Το πλέον αδιερεύνητο, ίσως, είδος της έντεχνης ελληνικής μουσικής, τη μουσική δωματίου, επιχειρεί να φωτίσει το βιβλίο του Γιάννη Μπελώνη, έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής. Το συγκεκριμένο πεδίο απασχολεί ερευνητικά τον συγγραφέα περισσότερο από μία δεκαετία. Εν προκειμένω εστιάζει στο α’ μισό του 20ού αιώνα και διά μέσου της χρήσης πολλών και αναξιοποίητων, ως σήμερα, πληροφοριών (περιοδικός και ημερήσιος Τύπος, χειρόγραφα ελλήνων συνθετών, προγράμματα συναυλιών κ.ά.) συνεισφέρει ουσιαστικά στη σταδιακή αποσαφήνιση άγνωστων πτυχών της εγχώριας μουσικής ζωής.
Καθώς εξετάζει το αντικείμενο στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων στην Ελλάδα, ο συγγραφέας καταλήγει στη διαπίστωση ότι οι κρατούσες συνθήκες στη χώρα δεν ευνόησαν τη δημιουργία έργων μουσικής δωματίου. Οι ιδιαιτερότητες της κατάστασης, το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η δομή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, απ’ όπου έλειπαν οι προϋποθέσεις για τη διάρθρωση μιας αστικής τάξης αντίστοιχης με εκείνη των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών, στάθηκε ένας από τους ανασταλτικούς παράγοντες για τη γενικότερη διάδοση της κλασικής μουσικής στη χώρα μας.
Και οι ίδιες οι μουσικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν όμως δεν ευνόησαν τη μουσική δωματίου: η απουσία, εν πολλοίς, οργανωμένης μουσικής εκπαίδευσης, κυρίως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η έλλειψη μουσικής παράδοσης τέτοιας μορφής (Hausmusik), η κατά κανόνα εφήμερη σύσταση συνόλων μουσικής δωματίου και η «αδυναμία» τους να υποστηρίξουν τα έργα των συμπατριωτών τους, η απροθυμία του φιλόμουσου κοινού να συμμετάσχει σε ανάλογες εκδηλώσεις και η αδυναμία των ελλήνων συνθετών να εντείνουν τη μουσική τους δραστηριότητα στη δημιουργία τέτοιων έργων αναφέρονται χαρακτηριστικά.

«Ετσι παρατηρείται το παράδοξο, εκ πρώτης όψεως, της δραστηριοποίησης των ελλήνων συνθετών σε άλλα μουσικά είδη και δη στη συμφωνική μουσική και στις όπερες»,
γράφει ο Γιάννης Μπελώνης στην εισαγωγή της μελέτης, «τη στιγμή που ως το 1938 στη χώρα υπήρχε και δραστηριοποιούνταν ουσιαστικά μία και μόνο συμφωνική ορχήστρα, ενώ και το κόστος εκτύπωσης τέτοιων έργων ήταν απαγορευτικό, τη στιγμή που για την ερμηνεία ενός έργου μουσικής δωματίου αρκούσε η –πολύ ευκολότερη ομολογουμένως –σύμπραξη ενός μικρού αριθμού εκτελεστών, ενώ παράλληλα η έκδοσή τους ήταν πολύ πιο εύκολη και λιγότερο δαπανηρή».
Παρ’ όλα αυτά η μελέτη περιλαμβάνει λεπτομερή αναφορά στα έργα μουσικής δωματίου που γράφτηκαν ως το 1950. Αφετηρία είναι οι συνθέτες των Επτανήσων, οι οποίοι όμως πολύ λίγο ασχολήθηκαν με το είδος, προτιμώντας κυρίως την όπερα βάσει των πολιτιστικών προτύπων της γειτονικής Ιταλίας. Συγκριτικά περισσότερο ασχολήθηκαν οι συνθέτες της Εθνικής Σχολής, αλλά σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό όσοι δεν συμμετείχαν στις μουσικές εξελίξεις του τόπου και πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε κάποια μεγάλη κεντροευρωπαϊκή πόλη.
Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στην αναλυτική προσέγγιση των έργων μουσικής δωματίου ενός από τους βασικότερους εκπροσώπους της Εθνικής Σχολής, του Μάριου Βάρβογλη (1885-1967), ενός από τους πρώτους Ελληνες που ασχολήθηκαν εντατικά με τη μουσική δωματίου, του οποίου το έργο όμως δεν έχει διερευνηθεί ως τις μέρες μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ