Τον Απρίλιο του 1967, εκείνες τις ημέρες που η χούντα των συνταγματαρχών έβαζε στον γύψο την Ελλάδα για μία επταετία, στη μακρινή Σουηδία οι πολίτες ασχολούνταν με τις επικείμενες αλλαγές στην οδική κυκλοφορία: ήταν η μεταβατική περίοδος από την αριστερή στη δεξιά λωρίδα. Το «σκανδιναβικό μοντέλο» έφτανε τότε στο απόγειό του και εκεί «τα λεφτά φύτρωναν στα δέντρα». Αυτά έλεγαν οι νεαροί γκασταρμπάιτερ (φιλοξενούμενοι εργάτες) που δεν πήγαν στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, αλλά προτίμησαν να βγάλουν το ψωμί τους ακόμη πιο βόρεια. Ο σουηδός συγγραφέας Αρης Φιορέτος, ο οποίος έμαθε πρώτα γερμανικά και ύστερα τις άλλες γλώσσες με τις οποίες εκ των πραγμάτων συνδέεται, γεννημένος το 1960 στο Γκέτεμποργκ από πατέρα Ελληνα (που διώχθηκε για πολιτικούς λόγους) και μητέρα Αυστριακή, περιγράφει στο τρίτο του μυθιστόρημα «Ο τελευταίος Ελληνας» την ιστορία του Γιάννη Γεωργιάδη που είχε «ένα λακκάκι στο σαγόνι α λα Ρόμπερτ Μίτσαμ» και «ονειρευόταν να εξοπλίσει τη Μακεδονία με συστήματα αποχετεύσεων» στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Τελικώς, άφησε το χωριό του, την «Ανω Ποταμιά», και πήρε των ομματιών του προς το βόρειο σέλας προκειμένου να βρει, πέρα από το μεροκάματο, και την πρώτη παιδική του αγάπη, την Εφη.
Το βιβλίο είναι μία οικογενειακή σάγκα με αφετηρία μία μεγάλη πληγή, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, και αναδεικνύει τον ρόλο που διαδραμάτισε η μετανάστευση, ο ξεριζωμός εν γένει θα λέγαμε, στην ελληνική ιστορία, αλλά και πώς διαμόρφωσε τη νεοελληνική ταυτότητα. Το alter ego του συγγραφέα, ο Αντον Φλωρινός, χρησιμοποιεί τις καρτέλες που μάζευε ο Κώστας Κέσδογλου, φίλος του Γιάννη και αδελφός της Εφης, για να γράψει ένα λήμμα στην «Εγκυκλοπαίδεια των Ελλήνων του Εξωτερικού», ένα είδος κιβωτού της συλλογικής μνήμης. «Ολα ξεκίνησαν όταν ένας νεαρός έλληνας μετανάστης έφτασε στη Σουηδία το 1966 και μπήκε στο ιατρείο του πατέρα μου. Περίμενε κάμποσες ώρες στην αίθουσα αναμονής και όταν εν τέλει τού συστήθηκε είπε ότι ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Μπρομέλα. Σε αυτό το πολύ μικρό χωριό όμως ήταν αδύνατον να υπάρχει πανεπιστήμιο, αμφιβάλλω αν υπήρχε και γυμνάσιο. Ηταν είκοσι τεσσάρων ετών, δεν μπορούσε να μιλήσει καλά-καλά τη γλώσσα ούτε να γράψει. Κουβαλούσε όμως μια φιλοδοξία για τη ζωή. Τον πήραμε για έξι μήνες στο σπίτι μας. Ο αδελφός μου κι εγώ, μικροί ακόμη τότε, ενθουσιαστήκαμε μαζί του. Ηταν ένας άνθρωπος βγαλμένος, θαρρείς, από μια περασμένη εποχή της ανθρωπότητας. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην προκύψει μια ιστορία από αυτό» μου εξήγησε στο τηλέφωνο ο συγγραφέας από το Βερολίνο, όπου ζει και διδάσκει Λογοτεχνία. Ο ήρωάς του θα προσπαθήσει να ενσωματωθεί, θα γίνει μάλιστα δεινός παίκτης του κροκέ, στην πορεία θα παντρευτεί την Αγκνιέτα, γκουβερνάντα στο σπίτι του γιατρού Μανόλη Φλωρινού που τον φιλοξενούσε, και θα αποκτήσει μία κόρη, τη Γιαννούλα. Το τέλος ωστόσο θα είναι δραματικό.
Ο Φιορέτος ενδιαφέρεται πολύ για την εσωτερική περιπέτεια που πυροδοτεί η μεταναστευτική εμπειρία στον άνθρωπο. «Στη διάρκεια αυτής της εμπειρίας, όταν αφήνεις κάτι οικείο για κάτι άγνωστο, όταν περνάς από μία κουλτούρα σε μία άλλη, σημαδεύεσαι από μία μόνιμη αίσθηση απώλειας. Για να επιβιώσεις δεν έχεις άλλη επιλογή από το να επανεφεύρεις τον εαυτό σου. Αυτό έκαναν οι «πετυχημένοι» μετανάστες». Η μετανάστευση, μου λέει, δεν είναι αναγκαστικά μία «τραυματική εμπειρία, μπορεί να γίνει μια νέα αρχή αισιοδοξίας και ευτυχίας». Του επισημαίνω ότι σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης και της υψηλής ανεργίας των νέων, συζητούμε για τους γκασταρμπάιτερ δεύτερης γενιάς. «Είναι θλιβερό να διαπιστώνουμε ότι η ενδιάμεση γενιά, ανάμεσα στους πρώτους γκασταρμπάιτερ και τους σημερινούς νέους που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, απέτυχε να φτιάξει μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά της, ότι το κράτος που έφτιαξε απέτυχε να τα προστατέψει. Υπάρχει ωστόσο μία σημαντική διαφορά. Οι νεότεροι Ελληνες είναι καλύτερα καταρτισμένοι, έχουν μια εκπαίδευση που τους επιτρέπει να βγουν στον κόσμο και να μη νιώθουν μειονεκτικά απέναντι στους άλλους Ευρωπαίους, είναι ευέλικτοι. Επιπλέον ο κόσμος έχει αλλάξει. Ολοι μετακινούμαστε περισσότερο και ευκολότερα σε σχέση με τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Δεν υπάρχουν πλέον γκασταρμπάιτερ με τη στενή έννοια του όρου, νομίζω». Επιπλέον, δεν είναι τόσο «μοιρολάτρες», συνεχίζω, υπενθυμίζοντάς του ένα «αξίωμα» από το βιβλίο. «Κάθε έθνος με σημαντικό παρελθόν και κληρονομιά όπως το ελληνικό αντιμετωπίζει και πολλές περιπλοκές. Από τη μία έχουμε την αρχαιότητα με τη λαμπρότητά της και από την άλλη το νέο ελληνικό κράτος-έθνος που αναπτύχθηκε με ένα σύνδρομο κατωτερότητας. Μπορούμε, αν θέλετε, να φτάσουμε μέχρι και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας για να το εξηγήσουμε. Δεν είναι αρκετό όμως, το θέμα είναι πώς ξεπερνάς τα συλλογικά τραύματα, αυτά που σε κρατάνε πίσω. Βλέπω, επί παραδείγματι, τους εξαιρετικούς νέους σκηνοθέτες όπως ο Λάνθιμος ή η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη που δείχνουν στις ταινίες τους με ποιον τρόπο οι βαθύτερες δομές που αναπαρήγαγε αυτή η κοινωνία για να επιβιώσει ως τώρα απέτυχαν και θα εξακολουθήσουν να αποτυγχάνουν αν δεν αλλάξουν».

«Ελλην είναι ο καθείς με τον δικό του τρόπο»
Λέω στον Αρη Φιορέτο ότι ακούγεται κάπως προκλητικός ο αφορισμός πως «η ποίηση ήταν ανέκαθεν το κώνειο για τους Ελληνες», δεδομένου ότι έχουμε και δύο βραβεία Νομπέλ στο ράφι της εθνικής μας λογοτεχνίας. Ο ίδιος γελάει και καταλήγουμε χωρίς πολλές εξηγήσεις στο ότι η σχέση μας ως έθνους με το παρελθόν είναι περίεργη, αν όχι ανειλικρινής, και επιπλέον ότι «ο καθένας πρέπει να προσαρμόζεται στην ιδέα ότι η καταγεγραμμένη Ιστορία διαφέρει από τη βιωμένη Ιστορία». Υστερα τον ρωτάω γιατί επέλεξε ως προμετωπίδα στο μυθιστόρημα την αφοπλιστική φράση του Γκαίτε «Ελλην είναι ο καθείς με τον δικό του τρόπο». Μα γιατί «κάθε Ελληνας αποτελεί και μια περιπλοκή της ελληνικότητας» μου απαντά. «Μου αρέσει να σκέφτομαι την έννοια της ταυτότητας μέσα από αυτό το πρίσμα: ότι δηλαδή η διαφορά είναι που τη διαμορφώνει. Για να είναι κανείς Ελληνας, όπως εγώ, δεν χρειάζεται απαραιτήτως να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Επίσης δεν είναι απαραίτητο να μπερδεύουμε την εθνική ταυτότητα με τον εθνικισμό ή να θεωρούμε ότι αυτή πρέπει να είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με τη γλώσσα. Σκεφθείτε τα παιδιά των Ελλήνων της Διασποράς. Δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε την εθνική ταυτότητα μόνο στη βάση μιας γλώσσας, δεν συμφωνώ με αυτό παρ’ όλο που είναι επικρατούσα άποψη. Μπορεί να υπάρξει μια κοινή κουλτούρα και πέραν της γλώσσας, μπορείς να είσαι Ελληνας ακόμη και αν δεν μιλάς άπταιστα τα ελληνικά». Τον προβληματίζει η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, πιστεύει ότι «η επιστροφή σε έναν παλαιάς κοπής εθνικισμό δεν μπορεί να είναι λειτουργική σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο» και ότι «ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι αυτός της συντεταγμένης ενσωμάτωσης των μεταναστών» με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πώς βλέπει ο ίδιος τις σχέσεις Γερμανίας – Ελλάδας; «Αυτό που οφείλει να κάνει ο συγγραφέας στην παρούσα συγκυρία είναι να υποδεικνύει την πολυπλοκότητα των ζητημάτων. Αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του υστερικού λαϊκισμού. Πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η στρατηγική της συνολικής λύσης αναβάλλεται συνεχώς στη Γερμανία, είναι γεγονός. Από την άλλη όμως πρέπει κάποιοι στην Ελλάδα να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πληρώσουν επιτέλους τον φόρο που τους αναλογεί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ