Τα ταξιδιωτικά βιβλία, μια ευγενής απασχόληση παλαιότερων λογοτεχνών όπως ο Γ. Δροσίνης, οΑ. Καρκαβίτσας, οΔ. Βικέλας, οΝ. Καζαντζάκης, οΚ. Ουράνηςκαι πολλοί άλλοι, τείνουν να εκλείψουν. Eνας εξ αυτών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πέθανε πολύ νέος αλλά πρόλαβε ανάμεσα στα πολλά γραπτά του να αποτυπώσει την Ελλάδα των δεκαετιών ’50-’60 με έναν τρόπο που αξίζει να ξαναθυμηθούμε σε αυτή την ανατύπωση των τριών πιο γνωστών ταξιδιωτικών βιβλίων του, με τίτλο Ταξιδιωτικά του ελληνικού χώρου (εκδ. Μίλητος).
Ο ταξιδιώτης-συγγραφέας καταθέτει μια εντελώς προσωπική ματιά. Θέτει τον αναγνώστη μπροστά σε μια εμπειρία και τον βάζει να συγκρίνει, να στοχαστεί και πιθανόν να ανατρέψει την αρχική του θέση. Πρόκειται για μια κατά κάποιον τρόπο διαδραστική σχέση συγγραφέα – αναγνώστη. Σήμερα, που οι ταξιδιωτικές πληροφορίες είναι κοινός τόπος για κάθε ενδιαφερόμενο, η αξία αυτής της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας είναι μεγαλύτερη.
Οι ταχύτητες της ζωής μας, τα εικονικά ταξίδια, η υπερπληροφόρηση έχουν καταστρέψει την πρώτη ματιά, την αργή και διεισδυτική, σχεδόν ερωτική σχέση με έναν τόπο. Ο τουρισμός επίσης έχει αλλάξει τις προσλαμβάνουσες. Αμφιβάλλω αν κάποιος επισκέπτης της Λέρου περιμένει σήμερα την Aρτεμη στη χρυσή άμμο και τη βλέπει να έρχεται πάνω σε ένα άρμα που το σέρνουν δυο μεγάλα ελάφια, όπως γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αλλά ούτε και τους Κάβειρους στη Σαμοθράκη ή τα άσπρα φαντάσματα στην παραλία της Ελούντας.
Ο Μητσοτάκης διατρέχει την πατρίδα του από Βορρά σε Νότο και από Δύση σε Ανατολή. Η ματιά του, ακόμη και για τόπους που γνωρίζει πολύ καλά, όπως η Κρήτη, διαθέτει μια παρθενικότητα, ένα πρώτο βλέμμα αμόλυντο από τη γνώση. Την οποία όμως γνώση ενσωματώνει σε αυτή τη ματιά. Η γνώση της μυθολογίας, της Ιστορίας, της παράδοσης, του λογοτεχνικού παρελθόντος ενός χώρου, μιας πόλης, ενός νησιού που επισκέπτεται, χρησιμεύει ως εργαλείο. Ψάχνει στον τόπο να δει αν αυτά που γνωρίζει υπάρχουν και τα ανακαλύπτει με έναν άλλο τρόπο, απόλυτα προσωπικό και γι’ αυτό ενθουσιαστικά γοητευτικό.
Στα οδοιπορικά του διαβάζει κανείς σήμερα για τόπους όπως τους είχε ζήσει μικρός. Για παράδειγμα, το κείμενο για τα Καμένα Βούρλα, αυτόν τον μικρό τόπο χτισμένο πάνω στην Εθνική οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης. Προτού κατασκευαστεί η νέα Εθνική και παρακάμψει το χωριό, ήταν μια εικόνα παρακμής, με ξεχασμένα καφενεία, πλαστικές καρέκλες, γέρους και μόνο γέρους. Πόση διαφορά από τα Καμένα Βούρλα που περιγράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως «ένα τσαλίμι, ένα παιχνίδι στη στεριά της Λοκρίδας» με τουρισμό που «έκανε το χωριό να λάμπει». Τα Καμένα Βούρλα του Μητσοτάκη είναι ένας ερωτικός τόπος γεμάτος φεγγάρι και νιάτα. Μια παραλία γεμάτα ζωή, δύναμη, μέλλον, ένας μυθικός τόπος όπου «οι αλογοουρές των κοριτσιών αυλακώνουν τον αέρα και τρέχουν και χάνονται».
Η λυρική διάθεση του Μητσοτάκη μεταμορφώνει τα πράγματα. Ποιο παιδάκι σήμερα θα έβλεπε τις μέδουσες σαν «ξωτικές κινέζικες ομπρελίτσες γεμάτες χρώματα, μυστήριο και μαγεία»; Ποιος ταξιδιώτης στη Σαλαμίνα με το απερίγραπτο οικιστικό κιτς και την παραλία γεμάτη ομπρέλες και καθίσματα θα ένιωθε ότι «η θάλασσα ανθίζει, τα κύματα έχουν ανθούς στη γαλάζια χαίτη τους, άσπρους ροδαμούς που τους παίρνει ο άνεμος και τους πετά στο πρόσωπο και σου μεταδίδουν τη χαρά της άνοιξης με τραγούδια, με απάλαφρες θωπείες στα κατακόκκινα χείλη»;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «συνομιλεί» με τους έλληνες ποιητές. Τον Σικελιανό, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Δημάκη, αλλά και τον Δροσίνη, τον Παλαμά, τον Καζαντζάκη. Τα κείμενά του αποτελούν τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας μας. Αλλά και τμήμα της ιστορίας του τόπου μας. Ετσι όπως τον έχει καταγράψει, δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ πια.
Ο γνωστός άγνωστος μαχητής του πολιτισμού
Ο Γιάννης Μηλιάδης (1895-1975), αρχαιολόγος και διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, έμεινε στην ιστορία κυρίως επειδή λίγο προτού μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα μαζί με άλλους αρχαιολόγους πρωτοστάτησε στο να σωθούν σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία, με την ταφή τους στη γη, σε κρύπτες, σε θησαυροφυλάκια, σε σπηλιές. Ο Γιάννης Μηλιάδης όμως είχε και ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο το οποίο «ανέσκαψε» ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας και το παρουσιάζει στον τόμο Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό (εκδ. Ιδρύματος Ουράνη).
Ο Μηλιάδης, γόνος παλαιάς αθηναϊκής οικογένειας, γεννήθηκε το 1895, σπούδασε στη Φιλοσοφική και στη Νομική Σχολή και το 1919 διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Εκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιέννη, στο Μόναχο και στο Βερολίνο, υπηρέτησε σε αρχαιολογικές υπηρεσίες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, για να καταλήξει το 1940 διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, θέση στην οποία παρέμεινε ως τον θάνατό του, το 1975.
Εγραψε ποιήματα, δοκίμια, μεταφράσεις, θεατρικές κριτικές, χρονογραφήματα και πολλά άλλα κείμενα, άγνωστα ως τώρα, μιας και χρησιμοποιούσε ως υπογραφή έξι διαφορετικά ψευδώνυμα, με πιο γνωστό το «Ιούλιος Νάρκισσος». Το πρώτο του ποίημα το δημοσιεύει σε ηλικία 15 ετών στο περιοδικό «Ανθών», ενώ παράλληλα διευθύνει τη μηνιαία φιλολογική «Ανεμώνη». Συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια πνευματικής ανανέωσης της χώρας ιδρύοντας μαζί με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Κλέωνα Παράσχο και άλλους νέους 18-21 ετών την Οργάνωση των Νέων.
Ως φοιτητής επανιδρύει τη Φοιτητική Συντροφιά με στόχο «να σχηματιστεί και στην πατρίδα μας η απαραίτητη τάξη μιας αναπτυγμένης νεότητας με αξιωματική βαρύτητα, με ορισμένα ιδανικά και αληθινό ακαδημαϊκό ήθος». Το 1919 μπαίνει στην Καλλιτεχνική Συντροφιά, μαζί με τους Τέλλο Αγρα, Δημοσθένη Βουτυρά, Αγγελο Δόξα, Δημήτρη Μυράτ, Αλκη Θρύλο κ.ά. Το 1922 συμμετέχει στη Δημοκρατική Νεολαία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, όπως και στον Εκπαιδευτικό Ομιλο του Δ. Γληνού. Οργανώνει το Φιλολογικό Φροντιστήριο σε μια προσπάθεια, μέσω συζητήσεων και διαλέξεων, να οριστεί συστηματικά και κριτικά η νεοελληνική φιλολογία.
Πνεύμα συνεπές με τις αρχές του, θα βρεθεί πολλές φορές υπό διωγμόν επειδή «δεν συνεμορφώνετο προς τας υποδείξεις». Θα υποστεί πειθαρχική δίωξη γιατί υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας για την εκδίωξη του Κώστα Βάρναλη από τη θέση του διδάσκοντος στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Θα λοιδορηθεί ως «μέλος της σπείρας του Μαρασλείου», δηλαδή των Δελμούζου, Γληνού, Τριανταφυλλίδη κ.ά. Στην Κατοχή θα ενταχθεί στην Αντίσταση και θα λάβει μέρος ως σύμβουλος στους Κορυσχάδες. Θα συλληφθεί στα Δεκεμβριανά και θα σταλεί στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα.
Σε όλη τη διάρκεια της δημόσιας πορείας του αρθρογραφεί, μαχόμενος για τις αξίες του. Στη δεκαετία του 1960 διορίζεται γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο με πρόεδρο τον Γιώργο Θεοτοκά. Πεθαίνει αιφνιδίως τον Σεπτέμβριο του 1975 στη διάρκεια συνεδρίασης στο υπουργείο Πολιτισμού. Ηταν τότε πρόεδρος της Επιτροπής για τη διάσωση των μνημείων της Ακρόπολης. Ο Μανόλης Ανδρόνικος θα πει γι’ αυτόν: «Στάθηκε ένας άνδρας γενναίος και αυστηρός, μια πλούσια καρδιά και ένα φωτισμένο μυαλό». Ο Γιάννης Παπακώστας με αυτή την έκδοση μας γνωρίζει ένα… παραλίγο ξεχασμένο κομμάτι της Ιστορίας μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ