Η Ακρόπολη, περίπου στα μέσα της ανατρεπτικής δεκαετίας του 1960, βρίσκεται στον Καναδά, είναι γύψινη και γυαλίζει, είναι εντυπωσιακά μικρότερη και βαμμένη με ένα κόκκινο βερνίκι νυχιών. Η χειροτεχνική αυτή απομίμηση ξεπήδησε από το αλλοπρόσαλλο μυαλό του Φ., ενός παράξενου μύστη του καιρού του που ό,τι γνώριζε για τους αρχαίους Ελληνες το χρωστούσε σε ένα ποίημα του Εντγκαρ Αλαν Πόου και κάποιες χαρακτηρολογικές ομοιότητες που διέκρινε ανάμεσα σε αυτούς και τους αυτόχθονες Ινδιάνους –την «έμφυτη αδυναμία να συμπράξουν για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, την τυφλή αφοσίωση στην ιδέα του ανταγωνισμού και την αρετή της φιλοδοξίας» μεταξύ άλλων.
Ο Φ. είναι ένας ελευθεριάζων δάσκαλος του πνεύματος και της σάρκας, ένα αυστηρό αφεντικό και μια ψυχοπονιάρα αυθεντία, φίλος και ενίοτε εραστής του ανώνυμου αφηγητή στο πληθωρικό μυθιστόρημα του Λέοναρντ Κοέν Υπέροχοι απόκληροι. Το βιβλίο, εγχείρημα πειραματικό και πυρετώδες, κυκλοφόρησε το 1966 και θεωρείται σήμερα ένα από τα πλέον κλασικά έργα της καναδέζικης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
Είναι η αποτύπωση της ρευστής συνείδησης μιας ολόκληρης εποχής και ταυτόχρονα η αμφισβήτησή της, είναι το αντάρτικο υπόγειο της προσωπικής μυθολογίας που υπονομεύει τις μεγάλες αφηγήσεις αλλά πρωτίστως τον εαυτό της. «Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα ποίημα και ένα τραγούδι. Μερικά ήταν πρώτα τραγούδια και κάποια άλλα ήταν πρώτα ποιήματα, μερικά ήταν και τα δυο μαζί από την αρχή. Ο,τι έχω γράψει έχει πίσω του τη μουσική υπόκρουση μιας κιθάρας, ακόμη και τα μυθιστορήματα» έχει πει αυτός ο ξεχωριστός δημιουργός, που έκανε την εμφάνισή του στον χώρο των γραμμάτων ως ποιητής από τη δεκαετία του 1950 και ύστερα κατέκτησε με τα τραγούδια και τη μουσική του τον θαυμασμό διαφορετικών γενεών.
Σήμερα, στον προθάλαμο της όγδοης δεκαετίας της ζωής του, ο Κοέν παραμένει αγέραστος και εξακολουθεί να συγκινεί με την ψιθυριστή, τραχιά φωνή του, με το «κοστούμι που γεννήθηκε» και το καπέλο του «μαέστρου της υπεκφυγής».
«Εγκόσμια γκρίζα μαγεία»


Το μυθιστόρημα, που ευτύχησε στα μεταφραστικά χέρια του Αλέξη Καλοφωλιά, οργανώνεται γύρω από την Κατρίν Τεκακουίθα, την πρώτη ινδιάνα –μοϊκανή για την ακρίβεια –αγία της Καθολικής Εκκλησίας, αυτόχθονα «άγρια» της φυλής των Ιροκουά, που γεννήθηκε το 1656 και πέθανε σε ηλικία μόλις 24 ετών. Πρόλαβε να βαπτιστεί χριστιανή από τους ιεραποστόλους που αλώνιζαν και μαρτύρησε παρθένα πάνω σε ένα αγκάθινο στρώμα, προκαλώντας ένα κλίμα παροξυσμού με τα θαύματά της.
Ο Λέοναρντ Κοέν μας μεταφέρει στα μέσα του 17ου αιώνα μέσα από την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου που το στοιχειώνει μια παράφορη σεξουαλική (υπερ)δραστηριότητα και μια σειρά επώδυνων συναισθηματικών ανταλλαγών. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι ειδήμων περί τη φυλή των Α____ς, που εξαφανίζεται και ετοιμάζεται να δημοσιεύσει μια διατριβή για την Τεκακουίθα. Ολα αυτά στο πλαίσιο της μαστούρικης αλλά και δεσμευτικής διδασκαλίας του Φ. που εξώθησε τον φίλο του «να πηδήξει μια αγία» σε μια άλλη διάσταση της εμπειρίας.
Στις φλέβες της Εντίθ, την οποία ο αφηγητής παντρεύτηκε στην εφηβεία της και ο Φ. τρυγούσε κάθε τόσο στο βρώμικο κρεβάτι του, κυλάει ινδιάνικο αίμα –ανήκει στα τελευταία εναπομείναντα μέλη τής υπό αφανισμό εθνότητας. Ο συγγραφέας, με σπαρταριστές και αφαιρετικές περιγραφές, μετατρέπει κυριολεκτικά κάθε σημείο του σώματος σε ερωτογενή ζώνη στραγγίζοντας από έναν κωμικό και αισχρολογικό κατακλυσμό μπόλικες δόσεις τρυφερότητας. Πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονία της Εντίθ ο νεκρός πλέον Φ. στέλνει ένα μεγάλο γράμμα στον φίλο του, μια αποκαλυπτική απολογία που αφορά το κοινό τους παρελθόν, γιατί «προσπάθησα να σε κάνω λίγο τρελό» και γιατί «επεδίωκα απεγνωσμένα να μάθω απ’ την παραζάλη σου».
Ο Λέοναρντ Κοέν, σε μια αφήγηση «εγκόσμιας γκρίζας μαγείας», κλείνει το ένα μάτι στην μπίτνικ λογοτεχνία και το άλλο στον ερωτισμό του Χένρι Μίλερ σαρκάζοντας ό,τι τον ενοχλεί: τη θρησκεία, την πολιτική και την κουλτούρα ως μηχανισμούς εξουσίας που φέρνουν την ατομικότητα σε κατάσταση δυσφορίας. Σε μια πατριωτική πορεία διαμαρτυρίας που σιγά-σιγά διαλύεται, ο αφηγητής κραυγάζει απεγνωσμένα «μα, δεν μπορείτε να φύγετε, δεν έχω χύσει ακόμα!» ενώ στο τέλος ο ίδιος καθίσταται η γενεσιουργός αιτία μιας επαναστατικής «δεύτερης ευκαιρίας» στη συμπόνια κατά την πρώτη νύχτα της άνοιξης.
Οι Υπέροχοι απόκληροι γράφτηκαν σε μια εξαιρετικά γόνιμη περίοδο εσώτερων και καλλιτεχνικών αναζητήσεων γι’ αυτόν τον ποιητικό και μοναχικό υμνητή της αγάπης και της απώλειας. Τον Σεπτέμβριο του 1960, λίγες ημέρες μετά τα εικοστά έκτα γενέθλιά του, έκανε «την πιο έξυπνη επιλογή της ζωής» του αγοράζοντας ένα σπίτι στην Υδρα αντί 1.500 δολαρίων –κληρονομιά από τη γιαγιά του.
Στο ήρεμο νησί του Αργοσαρωνικού, όπου κυκλοφορούσαν μονάχα γαϊδουράκια και δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, εκκολάφθηκε ένας «προφήτης», αποκρυσταλλώθηκε η σοφία και πυροδοτήθηκε η έμπνευση για πολλές από τις σημαντικότερες επιτυχίες του. Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές του Το βιβλίο του πόθου (Ιανός, 2008) και Η μουσική του ξένου (Ιανός, 2008) και το μυθιστόρημά του Το αγαπημένο παιχνίδι (Μελάνι, 2005). Το 2011 έλαβε το λογοτεχνικό βραβείο «Πρίγκιπας των Αστουριών».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ