«Η ζωή του συγγραφέα είναι μια ζωή αναθεωρήσεων» είπε πριν από δύο χρόνια σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Paris Review» ο Τζόναθαν Φράνζεν με αφορμή το πρώτο μυθιστόρημά του Η εικοστή έβδομη πολιτεία, που εκδόθηκε το 1988, όταν ο συγγραφέας ήταν 29 ετών, και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά σε ωραία μετάφραση του Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη.
Ωστόσο ο αναγνώστης δύσκολα θα έλεγε τι –και αν –θα έπρεπε να αναθεωρήσει ο Φράνζεν, για τον απλούστατο λόγο ότι η Εικοστή έβδομη πολιτεία δεν είναι πρωτόλειο αλλά διαθέτει όλες τις αρετές που διακρίνονται και στα δύο μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο: τις Διορθώσεις και την Ελευθερία. Θα βρούμε και εδώ τις ατμοσφαιρικές περιγραφές, τα ειρωνικά –αλλά σε μετρημένες δόσεις –σχόλια και πάνω απ’ όλα το απαράμιλλο ύφος του, που μας θυμίζει άλλοτε Ντον ΝτεΛίλο και άλλοτε Τόμας Πίντσον.
Υπάρχουν και άλλα πρότυπα, βέβαια, που έχουν επηρεάσει τον Φράνζεν: οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε του Ρίλκε και ακόμη περισσότερο ο Κάφκα. Το ομολογεί ο ίδιος, άλλωστε, όταν λέει πως στόχευε στο να παρουσιάσει έναν οικείο τόπο ως παράξενο –και μάλιστα «την πιο βαρετή από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες», τουτέστιν το Σεντ Λούις.
Τι γίνεται λοιπόν στο Σεντ Λούις, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματος, το 1984; Η πόλη βρίσκεται σε παρακμή και από την τέταρτη θέση στη λίστα των σημαντικότερων πόλεων των ΗΠΑ έχει πέσει στην εικοστή έβδομη. Τότε οι Αρχές αποφασίζουν να διορίσουν ως αρχηγό της Αστυνομίας μια νέα γυναίκα, τη Σ. Τζάμου, η οποία έχει διαπρέψει ως αστυνομικός στην Ινδία.
Την περίοδο αυτή το αστικό τοπίο σε ολόκληρη τη χώρα μεταμορφώνεται και για το Σεντ Λούις το μείζον ζήτημα είναι η ενοποίηση της πόλης με τα περίχωρά της –με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε τούτο το εγχείρημα ο ρόλος της Τζάμου είναι καταλυτικός, αν και η ίδια κινείται στο παρασκήνιο. Θα συγκρουστεί με τον μεγαλοκατασκευαστή Μάρτιν Προμπστ και θα μεταχειριστεί εναντίον του βρώμικα μέσα: θα βάλει να σκοτώσουν τον αγαπημένο του σκύλο, να ξελογιάσουν τη σύζυγό του Μπάρμπαρα και να αποξενώσουν την κόρη του Λουίζα από την οικογένειά της.
Η σύγκρουση όμως δεν είναι σχηματική –ούτε και οι χαρακτήρες. Τόσο η Τζάμου όσο και ο Προμπστ έχουν ένα κοινό: ανήκουν στην πόλη, στην εποχή, στην ατμόσφαιρα και στο περιβάλλον της. Δεν είναι λοιπόν αφύσικο που στο τέλος θα κοιμηθούν μαζί.
Το βιβλίο κλείνει με πικρό τρόπο. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια της οικιστικής ενοποίησης αποτυγχάνουν και η σύζυγος του Προμπστ σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Οσο για τους υπόλοιπους, κανείς δεν έχει κερδίσει, όλοι έχουν ηττηθεί –και περισσότερο η ίδια η πόλη, που βουλιάζει βαθύτερα στην παρακμή και χάνει πλέον τη σημασία της.
Καταιγιστική δράση


Η Αμερική της εποχής εκείνης δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει στο Σεντ Λούις, γιατί και το ίδιο το Σεντ Λούις δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του. Είναι πλέον «μια πόλη νεκρή», η γενέτειρα του Φράνζεν, την οποία ο συγγραφέας περιγράφει εκπληκτικά, με λεπτομέρειες που μόνο το εξασκημένο μάτι του πεζογράφου πρώτης γραμμής μπορεί να διακρίνει. Οι περιγραφές του συνδυάζονται θαυμάσια με τους εξαίρετους και απολύτως φυσικούς διαλόγους χωρίς τους οποίους κανένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα δεν μπορεί να διεκδικήσει εύσημα αυθεντικότητας. Γιατί ο κάθε χαρακτήρας ορίζεται μεν από τις πράξεις του, αλλά στα έργα της μυθοπλασίας τον ορίζουν στον ίδιο βαθμό ο τρόπος που εκφράζεται και τα όσα λέει κατά περίπτωση. Ιδιαίτερα μάλιστα εδώ, σε τούτο το ψυχολογικό θρίλερ, το οποίο ωστόσο απαιτεί από τον αναγνώστη ικανά ποσοστά υπομονής, αφού ο Φράνζεν ως το τελευταίο κεφάλαιο εισάγει νέα πρόσωπα στην αφήγηση.
Το θαυμαστό είναι ότι, ενώ η διήκουσα γραμμή δεν χάνεται πουθενά, τα αφηγηματικά επίπεδα είναι τόσα (όπως και τα πρόσωπα) που, αν το βιβλίο δεν διαβαστεί προσεκτικά, αν δηλαδή λόγω της καταιγιστικής δράσης το εκλάβει κανείς μόνο ως θρίλερ, θα απογοητευθεί και θα το παρατήσει στη μέση.
Η μάσκα και τα όνειρα
Ο Τζόναθαν Φράνζεν έχει πει ότι οι πόλεις είναι ιδέες και ότι η 27η Πολιτεία (το Σεντ Λούις) είναι «μια μεγάλη μάσκα» (απηχώντας έτσι τον Νίτσε, έναν από τους συγγραφείς που τον έχουν επηρεάσει). Η πραγματικότητα επομένως είναι κάτι περισσότερο από εκείνο που βλέπουμε, γιατί η μάσκα την αποκρύπτει. Αυτό σημαίνει ότι όσα δεν φαίνονται θα πρέπει να τα εικάσουμε. Γι’ αυτό και εδώ το ειρωνικό και το σατιρικό στοιχείο λειτουργούν ως μέσα αναγνώρισης του άλλου νοήματος, σε συνδυασμό με τα όνειρα. Τα πρόσωπα στην Εικοστή έβδομη πολιτεία ονειρεύονται –και ονειρεύονται πολύ. Ακόμη και σκηνές πραγματικές μοιάζουν σαν να είναι αποσπάσματα ονείρων. Ο τρόπος όμως που τα αφηγείται ο Φράνζεν δεν είναι στο ελάχιστο ονειρικός.
Τα σημαντικά μυθιστορήματα απομνημειώνουν το παρόν, αντλούν από το παρελθόν εκείνα που ορίζουν το παρόν τους και αναδύονται σχεδόν τυχαία. Κυρίως, μας λένε για την ανθρώπινη συνθήκη πολύ περισσότερα όταν την εξετάζουν μέσα από τις δυσπλασίες και τον υπόγειο τρόμο της καθημερινής ζωής, που εδώ ο Φράνζεν τη μετατρέπει σε μαύρη κωμωδία. Τα όνειρα που περιγράφει είναι άλλοτε θραύσματα και άλλοτε διαστροφικές εκδοχές του αμερικανικού ονείρου. Γιατί κατά τη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε ένα άλλο είδος αυτογνωσίας: ότι πλέον η χώρα δεν μπορούσε να κινηθεί με οραματική χαρά προς το μέλλον. Και αυτό συμπεραίνει κάποιος ολοκληρώνοντας τούτο το φιλόδοξο μυθιστόρημα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ