Οι Γερμανοί δεν τα ξέρουν όλα. Σε θέματα οικονομίας είναι μάλλον αδαείς. Ορισμένοι δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους, άλλοι όχι πέρα από τη χώρα τους. Ακόμη και οι ξερόλες δεν τολμούν να ισχυριστούν ότι έχουν μια συνολική εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή μπορούν να τη διαμορφώσουν πραγματικά μόνον οι ειδικοί ή πλάσματα που μας έρχονται από το Διάστημα και, όντας μη προκατειλημμένα, βλέπουν τα πράγματα αμερόληπτα και αντικειμενικά.
Ενα τέτοιο πλάσμα, που είναι και καλά μπασμένο στα οικονομικά, χρησιμοποιεί ο γνωστός γερμανός οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ στην αρχή του βιβλίου του με τίτλο Επιστροφή στο μάρκο; Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ για να εξηγήσει τα ανεξήγητα της κρίσης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Το σύγγραμμα έχει αφετηρία την πολιτική και επιστημονική σύγκρουση στη Γερμανία σχετικά με τα θετικά και τα αρνητικά του ευρώ, απευθύνεται όμως, λόγω της φύσης του θέματος, και στο πλατύ ευρωπαϊκό κοινό.
Ποιο είναι λοιπόν το πρώτο πράγμα που βλέπει ο εξωγήινος κατεβαίνοντας στη Γη; Σημεία και τέρατα, με πρώτο και χειρότερο την κρίση που ταλανίζει ολόκληρη την υφήλιο. Αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, και θρήνο, και οδυρμό, σε έναν χώρο που δεν θα το περίμενε ποτέ: στην ευρωζώνη. Ο εξωγήινος απορεί. Αλλα είχε μάθει στο πανεπιστήμιο του πλανήτη Στέλλα και άλλα βλέπει μπροστά του.
Για να διαπιστώσει λοιπόν την πραγματική κατάσταση κάνει μια συγκριτική έρευνα ανάμεσα στις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου: Ινδία, Ιαπωνία, Κίνα, ΗΠΑ, ευρωζώνη, Βρετανία. Από τη σύγκριση προκύπτει ότι η ευρωζώνη βρίσκεται στη δεύτερη καλύτερη θέση μετά την Κίνα, ενώ τις δύο τελευταίες θέσεις καλύπτουν η Ινδία και η Ιαπωνία.
Το τρίγωνο της κόλασης


Η πρώτη του παρατήρηση: Το κυρίαρχο συναίσθημα στην Ευρώπη, ότι το ευρώ είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τα άλλα διεθνή νομίσματα, δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Και η δεύτερη: Η κρίση δεν είναι απλώς, όπως διαδίδει η κυρίαρχη ιδεολογία, κρίση κρατικού χρέους, αλλά πριν απ’ όλα κρίση των χρηματιστηριακών αγορών. Αυτό, γράφει, φάνηκε ξεκάθαρα στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, που ως το 2009 είχαν πολύ χαμηλό συνολικό χρέος, μπήκαν όμως σε περιπέτειες, όταν οι χρηματιστηριακές «φούσκες» των τραπεζών τους στον τομέα των ακινήτων άρχισαν να σκάνε. Για να τις σώσουν τα κράτη αναγκάστηκαν να επωμιστούν τεράστια τραπεζικά χρέη –με αποτέλεσμα να βρεθούν ξαφνικά και τα ίδια καταχρεωμένα.
Από αυτή τη «μητέρα των κρίσεων» παράγεται έτσι αναπόφευκτα το «τρίγωνο της κόλασης» που συνίσταται από τρεις αλληλοεξαρτώμενες κρίσεις: τη δημοσιονομική, την τραπεζική και τη μακροοικονομική, η οποία περιλαμβάνει και την πραγματική οικονομία. Το χειρότερο: Η πολιτική της λιτότητας, που επιβάλλει η Ανγκελα Μέρκελ και οι συν αυτή στις υπερχρεωμένες χώρες, όχι μόνο δεν απαλύνει την κρίση αλλά, αντίθετα, την επιδεινώνει.
Η συναινετική συμφωνία


Η αφετηρία του κακού, σύμφωνα με τον συγγραφέα, βρίσκεται στο Βερολίνο. Εκεί «μαγειρεύτηκε» στις αρχές του 2010 η περιβόητη «βερολινέζικη συναίνεση» η οποία απέβλεπε στην «πρωσική» σχεδόν (λόγω αυστηρότητας) διαχείριση της κρίσης του ευρώ –με πρωτοστάτη την καγκελάριο και με συμμετοχή των ηγετών της τρόικας, η οποία συναποτελείται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή των Βρυξελλών.
Το δόγμα αυτής της συναίνεσης λέει ότι η τρέχουσα κρίση είναι σε πρώτη γραμμή κρίση κρατικού χρέους, το οποίο μπορεί να μειωθεί μόνον αν οι υπερχρεωμένες χώρες εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα αιματηρών οικονομιών. Προς τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία μια εξωτερική πίεση, την οποία μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματικά μόνον οι αγορές μέσω των υψηλών τόκων που απαιτούν για την αγορά κρατικών ομολόγων.
Οι υπέρμαχοι της συναίνεσης δεν αμφισβητούν τις αρνητικές συνέπειες της στην πραγματική οικονομία, τις θεωρούν όμως σε έναν βαθμό αναπόφευκτες. Παράλληλα εκθειάζουν τις λεγόμενες «δομικές μεταρρυθμίσεις» στον συνταξιοδοτικό και εργασιακό τομέα ως βασικό μέσο ανάπτυξης, ενώ παράλληλα απορρίπτουν οποιονδήποτε άλλο αναπτυξιακό ρόλο του κράτους.
Ο Μπόφινγκερ υποβάλλει σε ανηλεή κριτική τόσο το περιεχόμενο της συναίνεσης όσο και το λεξιλόγιό της. Ο Τζορτζ Οργουελ, γράφει, θα γελούσε με την καρδιά του αν άκουγε ότι η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον όρο «μεταρρύθμιση» για να αποδώσει την καρατόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Η εναλλακτική πρόταση που προτείνει για την Ελλάδα είναι: τέρμα στην καταστρεπτική λιτότητα, περισσότερος χρόνος (κάτι που εγκρίθηκε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής) για τις μεταρρυθμίσεις, καθώς και επενδύσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση (κάτι που είναι άδηλο αν θα γίνουν ποτέ).
Για την ευρωζώνη η πρότασή του είναι πολύ πιο σύνθετη και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ελεγκτικούς μηχανισμούς για κράτη με ασυνεπή δημοσιονομική πολιτική, μία ευρωπαϊκή Ενωση Τραπεζών, την κοινοτικοποίηση των χρεών, έτσι που οι τόκοι για νέα δάνεια να μην ξεπερνούν το 3%-4%, και έναν ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών, ο οποίος θα νομιμοποιείται πολιτικά μέσω του διορισμού του από την Ευρωβουλή.
«Το ευρώ δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση»
Οι Ευρωπαίοι, τονίζει ο Μπόφινγκερ, έχουν πλέον μόνο δύο επιλογές. Είτε την ταχεία πολιτική και οικονομική ενοποίηση είτε την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα –το μάρκο, τη λιρέτα, τη δραχμή.
Η επιστροφή εγκυμονεί όμως φοβερούς κινδύνους, όπως την επαναλειτουργία του καζίνου της νομισματικής αγοράς. «Ο μονεταριστικός εθνικισμός θα οδηγήσει πολύ πιθανόν σε έναν νομισματικό πόλεμο» γράφει.
Το ζητούμενο είναι λοιπόν τώρα «μια οικονομική φόρμουλα για την ανάπτυξη της οικονομίας» η οποία δεν θα επιφέρει υπερβολική αύξηση των χρεών. Ενα βασικό στοιχείο της, προσθέτει, θα πρέπει να είναι «μια δικαιότερη διανομή των εισοδημάτων». Ουτοπικές απαιτήσεις; Μάλλον πολύ μετριοπαθείς, οι οποίες όμως, υπό τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες στην Ευρώπη, είναι δύσκολο να πραγματωθούν.
Ο Μπόφινγκερ δεν έχει αυταπάτες. Εκείνο που επιδιώκει δεν είναι «αγορές με ανθρώπινο πρόσωπο», αλλά η τιθάσευσή τους. Αυτό θα εμβάθυνε τη διεθνή αλληλεγγύη. Θα έκανε την Ευρώπη πιο «ευρωπαϊκή». Αλλά και πιο ωφέλιμη –για τους περισσότερους –τη χρήση του ευρώ, το οποίο, όπως τονίζει, «δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση».