Το 1580 ο Μοντέν είπε ότι «η ισχυρή μνήμη συνοδεύεται γενικά από αδύναμη κρίση». Το 1942 ο Μπόρχες έγραψε το διήγημα Φούνες ο Μνήμων, στο οποίο ο νεαρός Ιρενέου Φούνες δεν μπορεί να ξεχάσει τίποτε από τα όσα έχει δει και ζήσει, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κοιμηθεί και να πεθάνει στα 21 του χρόνια. Διάφοροι σοφολογιότατοι έχουν πει ότι δεν υπάρχει «τίποτε συνηθέστερο από έναν ανόητο με ισχυρή μνήμη». Τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται ευφυή και διασκεδαστικά, αλλά το θέμα είναι πολύ ευρύτερο. Το ερεύνησε για πολλά χρόνια η ιστορικός Φράνσες Γέιτς (1889-1981) και μας έδωσε την Τέχνη της μνήμης, έργο μοναδικό όσον αφορά το πλάτος και το βάθος της έρευνας και γοητευτικότατο ως αφήγηση.
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1966 και μοιάζει σήμερα πολύ πιο επίκαιρο εξαιτίας της κυριαρχίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Διαδικτύου, που τείνουν να υποκαταστήσουν την τυπογραφία, η οποία είχε αντικαταστήσει παλαιότερα την τέχνη της μνήμης.
Θυμίζω ότι σχεδόν με την εμφάνισή της τον 15ο αιώνα η τυπογραφία χαρακτηρίστηκε τέχνη που συντηρεί όλες τις τέχνες (ars omnium conservatrix). Αυτό για πολλούς αιώνες το έκανε η τέχνη της μνήμης (που παραπέμπει φυσικά στη Μνημοσύνη, τη μητέρα των Μουσών), η οποία ρύθμιζε μάλιστα και την καθημερινή ζωή. Για εμάς τους Ελληνες έχει ειδική σημασία, αφού εκείνος που εφηύρε την τέχνη της μνήμης είναι ο ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος (556-468; π.Χ.). Και τις απαρχές της θα πρέπει να τις αναζητήσουμε σε μια «ιστορία» που αφηγείται ο Κικέρων στο έργο του De oratore: Ενας ευγενής από τη Θεσσαλία ονόματι Σκόπας παρέθεσε δείπνο στο οποίο ο Σιμωνίδης, έναντι αμοιβής, θα τραγουδούσε ένα λυρικό ποίημα προς τιμήν του οικοδεσπότη. Ο Σιμωνίδης όμως εγκωμίαζε στο μισό ποίημα τον Σκόπα και στο άλλο μισό τους Διόσκουρους: τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Ο Σκόπας τότε θυμωμένος είπε στον Σιμωνίδη ότι εφόσον τον εγκωμίαζε στο μισό ποίημα θα του κατέβαλλε τη μισή αμοιβή. Την υπόλοιπη, είπε, θα έπρεπε να τη ζητήσει από τους Διόσκουρους. Τότε έφθασε ένα μήνυμα στον Σιμωνίδη ότι δύο νέοι βρίσκονταν έξω και περίμεναν να τον δουν. Οταν ο ποιητής βγήκε να τους συναντήσει, δεν υπήρχε κανείς. Στο μεταξύ, όσο βρισκόταν έξω, έπεσε η στέγη του σπιτιού και σκότωσε όλους τους καλεσμένους. Τα πτώματά τους είχαν φριχτά παραμορφωθεί και δεν αναγνωρίζονταν, όμως ο ποιητής, ο οποίος θυμόταν πού βρισκόταν ο κάθε καλεσμένος, βοήθησε στην αναγνώρισή τους. Ο συμβολισμός είναι προφανής: ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης αντάμειβαν τον Σιμωνίδη σώζοντας τη ζωή του. Το συμβάν υπέβαλε στον Σιμωνίδη τις αρχές της μνήμης, και αυτές διαμόρφωσαν τον μνημονικό κανόνα των θέσεων (loci) και των εικόνων (imagines), τον οποίο αποκαλούμε μνημοτεχνική, που κυριάρχησε επί σχεδόν είκοσι αιώνες με διάφορες παραλλαγές στον πολιτισμό της Δύσης.
Η ανεπτυγμένη μνήμη ήταν απαραίτητη στους ποιητές, στους τραγουδιστές, στους φυσικούς, στους δικηγόρους και στους ιερείς. Και αφού πριν από την έλευση της τυπογραφίας τα κείμενα γράφονταν σε παπύρους, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς το πού βρισκόταν το καθένα και να τα συνδυάσει μεταξύ τους. Επομένως, οι πάντες έπρεπε να βασίζονται στη μνήμη τους και να την ενισχύουν. Οι τελετουργίες ήταν και εκείνες βασισμένες στη μνημοτεχνική –γι’ αυτό και η επαναληπτικότητά τους: για να απομνημονεύονται ευκολότερα.
Τεχνικές της μνήμης αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής αλλά και στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Στις Μελέτες εικονολογίας ο Ερβιν Πανόφσκι, αυθεντία όσον αφορά την αναγεννησιακή ζωγραφική, εξηγεί, ανατρέχοντας στον Μαρσίλιο Φιτσίνο και στον Πίκο ντέλα Μιράντολα, πώς οι πίνακες της εποχής ζωγραφίζονταν με βάση τον μνημοτεχνικό κανόνα των θέσεων και των εικόνων.
Η εντυπωσιακότερη φυσιογνωμία, για την οποία η Γέιτς αφιερώνει πολλές σελίδες, εμφανίζεται τον 16ο αιώνα. Πρόκειται για τον Τζιορντάνο Μπρούνο (1548-1600) που προσέδωσε επιστημονικό αλλά και συμπαντικό χαρακτήρα στην τέχνη της μνήμης, βελτιώνοντας τον μνημοτεχνικό κανόνα, αλλάζοντας δηλαδή τις θέσεις με τα αντικείμενα.
Απλοποιώ αναγκαστικά γιατί το θέμα που καλύπτει η Τέχνη της μνήμης είναι τεράστιο. Ωστόσο παρά την πληθώρα των πληροφοριών και των παραθεμάτων η συγγραφέας είναι όχι μόνο ακριβής και η αφήγησή της συνεκτική αλλά διαθέτει και το χάρισμα της απλότητας και της γλαφυρότητας ταυτοχρόνως, που έχουν αποδοθεί εξαίρετα στη μετάφραση του Αρη Μπερλή. Εγείρει ταυτόχρονα πλήθος ερεθιστικά ερωτήματα που αντανακλούν και σε άλλα πεδία: Γιατί οι υπερρεαλιστές, για τους οποίους η εικόνα παίζει κεντρικό ρόλο στη λογοτεχνία –αλλά και στη ζωή -, είχαν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τον Μεσαίωνα, όταν κυριαρχούσε η μνημοτεχνική σε διάφορες παραλλαγές; Πώς συνδέονται οι γοτθικοί ναοί με αυτήν και για ποιους λόγους οι εκκλησίες θεωρούνταν ιδεώδεις χώροι για μνημοτεχνικές ασκήσεις;
Για τους Ρωμαίους η μνήμη συνιστούσε μέρος της ρητορικής αλλά στους αιώνες που ακολούθησαν συνδέθηκε με την αρχιτεκτονική και δημιούργησε τους δικούς της, φανταστικούς καθεδρικούς ναούς στο πέρασμα των αιώνων.
Ο Φρόιντ και η ψυχανάλυση
Αν απορεί κανείς πώς συνδέεται ο Μεσαίωνας με τον Φρόιντ και την ψυχανάλυση, υπάρχει εξήγηση: τα όνειρα διευρύνουν την περιοχή της μνήμης. Διαβάζοντας λ.χ. την Ερμηνεία των ονείρων, όπου αναδεικνύεται ο ρόλος της λανθάνουσας μνήμης σε συνδυασμό με τις επενέργειες της λήθης, το αντιλαμβάνεται πολύ εύκολα. Ετσι δεν είναι τυχαίο αυτό που ειπώθηκε από τους ιστορικούς των ιδεών μεταπολεμικά: πως ο Φρόιντ συνδυάζει ό,τι ο Σιμωνίδης θεωρούσε «αντικειμενικό» (και ο Μπρούνο αργότερα «ειδική επιστήμη») με την ερμητική φιλοσοφία των νεοπλατωνιστών.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που στο Πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού ο «πάπας» του Αντρέ Μπρετόν γράφει ότι «το όνειρο φέρει στοιχεία οργάνωσης». Επιτιθέμενος ευθέως κατά του ρεαλισμού επανέφερε εμμέσως τον παλιό μνημοτεχνικό κανόνα των θέσεων και των εικόνων –πράγμα που, καθώς γνωρίζουμε, έκαναν ο ίδιος και η παρέα του όταν συναντιόνταν και διέτασσαν με ειδικό τρόπο τα καθίσματα διότι πίστευαν πως έτσι θα γινόταν καλύτερη συζήτηση.
Η Τέχνη της μνήμης είναι ένα από τα γοητευτικότερα μη μυθοπλαστικά βιβλία που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια. Η έρευνα της Γέιτς σταματά στις απόψεις και στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, δηλαδή στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά –για να παραφράσω αυτό που λέει η ίδια στο τελευταίο κεφάλαιο –η μελέτη αυτή ανοίγει ορισμένες από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της πολιτισμικής μας παράδοσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ