ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΧΙΤΣΕΝΣ
Πριν το τέλος
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013,
σελ. 138, τιμή 9,90 ευρώ

Πώς νιώθει ένας δημόσιος άνδρας γεμάτος δύναμη, λεπτό πνεύμα, σαγηνευτικός, ταραξίας, άθεος, μαχητικός, αγαπητός στον κόσμο, όταν μαθαίνει ότι θα πεθάνει από έναν επιθετικό καρκίνο του οισοφάγου; Ο συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς δίνει το δικό του παράδειγμα με χιούμορ, οξύνοια, δηκτικά σχόλια, αυτοσαρκασμό. Σε ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο (Πριν το τέλος, εκδόσεις Μεταίχμιο) που έγραψε λίγο προτού πεθάνει διατρανώνει τη θέλησή του να πεθάνει όπως έζησε: ως καθ’ έξιν αμφισβητίας.


«Δύο περιουσιακά στοιχεία είχα στη ζωή μου, την πένα μου και τη φωνή μου –και ήταν ανάγκη να εμφανιστεί στον οισοφάγο;»
γράφει ο Κρίστοφερ Χίτσενς αναστοχαζόμενος την αρρώστια του, καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Οση ειρωνεία κρύβει η σκέψη του, άλλη τόση του δωρίζει η πραγματικότητα. Σκέφτεται ότι δεν θα έχει τη χαρά να γράψει τη νεκρολογία «καθαρμάτων όπως ο Χένρι Κίσινγκερ» και η ζωή τού ανταποδίδει την ειρωνεία: λίγο νωρίτερα είχε συμπληρώσει ένα εκατομμύρια μίλια ταξιδεύοντας με τη United Airlines και θα χάσει τις δωρεάν πτήσεις για το υπόλοιπο της ζωής του…
Η αφήγηση της σύντομης ζωής του με τον καρκίνο –«τον Μέγα Κ» κατά τον Απντάικ –ξεκινάει με το ερώτημα αν μπορεί να τον νικήσει. Θα καταλήξει ότι η ερώτηση δεν έχει καμία αξία. Αν και αγωνιστής ο ίδιος σε όλη του τη ζωή, καθισμένος τώρα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, την ώρα που ένα μπουκάλι δηλητήριο στάζει στις φλέβες του και δίπλα του υπάρχουν κάποιοι ακόμη «φιναλίστ», αισθάνεται ότι λιώνει από ανημποριά. «Δεν πολεμάω τον καρκίνο, εκείνος με πολεμάει» θα πει.
Ο Θεός και ο Νίτσε


Ο Χίτσενς σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του έδωσε μια προσωπική μάχη εναντίον όσων πίστευαν στον Θεό και τώρα αυτοί προσπαθούν να τον εκδικηθούν: «Η προσβολή του Χίτσενς από ανίατο καρκίνο του λάρυγγα ήταν η εκδίκηση του Θεού επειδή χρησιμοποιούσε τη φωνή του για να τον βλασφημήσει». Αλλοι στοιχημάτιζαν ότι θα αποκήρυσσε την αθεΐα του πριν από κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ οι θρησκευόμενοι φίλοι του τον καλούσαν να προσευχηθεί. Ο Χίτσενς απαντούσε σε όλα αυτά με τη χιουμοριστική ρήση του Αμπρόουζ Μπιρς: «Η προσευχή είναι ένα αίτημα αναστολής των νόμων της φύσης για λογαριασμό ενός, κατ’ ιδίαν ομολογίαν, ανάξιου αιτούντος».
Στην αρχή της διάγνωσης της αρρώστιας του εξακολουθεί να δίνει διαλέξεις και να κάνει περιοδείες για να υποστηρίξει το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Χιτς 22. Δεν έχει κρύψει ότι έχει καρκίνο, αλλά οι εκδηλώσεις των θαυμαστών του τον αναγκάζουν να σκεφτεί ότι ίσως χρειάζεται να γραφτεί ένα σύντομο εγχειρίδιο καρκινικής εθιμοτυπίας. Θα ήταν χρήσιμο, όπως λέει, στους πάσχοντες αλλά και σε όσους τους συμπονούν.
Οσο αποφασισμένος και αν είναι, δύσκολο να μη στενοχωρηθεί όταν κάποιος φίλος του λέει: «Την Παρασκευή θα κατέβω στην πόλη σου. Θα είσαι εκεί;». Σκέφτεται να γίνει ωμός για να βγάζει ο ίδιος τους συμπονούντες από το αδιέξοδο λέγοντάς τους: «Είμαι στο τέταρτο στάδιο καρκίνου και η ουσία του είναι ότι δεν υπάρχει πέμπτο στάδιο». Μερικές φορές αυτοί τον ξεπερνούν σε ωμότητα («φοβάσαι ότι δεν θα ξαναδείς την Αγγλία;») και αυτό τον στενοχωρεί. Θέλει να έχει ο ίδιος την τελευταία λέξη.
Η φθορά του σώματός του γίνεται αφορμή για να σχολιάσει το πόσο άστοχο ήταν αυτό που έγραφε ο Νίτσε («ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό»), μια φράση που αναπαράγουν πολλοί στις μέρες μας. Διαπιστώνει ότι η αρρώστια του προς το παρόν δεν τον σκοτώνει, αλλά δεν τον κάνει πιο δυνατό: τον κάνει πιο αδύναμο. Και το λέει ο Χίτσενς, ένας ισχυρός χαρακτήρας, που κάποτε δοκίμασε εθελοντικά τη διαδικασία του «εικονικού πνιγμού» για να περιγράψει από πρώτο χέρι στους αναγνώστες του στο «Vanity Fair» αν πρόκειται για «εξαντλητική ανάκριση», όπως ισχυριζόταν η CIA, ή για καθαρό βασανιστήριο –και να διαπιστώσει ότι «αυτό που συμβαίνει είναι ότι αργά αλλά αναπόδραστα πνίγεσαι».
Οι σελίδες του μικρού αυτού πονήματος με το λαμπερό πνεύμα και το χολερικό χιούμορ αποκτούν μια φαιά χροιά όταν ο Χίτσενς μπαίνει πια στην περίοδο όπου το σώμα του παύει να είναι αυτό που ήταν και από φίλος γίνεται εχθρός. Απώλεια βάρους, αδυναμία πρόσληψης κανονικής τροφής, ναυτίες που σαρώνουν τα σωθικά, ενέσεις που δεν βρίσκουν πια φλέβες, ακατάσχετη ροή υγρών. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί την υλιστική αρχή: «Δεν έχω σώμα, είμαι σώμα».
Ρήτορας χωρίς φωνή


Οδυνηρότερο όλων, η σταδιακή απώλεια της φωνής του. Αυτός, ένας δεινός ρήτορας, ένας διανοούμενους που πρωταγωνιστούσε σε μάχες ρητορικής στα αμφιθέατρα, που αγαπούσε να κάνει προπόσεις, να μιλάει ατελείωτες ώρες με τους καλεσμένους στο σαλόνι του, ακόμη και στο κρεβάτι του νοσοκομείου, έχοντας γύρω του οικείους, νοσοκόμες και γιατρούς. Αυτός που προέτρεπε τους μαθητές του στα μαθήματα δημιουργικής γραφής «να γράφουν όπως μιλούν» νιώθει ότι χάνει μαζί με τη φωνή του τα πάντα.
Αναθυμάται με θλίψη τον Οντεν («Ολο που έχω είναι μια φωνή») και σχολιάζει πόσο αιθεροβάμων είναι ο Καλλίμαχος στην Παλατινή Ανθολογία όταν λέει: «Ομως αυτά τα αηδόνια ακόμη ζουν, αυτά στο χέρι δεν θα βάλει ο άρπαγας των πάντων Αδης». Παρ’ όλα αυτά ο Χίτσενς «μετέτρεψε τη νοσηλεία του σε πάρτι» θα γράψει στον επίλογο του βιβλίου η γυναίκα του Κάρολ Μπλου: «Μεταμορφώνοντας το αποστειρωμένο, παγερό, φωτισμένο με νέον θάλαμο, που αδιάκοπα βόμβιζε, σε σπουδαστήριο και σαλόνι, ζούσε πεθαίνοντας».

Κάτι σαν χάπενινγκ
Ο Κρίστοφερ Χίτσενς πέθανε στο Χιούστον του Τέξας στις 15 Δεκεμβρίου του 2011 σε ηλικία 62 ετών, έπειτα από μια σοβαρή επιπλοκή με την υγεία του, είχε πνευμονία που επιδείνωσε την κατάστασή του, όντας προσβεβλημένος από καρκίνο του οισοφάγου. Τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του συγγραφείς Μάρτιν Εϊμις, Τομ Στόπαρντ, Σαλμάν Ρούσντι, Ιαν Μακ Γιούαν, καθώς και δημοσιογράφοι, φίλοι και συγγενείς, με ένα γεύμα που κράτησε ως μετά τα μεσάνυχτα, συζητώντας, καπνίζοντας και πίνοντας σαν να ήταν και ο ίδιος παρών. Ο φίλος του, διευθυντής του «Vanity Fair», Γκρέιτον Κάρτερ σχολιάζει στον πρόλογο του βιβλίου: «Ηταν κάτι σαν χάπενινγκ από τη δεκαετία του ’60».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ