Ο Γιάννης Μαρής, ο εισηγητής της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, έγραψε δεκάδες μυθιστορήματα (αστυνομικά, αισθηματικά, περιπετειώδη) τα οποία δημοσιεύθηκαν στα έντυπα του δημοσιογραφικού συγκροτήματος των αδελφών Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Πρώτο»), μα και άλλα περιοδικά («Θεατής», «Επίκαιρα»). Τα περισσότερα από αυτά εκδόθηκαν στις εκδόσεις Ατλαντίς – Πεχλιβανίδης (και ορισμένα στις εκδόσεις Περγαμηνή), ωστόσο αρκετά παραμένουν ανέκδοτα, προφανέστατα κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του συγγραφέα.
Ερχεται τώρα η Αγρα, η οποία στην εξαιρετική σειρά αστυνομικών βιβλίων ελλήνων και ξένων δημιουργών προσθέτει και έργα του Μαρή. Μετά την έκδοση του 13ου επιβάτη, που άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1962 στην «Απογευματινή» και κυκλοφόρησε από την Περγαμηνή το 1971, πρόσφατα εξέδωσε άλλο ένα μυθιστόρημα του συγγραφέα, από τα πρώτα του, το Η κυρία της νύχτας, με εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη και εκλογή από την πρωτότυπη εικονογράφηση τoυ καλλιτέχνη Μιχάλη Γάλλια. Αυτό άρχισε να δημοσιεύεται στην «Ακρόπολι» τον Νοέμβριο του 1955 και ολοκληρώθηκε σε ογδόντα δύο συνέχειες. Αργότερα, το 1962, δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό «Πρώτο» με τίτλο Ενας άγγελος από την κόλαση.
Βασική ηρωίδα είναι μια μοιραία γυναίκα, η Λιάνα Περέζ, η οποία επιδιώκει να τιμωρήσει τους ανθρώπους που οδήγησαν στην αυτοκτονία τον πατέρα της. Η αγάπη της προς αυτόν την οδήγησε στο να πάρει ρόλο αγγέλου-εξολοθρευτή.
Μολονότι στην εισαγωγή του ο Ανδρέας Αποστολίδης σημειώνει ότι το μυθιστόρημα ακολουθεί την αφηγηματική ατμόσφαιρα των νουάρ αμερικανικών ταινιών της δεκαετίας του ’50, με έντονο το στοιχείο του μελοδράματος, και ανήκει στην εποχή της «Στέλλας» και του «Δράκου» «με μια μυθική δόση Ρίτας Χέηγουορθ και κυρίως της πλοκής του «Μαύρου Αγγέλου»» του Αμερικανού Κορνέλ Γούλριτς, η προσωπικότητα και η δράση της Λιάνας Περέζ θυμίζουν περισσότερο το Η νύφη φορούσε μαύρα του ίδιου συγγραφέα, που έγινε ταινία από τον Φρανσουά Τρυφό. Ο Γούλριτς βάζει την ηρωίδα του να εξολοθρεύει εκείνους που σκότωσαν τον αγαπημένο της άνδρα, ενώ ο Μαρής βάζει τη δική του να τιμωρεί εκείνους που έβλαψαν τον αγαπημένο της πατέρα.
Η ιστορία αρχίζει με μια παράξενη σκηνή: μια γυναίκα βρίσκεται σε ένα δωμάτιο πλούσιου σπιτιού μαζί με κάποιον άνδρα. Οταν χτυπάει η πόρτα, μπαίνει στο σπίτι ένας νεαρός, τον οποίο εκείνη διώχνει με σκαιότητα. Ταραγμένος της λέει πως αν τη χάσει θα σκοτωθεί, μα εκείνη αδιαφορεί. Το πρωί, ο άνδρας της ομολογεί ότι είναι ερωτευμένος μαζί της και εκείνη του λέει ότι απλώς της αρέσει. Λίγο αργότερα η γυναίκα μαθαίνει από ένα τηλεφώνημα πως ο νεαρός αυτοκτόνησε, οπότε ψιθυρίζει «ο πρώτος» και μπροστά στη φωτογραφία ενός ηλικιωμένου ορκίζεται πως θα έρθει και η σειρά των άλλων…
Η γυναίκα, για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε –όπως ελάχιστα γνωρίζουν και οι εραστές της -, ενώ ισχυρίζεται πως ονομάζεται Λιάνα Περέζ και ήταν παντρεμένη με κάποιον πάμπλουτο Αργεντινό, έχει κακές προθέσεις: περιγράφεται ως ωραία, ελκυστική, με πράσινα μάτια, μα χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνη, αφού το γέλιο της είναι κακό.
Και εδώ ο Μαρής αφηγείται μια ιστορία για την καλή αθηναϊκή κοινωνία της εποχής, γεμάτη αδίστακτους επιχειρηματίες με αινιγματικό παρελθόν, μετρέσες, κέντρα διασκέδασης και θεατρικές παραστάσεις. Στην πλοκή κυριαρχεί ο έρωτας με ηρωίδα τη Λιάνα Περέζ. Αν και η δράση είναι διαρκής, σχεδόν κινηματογραφική, απουσιάζουν οι αστυνομικοί, οι οποίοι αποτελούν απλώς διακοσμητικά στοιχεία.
Ο αστυνόμος Μπέκας κάνει δύο μικρές εμφανίσεις, μία στην αρχή, όταν ερευνά την αυτοκτονία του νεαρού εραστή της Περέζ, και μία στη μέση του βιβλίου, όταν αναρωτιέται για την καταστροφή ενός επιχειρηματία από τον φίλο του, εκείνους που είναι τα επόμενα θύματα της εκδικητικής μανίας της ωραίας γυναίκας. Ωστόσο, και χωρίς αυτόν η αγωνία για τη συνέχεια σε αυτό το γοητευτικό μυθιστόρημα (θυμίζει το ανάλογο σασπένς στις ταινίες του Χίτσκοκ) είναι καθηλωτική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ