Στις 5 Μαρτίου 1943 ο επικεφαλής του διορισμένου από τους Γερμανούς Εβραϊκού Συμβουλίου στη Θεσσαλονίκη ραβίνος Τσβι Κόρετς υπέγραφε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Καλούμε τους ομόθρησκούς μας να διατηρήσουν όλη την ηρεμία των και την ψυχραιμία, να μην παρασυρθούν από τον πανικόν, να μη δίδουν πίστη εις τας ανησυχητικάς διαδόσεις, που όλες είναι δίχως βάση. Ο καθένας πρέπει να εξακολουθεί να ασχολείται ήρεμα με τις εργασίες του και να εμπιστεύεται εις τους διευθύνοντας την Κοινότητα». Μία εβδομάδα μετά ο ίδιος ο αρχιραβίνος εμφανίστηκε στη συναγωγή για να ανακοινώσει στους ομόθρησκούς του ότι όλος ο πληθυσμός θα εκτοπιζόταν στην Κρακοβία. Ηξερε άραγε εκ των προτέρων ο Κόρετς ότι τους περίμεναν στρατόπεδα και κρεματόρια, κάτι που συνιστά, αν το γνώριζε, εσχάτη προδοσία, ή ήταν κι αυτός παραπλανημένος; Μπορούσαν άραγε να διασωθούν οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης, όπως διασώθηκε μια μεγάλη πλειοψηφία των εβραίων της Αθήνας, της Λάρισας ή του Βόλου; Ποιος ήταν ο ρόλος των διορισμένων από τις κατοχικές δυνάμεις Εβραϊκών Συμβουλίων; Ηταν συνεργάτες των Γερμανών ή αναγκαίος θεσμός για τη βοήθεια των εβραίων που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη; Το βιβλίο της Καρίνας Λάμψα και του Ιακώβ Σιμπή με τίτλο « Η Διάσωση» (εκδόσεις Καπόν) φιλοδοξεί να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων που σχετίζονται με τη διάσωση ή τη μη διάσωση των εβραίων στην ελληνική επικράτεια και να υπογράψει μια νέα αφήγηση αυτής της ιστορίας, κομμάτι της συνολικής ιστορίας του Ολοκαυτώματος.
Στο πρώτο μέρος τίθενται ερωτήματα που απασχολούν εδώ και χρόνια τους ιστορικούς. Κυρίως το ερώτημα κατά πόσον η «τελική λύση», η πλήρης εξόντωση των εβραίων στην Ευρώπη, ήταν στρατηγικός στόχος της γερμανικής πολιτικής για να εξαφανιστεί το «αίτιο του κακού» από τη Γη ή ήταν ένας δευτερεύων στόχος μιας νέας γερμανικής πολιτικής όπου η καταστροφή των αλλοεθνών θα βοηθούσε την εγκατάσταση των Γερμανών προς ανατολάς και το πέρασμα των οικονομικών και πολιτικών ηνίων στα χέρια τους.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου και το πιο ενδιαφέρον για μας ασχολείται με την ιστορία των εβραίων στην ελληνική επικράτεια. Οι δύο συγγραφείς αναρωτιούνται: «βοήθησαν οι χριστιανοί έλληνες να σωθούν οι εβραίοι;». Οι αριθμοί απαντάνε αρνητικά, καθώς από 77.377 εβραίους που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια επέζησαν τελικά 10.226 (μείωση πληθυσμού κατά 86%). Στη δε Θεσσαλονίκη από 55.250 εβραίους, που αντιστοιχούσαν στο 23,7% του πληθυσμού της πόλης, αφανίστηκε ολοσχερώς το 96%.
Στη Θεσσαλονίκη έγινε η μεγάλη καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας, αφού οι περισσότεροι εστάλησαν στα στρατόπεδα της Πολωνίας και δεν γύρισαν πίσω ποτέ. Είναι αξιοσημείωτο ότι η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης φαίνεται να πορεύεται στην αρχή με τη σιγουριά ότι θα καταφέρει να ξεφύγει από τη γερμανική λαίλαπα. Τα γεγονότα θα διαψεύσουν αυτές τις προσδοκίες. Σύμφωνα με τους συγγραφείς υπήρχαν πολλές αιτίες που συνέτειναν σε αυτό: ο συντηρητισμός και ο κλειστός χαρακτήρας της κοινότητας. Η έλλειψη διασύνδεσης με κινήματα και οργανώσεις, αλλά και η χαμηλή οργάνωση του αριστερού κινήματος στη Θεσσαλονίκη. Η γεωγραφική θέση και η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα και, τέλος, οι χαμηλού επιπέδου σχέσεις μεταξύ του εβραϊκού και του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. «Οι χριστιανοί στην καλύτερη περίπτωση φοβόντουσαν, στη χειρότερη αδιαφορούσαν, κάποιοι από τα μεσαία στρώματα είδαν με καλό μάτι την απέλαση του σεφαραδίτικου στοιχείου από την πόλη, οι δε διανοούμενοι, που κοίταζαν με αποστροφή αυτά τα βήματα, φοβούνταν να εκφραστούν» αναφέρουν μαρτυρίες της εποχής. Ο γενικός διοικητής της Μακεδονίας Βασίλης Σιμωνίδης, σκληρός συνεργάτης των Γερμανών, διευκόλυνε το έργο της «αποεβραιοποίησης» της πόλης. Και οι δύο πρόεδροι του διορισμένου Εβραϊκού Συμβουλίου, ο συνεργάτης Σάμπυ Σαλτιέλ και μετέπειτα ο αμφιλεγόμενος αρχιραβίνος Τσβι Κόρετς, θα αποδειχθούν ανίκανοι να προστατέψουν τον εβραϊκό πληθυσμό. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι μέχρι τελευταίας στιγμής οι Γερμανοί εξαπατούσαν τον Κόρετς, λέγοντάς του ότι οι εβραίοι θα μεταφερθούν σε ένα μικρό αυτόνομο χωριό στην Κρακοβία. Βεβαίως η διάδοση των πληροφοριών ήταν τότε περιορισμένη και πιθανόν ο Κόρετς αγνοούσε τι είχε συμβεί με τους εβραίους άλλων χωρών που μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από την άλλη είχαν μεσολαβήσει διάφορα πογκρόμ εβραίων στη Θεσσαλονίκη που δεν άφηναν αμφιβολία για το τι σκέπτονται οι Γερμανοί για τους εβραίους.
Αντίθετα, στην Αθήνα τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Κατ’ αρχάς ο ραβίνος Μπαρζιλάι, επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας, δεν παρέδωσε στους Γερμανούς τις λίστες με τα ονόματα των εβραίων, όπως είχε κάνει ο Κόρετς στη Θεσσαλονίκη. Σε συμφωνία με το ΕΑΜ αποφασίστηκε η διάσωση των εβραίων της Αθήνας και η μεταφορά της πλειοψηφίας αυτών στο βουνό ή στην Εύβοια, απ’ όπου περνούσαν στην Τουρκία και μετά στην Παλαιστίνη. Σημαντική βοήθεια προσέφεραν, σύμφωνα με μαρτυρίες που παρατίθενται, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που είχε δώσει οδηγίες στους ιερείς να βαφτίζουν μυστικά χριστιανούς τους εβραίους πολίτες, ο διευθυντής της Αστυνομίας Αγγελος Εβερτ που είχε δώσει διαταγές στα αστυνομικά τμήματα να εκδίδουν ταυτότητες στους εβραίους και μεμονωμένοι πολίτες, πολλοί από αυτούς συνδεδεμένοι με την Αντίσταση. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η σχέση και η συνεργασία Αγγλων – εαμικών και Δαμασκηνού – Εβερτ. Ακόμη, η σχέση των Αγγλων, του ΕΑΜ και του Εβραϊκού Πρακτορείου στην Παλαιστίνη, αλλά και οι παραδοσιακές καλές σχέσεις εβραίων και χριστιανών στην πρωτεύουσα. Στην Αθήνα υπήρχαν 3.000 εβραίοι και άλλοι 4.000 που κατέβηκαν διωκόμενοι από τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Οι δύο συγγραφείς αναρωτιούνται πόσοι από αυτούς, παρά τις σχετικά καλές συνθήκες, κατάφεραν να διασωθούν. Ανάμεσα στις προσωπικότητες που βοήθησαν τη διάσωση των εβραίων στην Αθήνα ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, η πριγκίπισσα Αλίκη, η Ιωάννα και ο Κ. Τσάτσος, η Λέλα Καραγιάννη, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Φαρμακοποιών Καραμερτζάνης, ο πρόεδρος των δημοσίων υπαλλήλων Κώστας Ζαβιτσιάνος κ.ά.
Στη Θεσσαλία η ύπαρξη ισχυρού εαμικού κινήματος βοήθησε να διασωθούν πολλοί εβραίοι. Μαζική διάσωση έγινε στη Ζάκυνθο. Στην Κέρκυρα, στα Ιωάννινα και γενικότερα στη Μακεδονία έγιναν πογκρόμ ανάλογα εκείνων της Θεσσαλονίκης.
Σε όλη αυτή την αφήγηση των Κ. Λάμψα και Ι. Σιμπή διατυπώνονται πλήθος ερωτήματα που αφορούν τις εξελίξεις και παρουσιάζονται αρκετές ενστάσεις για τις ως τώρα ερμηνείες γεγονότων που αφορούν την ιστορία των εβραίων στη χώρα μας. Φυσικά παραμένουν πολλά κενά που θα ήταν χρήσιμο να συμπληρωθούν. Το βιβλίο των Καρίνας Λάμψα και Ι. Σιμπή, συγκεντρώνοντας πλούσιο υλικό, έρχεται να προστεθεί στις προσπάθειες να φωτιστεί μια από τις πιο οδυνηρές τραγωδίες του περασμένου αιώνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ