Πώς ξεκινάει ο ποιητής να γράψει; Ποιο είναι το έδαφος στο οποίο θα ριζώσει ο λόγος του; Κάτω από ποιες συνθήκες συλλαμβάνει το θέμα του και πώς σχηματίζονται οι προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να το διαπλάσει αργότερα μέσα στον στίχο του; Κι ακόμη, τι είναι η ποίηση σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Μια αφηρημένη ενέργεια που έχει ως εφαλτήριο την ανάγκη γενικώς για καλλιτεχνική έκφραση ή μια ζωντανή διαδικασία οργανικά συνδεδεμένη με ό,τι αποκομίζει ο ποιητής από τα μύχια του εαυτού του αλλά και από τον εξωτερικό κόσμο;
Τα ερωτήματα προκύπτουν με το που θα ξεφυλλίσει κανείς το καινούργιο βιβλίο του Τίτου Πατρίκιου, ένα βιβλίο το οποίο κινείται μεταξύ ποιητικής αυτοβιογραφίας και έρρυθμου γνωμικού στοχασμού και είναι μοιρασμένο σε εννέα ίσης περίπου έκτασης ποιήματα (κανένα τους δεν ξεπερνά τη μιάμιση σελίδα). Ακολουθώντας μια μακρά και πολυδαίδαλη διαδρομή, που παραπέμπει σε ποικίλες φάσεις της ποίησης του Πατρίκιου, τα εννέα αυτά ποιήματα καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο σημείο: το σημείο βρασμού ή τήξης της ποιητικής ιδέας. Το ζήτημα για τον Πατρίκιο δεν είναι σε ποιο όνομα ακούει κάθε φορά η ποιητική ιδέα ή η τεχνολογία με την οποία θα εκτελεστεί στην πράξη, αλλά η στιγμή κατά την οποία θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη συγκινησιακή της ρευστοποίηση. Διότι χωρίς ένα εδραίο συγκινησιακό υπόβαθρο η ιδέα θα ξεπέσει στην ιδεοκρατία και η ποίηση θα ταξιδέψει αμέσως πολύ μακριά.
Τι σημαίνει όμως συγκινησιακή ρευστοποίηση της ποιητικής ιδέας; Και μόνο αν διατρέξουμε το βιβλίο του Πατρίκιου, θα δούμε πως ποιητική ιδέα μπορεί να είναι τα πάντα: οι ευθύνες που θα κληθούμε να αναλάβουμε, οι κάλπικες αξίες που θα αρνηθούμε, οι μονοκόμματες αλήθειες που θα απορρίψουμε, ο φθόνος που θα απαλείψουμε, η περιφρόνηση και ο φόβος που θα περιστείλουμε, η αγάπη στην οποία θα αφεθούμε, τα βάσανα τα οποία θα δεχθούμε να υπομείνουμε, οι συνέργειες και οι συμπορεύσεις που θα επινοήσουμε, αλλά και οι κοκεταρίες στις οποίες θα εγκλωβιστούμε ή οι πολύμορφες ήττες που θα υποστούμε. Πού θα καταλήξουν όλες αυτές οι ποιητικές ιδέες; Πώς και πότε θα πάψουν απλώς να περιτριγυρίζουν την ποίηση, φθάνοντας μόνο ως τις υπώρειές της, για να γίνουν εκ των ων ουκ άνευ μέλος της και οργανικό κομμάτι της; Μα, όταν θα περιέλθει ο ποιητής σε μια κατάσταση όπου η ιδέα θα έχει εκπέσει από τη νοητική σφαίρα της και θα έχει σωματοποιηθεί, συνιστώντας όχι προϊόν του πνευματικού εξοπλισμού ή της αισθητικής του, αλλά απαύγασμα της καθημερινής τριβής του και της προσωπικής εμπειρίας του. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Πατρίκιο στο βιβλίο του. Οι ιδέες που ερεθίζουν την ποίησή του, σχηματίζοντας ουρά στο προαύλιο, θα αποβάλουν το όποιο ηθικό, πολιτικό, ιδεολογικό ή βιογραφικό φορτίο τους και θα μετατραπούν σε ποιητικό λόγο ο οποίος θα πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας επειδή ο στίχος του θα καταφέρει να δείξει την υπαρξιακή τους κρισιμότητα.
Να λοιπόν γιατί ο Πατρίκιος αυτοβιογραφείται ποιητικά στην καινούργια δουλειά του: επειδή ολόκληρη η ποίησή του, σε όποιον σταθμό της διαδρομής της κι αν τη συναντήσουμε (ακόμη και στη νεανική της περίοδο, όταν δεν έχει απαγκιστρωθεί από την τυραννία της κομματικής ένταξης και της επαναστατικής ορθοδοξίας), είναι μια μάχη προκειμένου να ζυμώσει η τέχνη τις ιδέες που τη βασανίζουν σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο με τη ζέουσα πραγματικότητα της ύπαρξης. Στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, όπου ο Πατρίκιος θα βγάλει από τη σκηνή το ποιητικό του εγώ και θα υιοθετήσει το πρώτο πληθυντικό, η ποίηση θα υπερβεί τα όρια της τέχνης και θα εμφυσήσει την πνοή της σε κάθε προσδοκία, ελπίδα και ανησυχία μας, χλευάζοντας ταυτοχρόνως όποια αυταπάτη ή ματαιοδοξία μας: θα μεταμορφωθεί σε προάγγελο των θριάμβων που θέλουμε να καταγάγουμε χωρίς να μας χαριστεί για το ψήλωμα του νου ή για τη μιζέρια μας και θα λατρέψει όλες τις φιλοδοξίες μας χωρίς να συγχωρήσει τη σοβαροφάνειά μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ