Λονδίνο, 1854. Ο Χένρι Μπράντλινγκ είναι ένας εύπορος και απελπισμένος γονιός. Εχασε την Αλις (την πρωτότοκη κόρη του) από φυματίωση και η Ερμιόνη (η απαρηγόρητη σύζυγός του) ετοιμάζεται να του ρίξει το μεγάλο ανάθεμα καθώς ο Πέρσι (ο μικρότερος γιος) αντιμετωπίζει το ζοφερό ενδεχόμενο του ίδιου ακριβώς τέλους. Οι θεραπείες της εποχής δεν επαρκούν. Καταφθάνει όμως απροσδόκητα μια πάπια –όχι, δεν είναι αναγκαστικά πραγματική –και αναπτερώνει τις ελπίδες του φοβισμένου μα και πεισματικά αισιόδοξου πατέρα.
Οταν ο μικρούλης παρατηρεί σε μια περιοδική έκδοση τα (δημοσιευμένα ήδη έναν αιώνα πριν) σχέδια της δαιμόνιας Νήσσας του Ζακ ντε Βοκανσόν («μια άψυχη κατασκευή με ευφυΐα που θα μπορούσε να τινάζει τις φτερούγες της, να πίνει νερό, να χωνεύει τους σπόρους και να αφοδεύει»), εντυπωσιάζεται και αναθαρρεύει –για φαντάσου!
Ο πατέρας, βλέποντας τα μάγουλα του παιδιού να κοκκινίζουν και πάλι από υγεία, τα μάτια του να σπινθηρίζουν από μια ξαφνική ζωτικότητα, να υφίσταται δηλαδή το σπλάχνο του αυτό που ο δρ Νάιπ προσδιόριζε ως μια περίεργη «μαγνητική κινητοποίηση», αποφασίζει να δώσει μορφή στην καλλιτεχνική έμπνευση του ομώνυμου γάλλου εφευρέτη που υπήρξε ο καινοτόμος κατασκευαστής των πρώτων «αυτομάτων» στην Ιστορία: πιστεύει ότι με αυτόν τον τρόπο, με αυτή τη ρεπλίκα εκτάκτου ανάγκης, θα σώσει τον γιο του.
Καταφεύγει, λοιπόν, αφήνοντας υπόσχεση δεσμευτική και μη σκεπτόμενος το κόστος, στην ευρύτερη περιοχή του Σβάρτσβαλντ (είναι ο Μέλας Δρυμός και όχι το Μέλαν Ορος, όπως αποδόθηκε ατυχώς στα ελληνικά) νοτίως της Καρλσρούης, της επονομαζόμενης και «πόλης του τροχού», προκειμένου να επιθεωρήσει εκ του σύνεγγυς τη δημιουργία αυτής της παρηγορητικής πάπιας, αυτού του ρομποτικού γιατρικού, από τους εκεί φημισμένους γερμανούς τεχνίτες και μαστόρους.
Το έμψυχο και το ζωντανό


Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Πίτερ Κάρεϊ με τον ποιητικότατο τίτλο Η χημεία των δακρύων, αυτό «το θαύμα», αυτή η κουρδιστή μηχανή που συντίθεται από τον λεπτοδουλεμένο συνδυασμό εκατοντάδων διαφορετικών κομματιών, θα καταπλήξει «ανθρώπους απολύτως στερούμενους συναισθημάτων» ενάμιση αιώνα αργότερα (στο Λονδίνο του 2010) ως έκθεμα περίβλεπτο, ως ένας Κύκνος (τελικώς) σπάνιας ομορφιάς, καμωμένος από γυάλινες ράβδους, ασημένια φυλλώματα και έναν αρθρωτό, σαγηνευτικά λικνιζόμενο λαιμό.
Πώς καταλήγουμε όμως από τον 19ο αιώνα και ένα σκηνικό βγαλμένο από τα παραμύθια των Αδελφών Γκριμ σε μια ιστορία ερωτικής απώλειας στον 21ο αιώνα, ζωγραφισμένη από την αφηρημένη χρωματική παλέτα ενός Μαρκ Ρόθκο φέρ’ ειπείν; Στη λογοτεχνία του πλέον επιφανούς αυστραλού συγγραφέα στον αγγλόφωνο κόσμο (τουλάχιστον) τέτοια πράγματα συναντούμε συνήθως: ελκυστικούς γρίφους και παραγωγικές αδικίες.
Η Κάθριν Γκέριγκ, συντηρήτρια ωρολογοποιίας στο (φανταστικό) Μουσείο Σουίνμπερν, ενός «από τα πιο ερμητικά θησαυροφυλάκια» στο κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας, αναλαμβάνει μια εξαιρετικά σύνθετη και ντελικάτη εργασία σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής της. Ο επί δεκατρία έτη κρυφός εραστής της, ο επικεφαλής έφορος του Νομισματικού Μουσείου και συνάδελφός της Μάθιου Τίνταλ, προδίδεται από την καρδιά του και πεθαίνει –είχε τις χάρες όλες, ήταν ένας παντρεμένος νοικοκύρης και είχε δύο γιους.
Ο παράνομος πλην όμως τακτοποιημένος κόσμος της ηρωίδας γκρεμίζεται, κατά πώς επιτάσσει ένας τέτοιος συγκλονισμός, και απομένει η ίδια σοκαρισμένη να τον θρηνεί σβήνοντας τελετουργικά από τον υπολογιστή της τα τρυφερά ηλεκτρονικά μηνύματα που αντήλλασσαν – «σου φιλώ τα δάκτυλα των ποδιών σου» και άλλα τινά που κανείς βεβαίως δεν πρέπει να δει. Το έργο τής το ανέθεσε ο φίλος και επικεφαλής έφορος Ωρολογοποιίας του μουσείου Ερικ Κροφτ θεωρώντας ότι αυτού του είδους η εργασιοθεραπεία από τη μια θα απάλυνε κάπως τη θλίψη της και από την άλλη θα αύξανε κάπως τα έσοδα ενός πολιτιστικού οργανισμού που έχει πέσει θύμα των χρηματοδοτικών περικοπών της κυβέρνησης των Τόρις.
Επιπλέον τοποθετεί δίπλα της ως βοηθό την ταλαντούχα Αμάντα Σνάιντ, μια φοιτητριούλα της Σχολής Καλών Τεχνών που φλερτάρει εντονότατα με τον επιστημονικό αποκρυφισμό και αγανακτεί με την τεράστια πετρελαιοκηλίδα που ξέρασε η εταιρεία ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού. Κοντολογίς, η με αλκοόλ πενθούσα Κάθριν αναλαμβάνει να αποκαταστήσει και να αναδημιουργήσει στο σύγχρονο εργαστήριό της το απαράμιλλης κομψότητας μηχανικό πτηνό που βρίσκεται τεμαχισμένο (και προσεκτικά διασπαρμένο) σε κουτιά τσαγιού.
Μόλις όμως συνειδητοποιεί ότι ανάμεσα στα μέλη του «αυτομάτου» που πρέπει να συναρθρωθούν υπάρχουν και τα τετράδια του Χένρι Μπράντλινγκ από το περιπετειώδες ταξίδι του στο Φουρτβάνγκεν, έναν τόπο μαζικής παραγωγής ρολογιών κούκων, παθιάζεται τόσο πολύ που τα χώνει στην τσάντα της και τα παίρνει μαζί της στο σπίτι.
Αυτό που κατά τα φαινόμενα ενώνει τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές, με το άφατο νήμα μιας εγγενούς στο ανθρώπινο πεπρωμένο θλίψης, είναι εκείνη η σύγχυση «για το τι είναι έμψυχο και τι ζωντανό».
Ο 70χρονος Πίτερ Κάρεϊ, τιμημένος δύο φορές με το Βραβείο Μπούκερ –οι συμπατριώτες του τον έκαναν και γραμματόσημο για να τον τιμήσουν -, επιστρέφει με μια ιστορία χαοτικής αμφισημίας για τα συναισθήματα που εξακολουθούν (ευτυχώς) να μας ορίζουν σε έναν κόσμο προγραμματικό, τα λάδια, θα λέγαμε, της ανθρώπινης μηχανικής.
Φόρος τιμής σε δύο «γενάρχες»
Ο Πίτερ Κάρεϊ, ένας ανεπιτήδευτος λογοτέχνης υπόγειας δύναμης και ακονισμένης φαντασίας, επιστρατεύει δύο διασκεδαστικούς και εναλλασσόμενους αφηγητές: την υπερβάλλουσα και εύθραυστη Κάθριν (σε τέτοιον βαθμό μάλιστα ώστε να μοιάζει με καρικατούρα μιας σπιρτόζικης κομεντί) και την αριστοκρατική, συμπαθέστατη υπεροψία του θιγμένου πάτρωνα Χένρι (ανήκει στην οικογένεια που «τρέχει» τη Σιδηροδρομική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας), ο οποίος καταλήγει εγκλωβισμένος στα ριζοσπαστικά επιστημοτεχνικά οράματα του μεγαλόσωμου «εκκεντρικού τραμπούκου» Χάινριχ Σάμπερ. Ο τελευταίος δεν δίστασε κάποτε να φτιάξει, μεταξύ άλλων πολλών, ένα 50 πόντων ομοίωμα του Ιησού Χριστού με τον μανδύα του να ανοίγει διάπλατα και (καθώς όλοι περιμένουν την προγραμματισμένη ευλογία) να αποκαλύπτει μια μεγάλη κόκκινη καρδιά που παράγει μικρές αναθυμιάσεις. Αυτός ο απατεώνας αλλά πρώτης τάξεως τεχνίτης έβαλε σκοπό της ζωής του να κατασκευάσει έναν προσομοιωτή ανθρώπινου γέλιου για να παρηγορήσει τον σπουδαίο μέντορά του, τον σερ Αλμπερτ Κρούκσανκ, ο οποίος, εξαιτίας μιας οικογενειακής τραγωδίας, επεχείρησε να εξοβελίσει το ανθρώπινο σφάλμα από το φάσμα του επιστητού επιδιώκοντας να ανακαλύψει μια ατμοκίνητη μηχανή που θα παρήγε αλάθητους ναυτικούς χάρτες με πράξεις μαθηματικής ακρίβειας. Εκείνος δεν είναι άλλος, όπως διαπιστώνουμε στις ευχαριστίες του συγγραφέα, από τον Τσαρλς Μπάμπατζ (1791-1871), που θεωρείται ο «γενάρχης» των σύγχρονων υπολογιστών, ενώ ο μικρός Καρλ, ένα φιλοπερίεργο τζιμάνι με θαυματουργά δάχτυλα, δεν είναι άλλος από τον γερμανό μηχανικό Καρλ Μπεντς (1844-1922), δημιουργό του πρώτου αυτοκίνητου οχήματος με κινητήρα εσωτερικής καύσεως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ