ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΡΑΣΙΔΑΚΗ
Περί μελαγχολίας.
Στη θεωρία, τη λογοτεχνία, την τέχνη
Εκδόσεις Κίχλη, 2012,
σελ. 291, τιμή 20 ευρώ

Η μελαγχολία –σήμερα την ονομάζουμε κατάθλιψη –είναι η ιερή ασθένεια της λογοτεχνίας. Οι αρχαίοι (ο Ιπποκράτης και οι μαθητές του) πίστευαν ότι υπήρχαν τέσσερις χυμοί στον άνθρωπο: το αίμα που μιμείται τον αέρα και κυριαρχεί στα παιδικά χρόνια, η κίτρινη χολή που μοιάζει με τη φωτιά και δεσπόζει στην εφηβεία, η μέλαινα χολή που παραπέμπει στη γη και επικρατεί στην ωριμότητα και το φλέγμα που αντιγράφει το νερό και αντιστοιχεί στη γεροντική ηλικία.

Πηγή της μελαγχολίας σε αυτό το σχήμα είναι η μέλαινα χολή, η οποία προκαλεί μια ψυχική πάθηση πέρα από την κοινή τρέλα. Ο Πλάτων και οι διάδοχοι του Αριστοτέλη θα σπεύσουν να μιλήσουν εδώ για τη θεία μανία που καταλαμβάνει τους ποιητές και τους φιλοσόφους και, αν εξαιρέσουμε τη μεσαιωνική θεολογία, η οποία θα πολεμήσει με όλες τις δυνάμεις της την ακηδία (τη νωθρότητα της καρδίας), από την Αναγέννηση και μετά –και ενώ η θεωρία των τεσσάρων χυμών θα αρχίσει βαθμιαία να αποσύρεται –η μελαγχολία δεν θα κατέβει ποτέ από το βάθρο της: θα σφραγιστεί, αντιθέτως, με τη χάρη της δημιουργικότητας και θα ταυτιστεί με την ξεχωριστή μοίρα του καλλιτέχνη.
Τα παραδείγματα αφθονούν. Κατά τον 17ο αιώνα ο Ρόμπερτ Μπάρτον εξαίρει τη μελαγχολία επειδή κατορθώνει από τη μια να υποφέρει από τις χαρές της και από την άλλη να απολαμβάνει τη λύπη της. Πρόκειται για μια αμφιθυμία που θα γοητεύσει και τον Φρόιντ, ο οποίος θα σκεφθεί τον μελαγχολικό ως διπλή προσωπικότητα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε και τον γνωστικισμό όπου ο μελαγχολικός διχάζεται ανάμεσα στην αποστροφή του για τον κόσμο και στον πόθο του να λυτρωθεί από τα δεσμά του μέσω του πνεύματος.
Χέρι-χέρι με την Ιστορία


Με τη διεξοδική μελέτη της Περί μελαγχολίας η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη ανατρέχει στην ιστορία της ασθένειας όχι για να εξιστορήσει την ψυχιατρική εξέλιξή της αλλά για να παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται τα συμπτώματά της σε ποικίλα κείμενα της ευρωπαϊκής και της νεοελληνικής γραμματείας. Μένοντας στην παράδοση που θέλει τη μελαγχολία σε μόνιμη αντιπαράθεση με μια ως εξ ορισμού αρνητική πραγματικότητα –από την οποία απουσιάζει η οποιαδήποτε ανορθωτική αξία –η Ρασιδάκη ανιχνεύει τη σύγκρουση του μελαγχολικού με τον περίγυρό του σε λογοτεχνικά έργα που ξεκινούν από την εποχή του Τριακονταετούς Πολέμου και φθάνουν ως τις ημέρες μας.
Στην εποχή του μπαρόκ ο Αντρέας Γκρίφιους θα επικαλεστεί τη ματαιότητα με την πεποίθηση ότι αποστολή του ποιητή είναι να επισημάνει με τον καυστικό λόγο του τη φθορά, την έκπτωση και τον παροδικό χαρακτήρα των πραγμάτων. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα ο Γκότφριντ Μπεν και η Αννα Σέγκερς θα σκηνοθετήσουν τον θάνατο σε εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της καθημερινότητας για να υποδείξουν την εκκωφαντική απουσία της ζωής από μια κοινωνία η οποία, τραυματισμένη ανεπανόρθωτα από την ανωνυμία και την ομοιομορφία, έχει βυθιστεί στο πένθος και στη σιωπή.
Κατά τη δεκαετία του 1960 ο Χάινριχ Μπελ θα αποκαλύψει μέσω της θλιμμένης μάσκας ενός κλόουν την υποκρισία και την απατηλή αισιοδοξία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Τριάντα χρόνια αργότερα ο Φρίντριχ Κρίστιαν Ντέλιους θα χλευάσει με έναν ακατάσχετο μελαγχολικό μονόλογο την ευφορία για την ένωση των δύο Γερμανιών καταγγέλλοντας τον διαχρονικό χαρακτήρα της ταξικής ανισότητας. Λίγο νωρίτερα (στα μέσα της δεκαετίας του 1970) ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες θα επινοήσει έναν μοναχικό και εσωτερικά καταπτοημένο ήρωα για να απομυθοποιήσει την εικόνα παντοδυναμίας με την οποία εμφανίζεται και λειτουργεί κάθε δικτατορική εξουσία.
Βιζυηνός και Καρνέζης


Περνώντας στην ελληνική λογοτεχνία, η Ρασιδάκη μελετά το διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» (1884) του Γεωργίου Βιζυηνού για να αναδείξει το μένος με το οποίο εναντιώνεται ο καταθλιπτικός πρωταγωνιστής του στο καταστροφικό φυσικό περιβάλλον που επιφυλάσσει η ψυχιατρική για τους ασθενείς της –ο Βιζυηνός έχει αντλήσει το πρότυπό του από τον πάπα του γερμανικού ρομαντισμού Ε. Τ. Α. Hoffman.
Η μελαγχολία όμως θα γίνει όργανο ανατροπής και στα χέρια ενός σύγχρονου έλληνα συγγραφέα, του Πάνου Καρνέζη, ο οποίος με τον χτυπημένο βαριά από τη μοναξιά ήρωα του Λαβύρινθου (2001) θα αμφισβητήσει τα στερεότυπα της λογοτεχνίας της Μικρασιατικής Καταστροφής απομακρύνοντας από τη μυθιστορηματική του αφήγηση οποιαδήποτε διάσταση εθνικού δράματος.
Το Περί μελαγχολίας προδίδει όχι μόνο εξαιρετική γνώση των πηγών αλλά και ισχυρή αναλυτική και συγκριτική ικανότητα. Ελέγχοντας πλήρως ένα υλικό που εξαπλώνεται σε πολλούς αιώνες, η Ρασιδάκη διαθέτει και ένα άλλο σημαντικό προσόν: γράφει παραστατικά και με μεγάλη ζωντάνια, ευθύς εξαρχής απαλλαγμένη από το ύφος του επιστημονισμού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ