Η Βηθσαβέ ανήκει σαφώς στον χώρο του ερωτογραφικού μυθιστορήματος. Τη εξαιρέσει του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εμπειρίκου, που γράφεται επί μία εικοσιπενταετία (από το 1945 ως το 1970), παραπέμποντας σε ένα απελευθερωτικό όραμα υπερρεαλιστικής καταγωγής, η ερωτογραφία δεν είχε ποτέ στα καθ’ ημάς σπουδαία τύχη και ο Ανδρέας Στάικος είναι οπωσδήποτε ένας από τους λίγους ένθερμους εκπροσώπους της.
Αν με την Αισχροτάτη Εριέττα (1979) και τις Επικίνδυνες μαγειρικές (1998) ο Στάικος κινήθηκε περισσότερο στην περιοχή που ορίζουν οι Επικίνδυνες σχέσεις (1782) του Σοντερλό ντε Λακλό, με τη Βηθσαβέ προχωρεί στον σκληρότερο πυρήνα του είδους για να αγγίξει τη Ζυστίν και το 120 μέρες στα Σόδομα του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Εκείνο που απασχολεί τα δύο πρώτα μυθιστορήματα του Στάικου είναι ό,τι επιδιώκει σε επίπεδο ιδρυτικών αρχών η ερωτογραφία: ο ολοκληρωτικός έλεγχος του άλλου μέσω μιας εξουσίας που θα τον καταδυναστεύσει τόσο στο σωματικό όσο και στο διανοητικό επίπεδο. Με τη Βηθσαβέ, η οποία ανακαλεί αμέσως την ομώνυμη βιβλική μοιχαλίδα, ο Στάικος περνάει στο αμιγές σεξουαλικό παιχνίδι: ένα παιχνίδι που, όπως ξέρουμε από τον Σαντ, προϋποθέτει όχι μόνο τη μύηση στις ηδονές της ταπείνωσης και του βασανισμού, αλλά και την εξίσωση του έρωτα με τον ακρωτηριασμό και τον θάνατο.
Ας μη βιαστούμε πάντως. Ο Στάικος θα προσφύγει στις παραδεδομένες πηγές του όχι για να αναπαραγάγει πανομοιότυπα το περιεχόμενό τους, αλλά για να παρωδήσει τα θεματικά μοτίβα και το καθιερωμένο τυπικό των ηρώων συνθέτοντας μια μαύρη ερωτική κωμωδία. Πρωταγωνιστής του είναι ένας ευεπίφορος στους ερωτικούς πειρασμούς γιατρός που θα σαγηνευτεί από τις χάρες μιας δεκατριάχρονης νύμφης, η οποία θα καταφέρει γρήγορα, χάρη στην αμέριστη βοήθεια της πολυμήχανης μαμάς της, να τον υποτάξει πλήρως στις ορέξεις της. Ο γιατρός θα εγκαταλείψει τη σύζυγό του, θα χάσει την περιουσία του και θα παρατήσει αγόγγυστα το επάγγελμά του για να υποστεί μια σειρά από ακατονόμαστους σεξουαλικούς εξευτελισμούς που θα τον μετατρέψουν σε άθυρμα των δύο γυναικών και θα τον οδηγήσουν εκόντα άκοντα σε ένα σπαρακτικό τέλος.
Ο άτεγκτος λόγος του απολυταρχικού πνεύματος, η απατηλή περσόνα της αθωότητας, η εγγενής διαφθορά των φυσικών ορμών και η αδυναμία διάκρισης μεταξύ αρετής και βίτσιου (όλα με άλλα λόγια τα κεντρικά θέματα του Μαρκήσιου) θα δώσουν γενναία το παρών στις σελίδες της Βηθσαβέ. Τα πρόσωπα ωστόσο της ιστορίας του Στάικου θα γελοιοποιηθούν κατά τον πλέον ιταμό τρόπο: ο ερωτισμός των δύο γυναικών θα καταλήξει σε ένα καρναβάλι χρηματισμού και ανελέητης κοκεταρίας και φιληδονίας, ενώ η εξάρτηση του γιατρού από τους θηλυκούς του δαίμονες θα βρει τη γλώσσα της σε μια σπασμωδική παρλάτα που δεν θα πάψει να βγάζει τον στριγκό της ήχο μέχρι και την έσχατη ώρα.
Ο Στάικος θα αποφορτίσει τα πάθη των προσώπων του από την οποιαδήποτε δραματική ένταση, αλλά το μήνυμα της κωμωδίας του δεν θα ακουστεί διόλου καθησυχαστικό, αφού θα σπεύσει να μας αφήσει ως τραγελαφική κληρονομιά τρία φερέφωνα του μεγαλειώδους κενού και του εκκωφαντικού τίποτε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ