Το συνολικό έργο του Κ. Π. Καβάφη είναι ένα «κατορθωμένο σώμα» πάνω στο οποίο ασκήθηκαν, πειραματίστηκαν, δοκίμασαν τις αντοχές τους και δοκιμάστηκαν οι ιδιόρρυθμες και κάποτε αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου μας κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 20ού αιώνα: λογοτεχνικές επιφυλάξεις, άκριτος θαυμασμός, γλωσσικές αντιρρήσεις, ηθικολογικού τύπου αναστολές, φόβος του «αδοκίμαστου και του από αλλού φερμένου» και, επιπλέον, η αμήχανη στάση της ελληνικής Αριστεράς μπροστά στις καινοφανείς μορφές τέχνης που δεν υπακούουν στα κελεύσματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. «Ο καιρός, που είναι καλός κριτής των πραμάτων», όπως έλεγε ο ξεχασμένος σήμερα Ιωάννης Βηλαράς, παρέσυρε όλα τα αναχώματα, δικαίωσε τον Αλεξανδρινό και άφησε να κυλήσει ελεύθερα το ποτάμι της ποίησής του. Είναι περίεργο, αλλά η υποδοχή της καβαφικής ποίησης εκτός Ελλάδος δεν ακολούθησε αυτή τη διαδρομή· υπήρξε εξαρχής ενθουσιώδης και υπερθετική. Εκτιμήθηκε εγκαίρως από σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης, ενέπνευσε μεγάλους ποιητές και κινητοποίησε πολύ πρώιμα άξιους μεταφραστές.
Μεγάλο τμήμα των προσώπων που κυκλοφορούν στα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη συγκροτείται από γραμματικούς, σοφιστές, ποιητές, σπουδαστές, γλύπτες, χαράκτες, αισθητικούς και καλλιτέχνες κάθε είδους. Ως πράξη άμεσης ανταπόκρισης και δικαιοσύνης, σχεδόν δεν υπάρχει στις μέρες μας Ελληνας ή ξένος από τους χώρους του λόγου και της τέχνης που να μην έχει αποπειραθεί να αποτυπώσει και να αποδώσει την καβαφική ποίηση με τα δικά του μέσα: το θέατρο, ο χορός, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική, η γλυπτική, η χαρακτική αποδίδουν (όχι πάντα επιτυχώς) το κλίμα και την ατμόσφαιρα του Αλεξανδρινού. Μα και οι απανταχού της γης ποιητές, όπως αποδεικνύουν τρεις σχετικοί τόμοι (Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων, 1998· Συνομιλώντας με τον Καβάφη, Ξένα καβαφογενή ποιήματα, 2000· Ελληνικά καβαφογενή ποιήματα, 2003), γοητεύονται από τους τρόπους και την τεχνική του Καβάφη. Είμαι της γνώμης πως η επιτυχής, επιγραμματική στέγαση της μεταπαλαμικής ποίησής μας υπό τον τίτλο «Στη βαριά σκιά του Παλαμά», όπως είχε προτείνει ο πάντα παρών Κ. Θ. Δημαράς, ίσως θα πρέπει να μετονομαστεί για τη νεότερη ποίηση: «Στη βαριά σκιά του Καβάφη».
Ο Γ. Π. Σαββίδης και οι μαθητές του


Οι σημερινοί αναγνώστες της ποίησης, εννοώ αυτούς που ανδρώθηκαν κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, αναγνωρίζουν τον Καβάφη ως έναν δεδομένον παγκοσμίως και αναγνωρισμένον διεθνώς ποιητή και επικοινωνούν μαζί του μέσα από την οπτική μιας απροσδόκητης, απροσδιόριστης και πολυπρισματικής στις αιτίες της δημοφιλίας. Οι στίχοι του –κατά κανόνα οι γνωμικοί και παροιμιακοί –συνιστούν ένα κοινόχρηστο πεδίο συνεννόησης, πρόσφορο και βολικό για κάθε είδους, δημόσια ή ιδιωτικά, συμβάντα. Το κρίσιμο σημείο που συχνά μάς διαφεύγει είναι πως έως τη χρονιά ορόσημο του 1963 (εκατό χρόνια από τον θάνατό του) ο ποιητής εξακολουθούσε να διέρχεται τις Συμπληγάδες της αμφισβήτησης, των αντιτιθεμένων συγκρούσεων και των άσκοπων διαξιφισμών. Η σταδιακή από τη χρονιά εκείνη δημοσίευση άγνωστων στοιχείων από το Αρχείο του ποιητή απέδειξε πως ό,τι γνωρίζαμε έως τότε ήταν μόνον ένα μέρος του έργου του. Η βαθμιαία ανάδειξη της ολοκληρωμένης πλέον παραγωγής του Καβάφη οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εκδοτικές και ερευνητικές εργασίες τού κατ’ εξοχήν καβαφιστή Γ. Π. Σαββίδη και των αφοσιωμένων μαθητών και συνεργατών του. Στα 1965 ο Σαββίδης, αγνοώντας και παραμερίζοντας μικρόψυχες αντιρρήσεις, διακήρυξε: «Ο Κ. Π. Καβάφης ΕΙΝΑΙ εθνικός ποιητής».
Στην ίδια πάνω-κάτω εποχή είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της και είχε διατυπώσει τις πολύτιμες καταθέσεις της η πρώτη γενιά των ανά τον κόσμο καβαφιστών, συνήθως συνδυάζοντας την εκδοτική και τη μεταφραστική δραστηριότητα: ο G. Η. Blanken και ο Hans Warren στην Ολλανδία, ο Filippo Maria Pontani και o Bruno Lavagnini στην Ιταλία, οι John Mavrogordato, Edmund Keeley, Philip Sherrard και Rae Dalven στον αγγλόφωνο κόσμο, ο Zygmunt Kubiak στην Πολωνία, η Marguerite Yourcenar στη Γαλλία, ο Aurel Rau στη Ρουμανία, ο José Paulo Paes στη Βραζιλία, ο Miguel Castillo Didier και ο Carles Riba στις ισπανόφωνες χώρες, ο Helmut von den Steinen στη Γερμανία.
Τα αριθμητικά δεδομένα



Το διαμονητήριο που εκδόθηκε από το Ελληνικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας για το ταξίδι του Κ. Π. Καβάφη στην Αθήνα (Ιδρυμα Ωνάση, Αρχείο Καβάφη).

Αυτή η εντελώς ενδεικτική παράθεση ονομάτων συμβαδίζει με ανάλογα αριθμητικά δεδομένα. Η Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη 1886-2000, που εκδόθηκε το 2003 από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη, κατέγραφε 254 βιβλία (αυτοτελή ή σύμμεικτα) περί Καβάφη, καθώς και 140 αυτοτελείς μεταφράσεις έργων του σε ξένες γλώσσες. Το συμπλήρωμα της Βιβλιογραφίας για τη δεκαετία 2001-2010 (που δημοσιεύεται τον επόμενο μήνα στο περιοδικό «Κονδυλοφόρος» της Θεσσαλονίκης) προσθέτει 50 νέους τίτλους βιβλίων περί Καβάφη που εμφανίστηκαν μετά την αυγή του τρέχοντος αιώνος, καθώς και 21 καινούργιες μεταφράσεις έργων του σε ξένες γλώσσες κατά το ίδιο διάστημα. Είναι χαρακτηριστικό, χωρίς να συνυπολογίσουμε τυχόν ανατυπώσεις παλαιότερων τίτλων, πως 10 από τις καινούργιες αυτές μεταφράσεις προέρχονται από τη γλωσσικά κυρίαρχη αγγλική γλώσσα. Ενα ακόμη σχετικό χαρακτηριστικό είναι πως δύο από τις μεταφράσεις αυτές έχουν εκπονηθεί στην αγγλική γλώσσα από Ελληνες: τον Στρατή Χαβιαρά και τον Ευάγγελο Σαχπέρογλου.

Η νέα επετειακή χρονιά 2013 (150 χρόνια από τη γέννηση και 80 από τον θάνατο του Αλεξανδρινού) θα αποφέρει ασφαλώς γενναία συγκομιδή νέων (και μακάρι εύστοχων) προσεγγίσεων και ερμηνειών στο έργο του. Ετσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει νεοέλληνας συγγραφέας ή λόγιος που να μην έχει εκφέρει δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, την άποψή του για τον Καβάφη, το όνομα του οποίου εξάλλου προσφέρεται για εύκολες λύσεις «πολιτιστικών» εκδηλώσεων, με εξασφαλισμένη την προβλεπόμενη συρροή φανατικών οπαδών της ποίησής του. Η παλαιά ελληνική φρουρά των καβαφιστών έχει ήδη καταθέσει πολύ έγκαιρα τις απόψεις, τα πορίσματα και το ενδιαφέρον της για το έργο του ποιητή. Οι πολύ νεότεροι από άποψη ηλικίας έλληνες μελετητές και ερευνητές, παρά την πρόθυμη και εύκολη γνώμη που διατυπώνουν κατά καιρούς για την καβαφική ποίηση, δεν έχουν ακόμη να επιδείξουν ανάμεσά τους κάποιον συστηματικό και αφοσιωμένο σχολιαστή.
Σχήματα και επιγραφές


Από την άλλη πλευρά, καινοφανείς θεωρητικές απόψεις προσπαθούν –κυρίως στο εξωτερικό, κάποτε και στα καθ’ ημάς –να ερμηνεύσουν το καβαφικό φαινόμενο μέσα από σχήματα και επιγραφές όπως «μετα-αποικιακή λογοτεχνία», «λογοτεχνία της Διασποράς», «gay and lesbian studies». Η άμεση, δραστική επαφή του αναγνώστη με τα ποιήματα, η πρωτογενής ποιητική γεύση της αναγνωστικής εμπειρίας υποκαθίσταται έτσι από δαιδαλώδεις συλλογισμούς και αμφίβολης ευστοχίας συμπεράσματα. Στα 1935 ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχοντας ελλιπή και αποσπασματική γνώση της καβαφικής ποίησης έως τότε, έγραφε στον Τίμο Μαλάνο: «Ο Καβάφης, πέρα από την ποιητική του σημασία, που εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν είναι εξαιρετική, έχει την αξία να μας παρουσιάζεται σαν ένας τύπος προβλήματος που για καιρό θα μας απασχολεί». Για όλες τις επόμενες δεκαετίες της ζωής του ο Σεφέρης πάσχισε να συμβιβαστεί με το κλίμα του Αλεξανδρινού και να κατανοήσει την ιδιαιτερότητα του καβαφικού φαινομένου. Με τα γραπτά του συνέβαλε, εν τούτοις, στην εγχώρια κατανόηση του Καβάφη και υπέδειξε τις πιθανές, αφανείς διασυνδέσεις των καβαφικών ποιημάτων με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής του.
Η εφετινή επέτειος συμπίπτει με τη μετεγκατάσταση του Αρχείου Καβάφη σε νέα στέγη –ευτυχώς ελληνική. Το μέγιστο μέρος των περιεχομένων του Αρχείου έχει ήδη κοινοποιηθεί και είναι γνωστό· ελάχιστα ενδιαφέροντα στοιχεία παραμένουν ακόμη αδημοσίευτα. Η σώφρων μελλοντική διαχείριση και προβολή του ασφαλώς θα αναζωπυρώσει την επιθυμία του κοινού να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς το εργαστήρι του Αλεξανδρινού και την ισόβια αφοσίωσή του στην Τέχνη της Ποιήσεως.
Οπως και να έχει το πράγμα, η σημερινή παγκόσμια αναγνώριση του Κ. Π. Καβάφη εξακολουθεί να παραμένει «ένας τύπος προβλήματος που για καιρό θα μας απασχολεί». Το έντονο ενδιαφέρον κοινού και ειδικών για το έργο του παραμένει αμείωτο στον καινούργιο αιώνα. Ο μονήρης ποιητής της Αλεξάνδρειας, ζώντας και δημιουργώντας μακριά από το εθνικό κέντρο και τις ποικίλες αγκυλώσεις του, έγραφε στα 1897, με μάλλον προσποιητή σεμνότητα, πως στην Τράπεζα του Μέλλοντος πολύ «ολίγα συναλλάγματα» θα είχε να καταθέσει. Πιθανότατα ούτε ο ίδιος θα είχε φανταστεί πως τα «ολίγα συναλλάγματα» θα αποδεικνύονταν τόσο τοκοφόρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ