να είναι το κίνητρο για τη συγγραφή του μυθιστορήματός του, εν τούτοις είναι αδύνατο να διηγηθεί την ιστορία των προσώπων του χωρίς να βάλει το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων: την πολιτική καταπίεση, το ιδεολογικό βάρος, την ασφυκτική περιοριστική ζωή των κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας.
Το κλίμα είναι καταθλιπτικό. Οι άνθρωποι μελαγχολικοί, καχύποπτοι, προσεκτικοί στην κοινωνική αλλά και στην προσωπική ζωή τους. Οι ήρωές του προχωρούν χωρίς να κινούνται. Ενα αόρατο βάρος τούς βυθίζει στο έδαφος. Αν εξαιρέσεις ένα-δυο κεφάλαια με ζωντάνια, η ζωή στο μυθιστόρημα του Ρούγκε κυλάει μουντά, μέσα σε ένα βαρύ κλίμα. Ακόμη και αυτοί που πιστεύουν στο σύστημα αισθάνονται εγκλωβισμένοι, νιώθουν το προσωπικό τους φως να λιγοστεύει μέρα τη μέρα.
Το χιούμορ που ενυπάρχει σε λίγα κεφάλαια απλώς λειτουργεί αντιστικτικά με το βάρος των ημερών. Οι έξι-επτά βασικοί ήρωες έχουν τη δική τους αυτόνομη πορεία, όπως και το δικό τους δίκιο. Οι τροχιές τους κάπου ακουμπάνε ή και τέμνονται αλλά στη διάρκεια της αφήγησης διατηρούν την αυτονομία τους, κάνοντάς τους έτσι πιο ενδιαφέροντες.
Η αφήγηση αρχίζει από το τέλος. Είναι η χρονιά του 2001. Το Τείχος έχει πέσει, οι Γερμανοί της πρώην Ανατολικής Γερμανίας έχουν ενσωματωθεί με πολύ κόπο, προβλήματα και ενοχές στην όλη Γερμανία. Το παρελθόν όμως παραμένει για το κάθε μέλος της οικογένειας βαρύ και ο κάθε ήρωας, από αυτούς που σήμερα ζουν, το διαχειρίζεται προσωπικά. Ο βασικός ήρωας, Αλεξάντερ-Σάσα, είναι ίσως το alter ego του συγγραφέα, ο οποίος κάποια στιγμή θα επιστρέψει στο Μεξικό, εκεί που έζησαν οι παππούδες του, αναζητώντας τις ρίζες του.
Ο πατέρας του και η μητέρα του είναι υπάκουοι στο καθεστώς αλλά όχι ευχαριστημένοι. Ο Σάσα, αντιθέτως, νιώθει ότι αυτή η καταπίεση τον καταθλίβει, του στερεί την προσωπική του ελευθερία. Ο γιος του, Μάρκους, έχει ξεφύγει: χωρίς έρμα βαδίζει σε άγνωστους δρόμους. Η ζωή όλων έχει διαλυθεί. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει τα γηρατειά, το χάσμα των γενεών, τις δύσκολες σχέσεις κράτους και πολίτη, τον έρωτα σε καθεστώς ανελευθερίας, την προσωπική ενάντια στη συλλογική πίστη.
Το έργο δομείται σε 20 κεφάλαια τα οποία δεν ακολουθούν χρονολογική σειρά. Παρ’ ότι όμως φαίνεται να είναι ατάκτως ερριμμένα μέσα στην αφήγηση, συντηρούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη χωρίς να μπερδεύουν την ιστορική συνέχεια.

«Ισως και το φως της Ευρώπης να λιγοστεύει»
Το φως που λιγοστεύει στον τίτλο του μυθιστορήματος του Οϊγκεν Ρούγκε «είναι το φως της αυταπάτης που λιγοστεύει» εξήγησε ο συγγραφέας πριν από λίγες ημέρες, όταν παρουσίασε το βιβλίο του στο Ινστιτούτο Γκαίτε. «Δεν ήθελα να καταδικάσω ή να εξυψώσω κάποιον χαρακτήρα» είπε, «περισσότερο ήθελα να δώσω σε κάθε πρόσωπο το δικό του δίκιο. Εγώ να μείνω στο περιθώριο».
Πώς βλέπει άραγε ο ίδιος, μετά τη «σοσιαλιστική» εμπειρία, τη σημερινή Ευρώπη; Νιώθει κάποια δικαίωση με την επάνοδο της DDR στην ευρωπαϊκή αγκαλιά; Δεν είναι σίγουρος, δεν ξέρει: «Ισως και το φως της Ευρώπης να λιγοστεύει» σχολιάζει. Οσο για τους ευρωπαίους πολιτικούς, θα αναρωτηθεί όπως και ένας χαρακτήρας του έργου του: «Το ερώτημα είναι αν αυτοί που απαιτούν θυσίες είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν και οι ίδιοι». Το βιβλίο διαθέτει μια εύπλαστη μετάφραση –όλοι γνωρίζουν πόσο δύσκολα μεταφράσιμη είναι η γερμανική λογοτεχνία –που κάνει ρέουσα την αφήγηση και γοητευτική την ανάπλαση των εικόνων στο μυαλό του αναγνώστη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ