Τη Μεγάλη Πέμπτη 11 Απριλίου 1990 άγνωστοι εισέβαλαν από τα κεραμίδια στο Μουσείο της Κορίνθου, χτύπησαν ανελέητα τον φύλακα των εκθεμάτων και άρπαξαν 261 αρχαία αντικείμενα. Οι δράστες επέδειξαν εντυπωσιακό θράσος αλλά και μεγάλες επιχειρησιακές δυνατότητες, ενώ, με ογκώδη αγάλματα, εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας προς άγνωστη κατεύθυνση. Παρ’ ότι εξαπολύθηκε ανθρωποκυνηγητό από την Αστυνομία, κανένας δεν κατάφερε να εντοπίσει ούτε ένα από τα αντικείμενα του Μουσείου.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα κανένας δεν μιλούσε, κανένας δεν φαινόταν να γνωρίζει πού βρισκόταν κάποιο από τα εκθέματα ανεκτίμητης αξίας. Τότε δεν υπήρχε καταγραφή των αρχαίων σε καταλόγους, ούτε στο Διαδίκτυο, έτσι ώστε κάποιος συλλέκτης να γνωρίζει αν ένα αντικείμενο που του προσέφεραν ήταν κλεμμένο. Αυτό διευκόλυνε τους αρχαιοκαπήλους οι οποίοι «χτυπούσαν» με μεγάλη ευκολία τα ελληνικά μουσεία και προωθούσαν τα αρχαία για πώληση στο εξωτερικό. Σαν ένα ολόκληρο μουσείο να είχε εξαϋλωθεί…
Εννέα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1999, όλα τα αρχαία θα ανακαλύπτονταν, υπό μυθιστορηματικές συνθήκες, μέσα σε μια αποθήκη στο Μαϊάμι. Οι διωκτικές αρχές με τη συνδρομή του ιδιωτικού αστυνομικού Γιώργου Τσούκαλη έφθασαν στα ίχνη των αρχαιοκαπήλων έπειτα από εκμυστήρευση κρατουμένου στις φυλακές Κορυδαλλού. Ακολούθησαν συνεχείς συναντήσεις των λαθρεμπόρων αρχαιοτήτων με «μεσάζοντες» προκειμένου τα αρχαία να παραδοθούν στις ελληνικές Αρχές με χρηματικό αντάλλαγμα το οποίο υποτίθεται ότι θα κατέβαλλε το υπουργείο Πολιτισμού. Προκειμένου να παραπλανηθούν οι αρχαιοκάπηλοι, συντάχθηκαν πλαστά πιστοποιητικά του υπουργείου Πολιτισμού για εκροή χρημάτων, ενώ υπήρξε παρακολούθηση από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες αλλά και το FBI. Οπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, δράστες της κλοπής ήταν ιδιοκτήτες γυμναστηρίου στην Ηλιούπολη και τα κλαπέντα από το Μουσείο της Κορίνθου είχαν μεταφερθεί –μέσω εταιρείας που βρίσκεται στην οδό Αχαρνών –στις ΗΠΑ με πλοίο.
Παρασκήνιο και «θέατρο»
Την άγνωστη αυτή ιστορία της μεγαλύτερης κλοπής ελληνικού μουσείου καταγράφει –μαζί με δεκαεννέα ακόμη σημαντικές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας και ιεροσυλίας –ο ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης στο βιβλίο του Λαθρέμποροι Ιστορίας – Επιστροφή των 20 θησαυρών. Ο συγγραφέας έχει πολλές φορές βοηθήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. στην ανάκτηση κλεμμένων αρχαιοτήτων και ιερών εικόνων. Στις υποθέσεις που καταγράφονται περιλαμβάνονται η κλοπή του πίνακα του Ρούμπενς και των αρχαίων της Σκοτούσας, καθώς και η συμμετοχή στρατιωτικών και επιχειρηματιών σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας.
Στο βιβλίο αποκαλύπτονται παρασκηνιακές μέθοδοι και τακτικές που ακολουθούνται σε πολλές τέτοιου τύπου αστυνομικές έρευνες για την εξάρθρωση εγκληματικών οργανώσεων, στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται σε δελτία Τύπου, πολλές φορές ούτε καν στις δικογραφίες των υποθέσεων.
Ιδιωτικοί αστυνομικοί που συνεργάζονται με την ΕΛ.ΑΣ. υποκρίνονται διάφορους ρόλους, πλάθουν έναν ψεύτικο κόσμο «αρχαιοφίλων» ή «πλούσιων συλλεκτών» προκειμένου να εξαπατήσουν τους λαθρεμπόρους έργων τέχνης. Μερικές φορές μάλιστα προχωρούν σε κατασκευή διαμερισμάτων-σκηνικών με συλλογές τάχα σπάνιων αρχαίων αντικειμένων και έργων τέχνης. προκειμένου οι έμποροι αρχαιοτήτων να διαπράξουν το μοιραίο λάθος και να επιχειρήσουν να «πουλήσουν» τα κλεμμένα αντικείμενα.

Ο γερμανός «αγρότης»
Εξιστορούνται ακόμη υποθέσεις διακίνησης ιερών εικόνων από κυκλώματα μαστροπών, προσπάθειες αρχαιοκαπήλων να σκοτώσουν τους ερευνητές, ενώ περιγράφεται και η δημιουργία δικτύου πληροφοριοδοτών για να εντοπίζονται τα αρχαία αντικείμενα.
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται πλήρης ανάλυση των κυκλωμάτων λαθροδιακίνησης ελληνικών αρχαιοτήτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ανάμεσα σε αυτά κορυφαία θέση φέρεται να έχει η υπόθεση του περιώνυμου γερμανού αρχαιοκαπήλου Στέφαν Γκέριγκε. Ο Γκέριγκε, που πέθανε το 1997 σε ηλικία 66 ετών, ήταν αρχαιολόγος, συγγραφέας και μανιώδης λαθρέμπορος έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, ο οποίος όργωνε ολόκληρη την Ελλάδα με ένα τροχόσπιτο. Θεωρούνταν εγκέφαλος ελληνογερμανικής σπείρας με τουλάχιστον 20 μέλη, η οποία είχε λεηλατήσει μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μοναστήρια και εκκλησίες.
Οταν οι αρχαιοκάπηλοι γλεντούν
Ενδεικτική είναι η περιγραφή στο βιβλίο για τη σύλληψη, τον Μάιο του 1992, τεσσάρων αγροτών και κτηνοτρόφων ηλικίας 18-66 ετών, επειδή προσπάθησαν να πουλήσουν σημαντικές αρχαιότητες από λαθρανασκαφές στην περιοχή της Σκοτούσας στον Νομό Λαρίσης.
Ο Γιώργος Τσούκαλης και οι συνεργάτες του εμφανίστηκαν ως πλούσιοι ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες που επιθυμούσαν να αγοράσουν τα αρχαία αντικείμενα αντί 28 εκατ. δραχμών (περίπου 80.000 ευρώ). Οι αρχαιοκάπηλοι είχαν μάλιστα φτιάξει τιμολόγιο με τις αρχαιότητες… σε ένα παλιό τεφτέρι μπακάλικου. Στο τέλος είχαν στήσει ένα μικρό γλέντι με τσίπουρα και τοπικούς μεζέδες για να «γιορτάσουν» τη συμφωνίαπώλησης των αντικειμένων. Ωστόσο πάνω στην κορύφωση της «αρχαιοκαπηλικής γιορτής» κατέφθασε η Αστυνομία.
Οπως αναφέρει ο ιδιωτικός αστυνομικός, «έμοιαζε σανένα γνήσιο, ελληνικό, παραδοσιακό μικρογλέντι, δείγμα της ελληνικής φιλοξενίας. Μέχρι τη στιγμή που ξεπρόβαλαν μέσα από ένα βαν επτά πάνοπλοι αστυνομικοί. Τότε που το μπουκάλι με το τσίπουρο έφευγε από τα χέρια του αγρότη και διαλυόταν στο χώμα. Τότε που το χαμόγελο πάγωνε στα χείλη του. Καθ’ ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, στο φινάλε αυτών των ερευνών μου, οι ύποπτοι έχουν την αίσθηση ότι βρίσκονται κοντά σε μια ιδιαίτερα επικερδή συναλλαγή, ότι ίσως βγάλουν τα έξοδα μιας ζωής «από δύο κομμάτια αρχαίο μάρμαρο»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ