Τα Παιχνίδια πολέμου, έργο εξομολογητικό, έρχεται να εμπλουτίσει την πολύ σημαντική σειρά των εκδόσεων της Εστίας «Μαρτυρίες – βιογραφίες». Η συγγραφέας, ομότιμη καθηγήτρια σήμερα του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι γνωστή από το επιστημονικό έργο της στις επιστήμες της εκπαίδευσης και από τη δράση της σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η UNESCO. Αλλά για πρώτη φορά καταφεύγει σε τόνο προσωπικό για να αφηγηθεί τα βιώματά της από την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Η αφετηρία συγγραφής χρονολογείται από το 2006, όταν γράφει ένα κείμενο για τα νεανικά αναγνώσματα που τη σημάδεψαν. Η συγγραφέας μπορεί τότε πια με αυτή την αφορμή να βγει από τη διετή συγγραφική σιωπή στην οποία είχε κλειστεί μετά τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της, του ιστορικού Φίλιππου Ηλιού. Τότε συμβαίνει ένα μικρό θαύμα: «Μου φαίνεται σαν ένα άλλο παιδί, ένα κοριτσάκι, να με τραβάει τώρα από το χέρι». Το κοριτσάκι την κάνει να επιστρέψει στα γενέθλια των επτά χρόνων της, που συμπίπτουν με την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Από εκεί και ύστερα το κουβάρι των αναμνήσεων ξετυλίγεται.
Οι καθοριστικές φιγούρες κάνουν αμέσως την εμφάνισή τους: ο μπαμπάς, η μαμά, ο ξάδερφος ο Νάσος –«πάντα συμφωνούσα με τον Νάσο», επειδή ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος και κυρίως επειδή ήταν αγόρι. Το φύλο προσδιορίζει όλη την αφήγηση, με τον τρόπο που προσδιόριζε τότε και όλη τη ζωή του παιδιού, κοριτσιού, μελλοντικής γυναίκας. Το συναρπαστικό αυτό αφήγημα είναι και ένα αφήγημα μαθητείας, που ξεκινά από τα πρώτα παιδικά χρόνια και ολοκληρώνεται γύρω στα 20 της χρόνια, όταν φοιτήτρια της Φιλοσοφικής πια, θα αποκτήσει επιτέλους, ως άλλη Βιρτζίνια Γουλφ, αυτό που ονειρευόταν, «ένα δικό της δωμάτιο», με όλα όσα αυτό σημαίνει.
Μοναδική συνένοχος στα σκληρά χρόνια η Αννα, το άλλο κορίτσι του σπιτιού, η ψυχοκόρη. Και αργότερα οι πρώτες φίλες, τις οποίες θα αγαπήσει με πάθος, προτού ερωτευθεί τον νεαρό Φίλιππο. Και βέβαια η αγάπη μιας ζωής για τα βιβλία: «Διάβαζα σταυροπόδι (το καλύτερό μου: στα βαθιά εσωτερικά περβάζια των παραθύρων στον Πύργο), στο κρεβάτι, στο πάτωμα, με τα πόδια ψηλά στον τοίχο, αλλά κυρίως μπρούμυτα, χανόμουν, δεν άκουγα με τίποτα, φώναζε έξαλλη η μάνα μου».
Οταν η Αντίσταση μπήκε στο σπίτι
Ο θάνατος του πατέρα (αξιωματικού στον ελληνικό Στρατό) τον Νοέμβριο του ’43 αποτελεί καθοριστική τομή για την οικογένεια: μια μικρή παράγραφος αναφέρεται μόνο σε αυτόν, που ανακαλεί τον θυμό της δεκάχρονης για τον θρήνο και τον οδυρμό και τη δική της πεισματική αίσθηση ότι ο πατέρας της ζει. Αμέσως μετά εισβάλλουν η Αντίσταση και ο Εμφύλιος.
Ο θείος Τιμολέων είναι στην ηλικία των 30 στο ξέσπασμα του πολέμου και έχει στρατευτεί στο ΕΑΜ. Ετσι η Αντίσταση μπαίνει στο σπίτι και γίνεται αντιληπτή από το παιδί, που ωριμάζει με ταχείς ρυθμούς. Από το κτήμα του παππού έξω από τον Πύργο, παιδικό παράδεισο αλλά και εμβληματικό τόπο στη ζωή της Μαρίας, περνά κόσμος που θέλει να βγει στο βουνό ή αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο Τιμολιός αναγκάζεται να φύγει για το βουνό όταν οι ταγματασφαλίτες κάνουν την εμφάνισή τους στον Πύργο και λεηλατούν συστηματικά τη σοδειά του κτήματος.
Η εμπειρία όμως θα γίνει πραγματικά εξ επαφής, όταν το παιδί θα ζήσει τις οδομαχίες μέσα στον Πύργο στις μάχες της απελευθέρωσης. Σε έκθεσή της είχε γράψει: «[…]ξυπνήσαμε από τις τουφεκιές, στρώσαμε κουβέρτες στο πάτωμα και ξαπλώσαμε μήπως περάσει καμιά σφαίρα από το παράθυρο. Ακουγα τις σφαίρες που έπεφταν και φοβόμουνα. Δεν κράτησε όμως πολύ. Σε λίγο είδαμε τους αντάρτες μας να κυκλοφορούν στη γειτονιά μας».
Οι αντάρτες είναι αγαπημένα πρόσωπα για το παιδί, τους σκέφτεται με τρυφερότητα και σε μια δυνατή βροχή αναρωτιέται: «Να ‘χουν άραγε οι αντάρτες μας ομπρέλες;». Τη γεύση όμως τού τι ακριβώς είναι ο εμφύλιος το παιδί την έζησε όταν ένα ελασίτικο απόσπασμα απήγαγε τον άλλο θείο, τον τρομερό Δεκέμβρη του ’44, και βρέθηκε δολοφονημένος στο Περιστέρι. Γράφει: «Για μένα το δίκιο ήταν με το μέρος των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ έτρεμε το φυλλοκάρδι μου για την τύχη του θείου Αντώνη και του ξαδέρφου μου του Αντρέα, που, αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού, πολεμούσαν κι οι δυο στο Γράμμο και στο Βίτσι». Και η κατακλείδα: «Εμφύλιος πόλεμος είναι να έχεις στην οικογένειά σου θύματα και από τις δύο πλευρές».

Η μητέρα και ο δρόμος προς τη χειραφέτηση
Η φιγούρα της μητέρας κυριαρχεί σε ολόκληρο το έργο. Στα χρόνια της Κατοχής στον Πύργο χρειάζεται να αντιμετωπίσει μόνη της τους ταγματασφαλίτες για να διεκδικήσει το να μη λεηλατούν πια τη σοδειά της: «Τότε η Πιπίνα […] πήρε την κόρη της και μαυροφορεμένες κι οι δυο, απ’ την πλερέζα της μητέρας μέχρι τα σοσόνια της μικρής, με το φυλλοκάρδι τους να τρέμει, πήγαν στο άντρο του Τάγματος να δουν τον ίδιο τον Διοικητή» – ο στόχος θα επιτευχθεί, η επιβίωση θα εξασφαλιστεί.

Αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η ζωή είναι ιδιαίτερα σκληρή. Πού χώρος για τρυφερότητα, για κατανόηση, για ανοχή προς τη μικρή; Αμέτρητες φορές η Μαρία θα νιώσει το βαρύ χέρι της μάνας να τη χτυπά και θα πρέπει να τραβά το φουστανάκι της για να κρύβει τα σημάδια. Ωσπου, στην εφηβεία, γίνεται η πρώτη αληθινή επανάσταση: η δεκαπεντάχρονη Μαρία θα παρακούσει συνειδητά τη μητέρα της γιατί το διακύβευμα είναι γι’ αυτήν πολύ σημαντικό. Ο δρόμος προς τη χειραφέτηση θα είναι μακρύς, αλλά έχει πια ανοίξει.

Τώρα πια, που όσοι ήσαν νέοι στη δεκαετία του ‘40 και πήραν ενεργό μέρος στα πράγματα φεύγουν από τη ζωή, τη θέση τους παίρνουν στις μαρτυρίες και αφηγήσεις οι νεότεροι. Αυτοί που ήσαν πολύ μικροί για να έχουν ρόλο στα τεκταινόμενα, αλλά που η ζωή τους ως παιδιών και εφήβων σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την εποχή με την οποία διασταυρώθηκε. Ενας λόγος αλλιώτικος από τον ανδρικό λόγο της δράσης αποδεσμεύεται σε αυτές τις μαρτυρίες. Ενας λόγος που στέκεται περισσότερο στον ηρωισμό της καθημερινότητας, που αφορούσε κατ’ εξοχήν τις γυναίκες. Και την πιο εύθραυστη και σιωπηλή κατηγορία: τα παιδιά. Και αυτός ο λόγος εμπλουτίζει ουσιαστικά την εικόνα μας για την εποχή αυτή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ