Αρχές της δεκαετίας του ’50 σε μια κωμόπολη κοντά στη Νέα Υόρκη. Στο σπίτι του καθηγητή Σπένσερ Ασμπι βρίσκεται δολοφονημένη με στραγγαλισμό, χωρίς να φέρει ίχνη πάλης, η νεαρή Μπελλ Σέρμαν, κόρη μιας φίλης της γυναίκας του που ήταν φιλοξενούμενη. Το προηγούμενο βράδυ η κοπέλα είχε επιστρέψει από τον κινηματογράφο με το αμάξι κάποιου άγνωστου φίλου της. Ο Σπένσερ, που εκείνη τη στιγμή έφτιαχνε στο εργαστήριό του μια ξύλινη βάση λάμπας, την είδε αλλά δεν της έδωσε σημασία.
Αρχίζουν οι ανακρίσεις και με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία ο Σπένσερ θεωρείται ο κυριότερος ύποπτος. Ολόκληρη η κοινότητα, της οποίας είναι επίλεκτο μέλος, πιστεύει ότι ενδεχομένως πέρασε ένα μέρος της νύχτας στο δωμάτιο της Μπελλ κάνοντας έρωτα μαζί της. Αυτό που πικραίνει τον Σπένσερ είναι πως τον υποπτεύονται όχι μόνο ο αστυνόμος της περιοχής, ο ανακριτής και ο γιατρός αλλά και η σύζυγός του Κριστίν.
Μάταια προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του. Τελικά απομακρύνεται από το σχολείο όπου διδάσκει ώστε να μη σκανδαλίζονται με την παρουσία του οι μαθητές, ενώ εναντίον του πλανάται μια ενδεχόμενη επίθεση, ένα λιντσάρισμα. Ηδη πάνω από τη συμπαγή και αλληλέγγυα κοινότητα αιωρείται το πνεύμα του κακού που μόνο με έναν δεύτερο θάνατο μπορεί να εξορκιστεί. Διότι οι δήθεν δίκαιοι κάτοικοι υποτίθεται ότι δεν μπορούν να δεχθούν ανάμεσά τους έναν «αμαρτωλό».
Κατά έναν παράξενο τρόπο ο Σπένσερ, ενώ είναι αθώος, κυριεύεται από ένα αίσθημα ενοχής το οποίο αδυνατεί να ξεπεράσει. Αναρωτιέται ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος: ένας ξένος που περνούσε έξω από το σπίτι του ή κάποιος συντοπίτης; Βάζοντας τα πράγματα κάτω συμπεραίνει ότι πρόκειται για κάτοικο της κωμόπολης, γνωστό του θύματος. Αυτό όμως δεν τον απαλλάσσει από τις ενοχές του, οι οποίες τον οδηγούν σε ένα νυχτερινό ξεφάντωμα με μια πρόθυμη γυναίκα. Θεωρώντας πως η στάση των συμπολιτών του αντιστοιχεί με κήρυξη πολέμου, αποφασίζει να δράσει με άδηλες τις συνέπειες του τολμήματός του.
Γύρω από τον κεντρικό ήρωα κινούνται ένα σωρό άνθρωποι εγνωσμένου κύρους. Επίσης, η ελευθεριάζουσα μις Μόουλερ (κάτι ανάλογο με την Μπελλ), γραμματέας του ανακριτή, και η κυρία Κατζ, μια γειτόνισσα, η οποία παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο σπίτι του πίσω από τις κουρτίνες του δικού της. Επιβαρυντικό ρόλο για την καταδίκη του Σπένσερ στη συνείδηση των κατοίκων της κωμόπολης παίζουν η μοναχικότητά του, οι τάσεις μελαγχολίας που είχε ως έφηβος, η αυτοκτονία του πατέρα του, μα και η καταγωγή του από άλλο μέρος, εκτός περιοχής. Εχουν πλέον πειστεί ότι ο ύποπτος δεν ανήκει στον κόσμο τους. Η συμπεριφορά τους κάνει τον Σπένσερ να αισθάνεται αποκλεισμένος από την τοπική κοινωνία και αυτό του προξενεί πανικό, συναίσθημα γνωστό στους αναγνώστες του Σιμενόν και από άλλα μυθιστορήματά του.
Για μία ακόμη φορά ο συγγραφέας, μέγας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ασχολείται με το αγαπημένο του θέμα, την ανάλυση του χαρακτήρα των ηρώων του, και καταπιάνεται με τις ενοχές που τους βασανίζουν. Παράλληλα εξετάζει ένα άλλο ζήτημα, εκείνο της ψυχολογίας μιας ολόκληρης πόλης, ξεσκεπάζοντας τα πέπλα της υποκρισίας (η μάζα κάνει πονηρές σκέψεις που συνδέονται με τη λαγνεία και το σεξ). Διότι βγαίνουν στην επιφάνεια ο βίος και η πολιτεία της Μπελλ, η οποία δεν είχε ηθικούς φραγμούς: οδηγούσε μεθυσμένη, ενώ πήγαινε με ανήλικους, ακόμη και με παντρεμένους.
Ο Ζορζ Σιμενόν (1903-1989), ο διάσημος δημιουργός του επιθεωρητή Μεγκρέ, έγραψε τον Θάνατο της Μπελλ στις ΗΠΑ και τον ολοκλήρωσε τον Δεκέμβριο του 1951 στο αγρόκτημα Σάντοου Ροκ Φαρμ, στο Λέικβιλ του Κονέκτικατ. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1952 και το 1961 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Εντουάρ Μολιναρό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ