«Ερωτευθείσα τον ανθοπώλην που της έδιδε άνθη διά τον τάφον του συζύγου της τον εσκότωσε επειδή την εγκατέλειψε!» διάβαζαν στην εφημερίδα τους οι Αθηναίοι το 1938. Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντάξιο του κραυγαλέου τίτλου: ζουμερό και πλήρες τραγικών λεπτομερειών, συνοδεύεται από τον δραματικό υπέρτιτλο «Ερως και ρεβόλβερ». Μερικές σελίδες πιο κάτω ιατροί συφιλιδολόγοι σπουδαγμένοι εν Παρισίοις διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους, με τις ρεκλάμες των ανθεκτικών προφυλακτικών «Μπεμπέκα» παραδίπλα.
Οι χρονογράφοι της «Ακροπόλεως» και του «Μπουκέτου» περιγράφουν πώς εκτυλίσσεται ένα ερωτικό ραντεβού σε κοσμικά μπεν-μιξτ και στο Τέρμα Πατησίων, ενώ οι σοφέρ των πρώτων αυτοκινήτων της Αθήνας προσφέρουν τις μαρτυρίες τους για τα ερωτικά ήθη των Αθηναίων σε αποκλειστικά ρεπορτάζ. Το πικάντικο περιοδικό «Φρου-Φρου» πληροφορεί τους αναγνώστες του για τα τεκταινόμενα εντός του φημισμένου οφθαλμοπορνείου της κυρίας Μαρίκας με τα ερωτικά περισκόπια. Οι συντάκτες του «Πειρασμού» αναφέρουν λεσβιακά όργια σε μοδιστράδικα και οι ρεπόρτερ της «Χρεωκοπίας» δημοσιεύουν καυτά ρεπορτάζ, άλλοτε για χαμαιτυπεία με αγοράκια για αχόρταγες μαντάμ και άλλοτε για «αξιότιμες» δεσποινίδες του καλού κόσμου που διατηρούν «κοριτσιέρες», ή γαλλιστί «φιγιέρες» κατά το «γκαρσονιέρες», όπου επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικές λαγνουργίες.
Αυτά συμβαίνουν στην ηδονική μεσοπολεμική Αθήνα, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο Πόθοι και πάθη στην παλιά Αθήνα, 1834-1938 (εκδ. Ωκεανίδα) του Θωμά Σιταρά. Ο νεότερος μιας μακράς σειράς αθηναιογράφων, ο συγγραφέας στον τόμο Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται, 1834-1938 (εκδ. Ωκεανίδα, 2011) μας ξενάγησε στις μπιραρίες του Οθωνα, στα αστικά ζαχαροπλαστεία, στις λαϊκές ταβέρνες και στα νυχτερινά κέντρα, στη δημόσια ζωή μιας Αθήνας που χάθηκε. Στο νέο του βιβλίο ανοίγει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας των Αθηναίων, παρουσιάζει το πώς ερωτεύονταν, πώς παντρεύονταν και πώς διαχειρίζονταν την ερωτική επιθυμία τους άνδρες και γυναίκες συμπληρώνοντας το πορτρέτο ενός αιώνα αθηναϊκής καθημερινότητας με τις πιο προσωπικές όψεις του ιδιωτικού βίου.
Ρομάντζα και καπρίτσια
Η ιστορική αναδρομή στις ερωτικές αντιλήψεις και πρακτικές των Αθηναίων είναι ο πιο εύγλωττος μάρτυρας για την ταξική διαστρωμάτωση και την εξέλιξη της θέσης της γυναίκας στην αθηναϊκή κοινωνία. Καθώς ο ρόλος της αναπροσδιορίζεται και διεκδικεί βαθμηδόν την ανεξαρτησία της από τον τύραννο πατέρα, σύζυγο ή αδελφό, αρχίζει να διεκδικεί και την ικανοποίηση των αισθηματικών και των σαρκικών επιθυμιών της. Εντυπωσιακή είναι η αντίθεση ανάμεσα στις αφράτες και καλλιπάρειες χαμηλοβλεπούσες Ατθίδες των χρόνων της απελευθέρωσης –που είναι αμπαρωμένες στο σπίτι τους και δεν γνωρίζουν άλλο από τον σύζυγο-αφέντη, τα παιδιά και την κουζίνα τους –και την τολμηρή έγγαμο κυρία που ζητεί το 1938, δι’ αγγελίας, συνοδό σε ταξίδι στην Ευρώπη υποσχόμενη να το καταστήσει δι’ αυτόν «την σπανιωτέραν απόλαυσιν υφ’ όλας τας επόψεις».
Ανάμεσα στα δύο άκρα βρίσκονται τα ρομαντικά χρόνια, οι έρωτες που γεννιούνται από κρυφές ματιές πίσω από το παραθυρόφυλλο, οι πολιορκίες μηνών και τα φευγαλέα αγγίγματα των χεριών. Καμαριέρες μεταφέρουν καθ’ ημέραν πολυσέλιδα ραβασάκια, οι υπάλληλοι των ταχυδρομείων δεν προλαβαίνουν να εξυπηρετούν όσους αλληλογραφούν με ποστ ρεστάντ και η «Χρεωκοπία» δημοσιεύει υποδείγματα επιστολών και ευτράπελα φανταστικά γράμματα. Τα πρωτοσέλιδα του Τύπου μονοπωλεί η τραγική ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης, της γερμανίδας γκουβερνάντας των ανακτόρων που αυτοκτόνησε πέφτοντας από την Ακρόπολη και του αγαπημένου της γιατρού που, απαρηγόρητος, την ακολούθησε στον θάνατο σαν άλλος Ρωμαίος.
Καταλύτες των εξελίξεων στον ερωτικό τομέα είναι βέβαια το χρήμα –διαχρονικός διαφθορέας –και ο πόλεμος. Στην ερειπωμένη Αθήνα του 1834 η ανοικοδόμηση και ο βιοπορισμός είναι προτεραιότητες. Ο έρωτας και η απόλαυση έρχονται μετά. Η κοινωνία είναι πιο συντηρητική. Οι ενθοαπελευθερωτικοί πόλεμοι που ακολουθούν, ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνουν στερήσεις και ωθούν τους φτωχούς και τους νεόπτωχους στην εκπόρνευση. Εμφανίζονται οι προαγωγοί, πληθαίνουν οι «παρδαλές» και οι «παστρικές», ντόπιες ή προσφυγοπούλες.
Ως το 1930 έχει επικρατήσει ο κυνισμός και ο υπολογισμός. Οι Αθηναίες της ανωτέρας τάξεως «καταγίνονται με τον έρωτα αλλά δεν ερωτεύονται», η αγάπη γίνεται παιγνιδάκι και καπρίτσιο, γράφει ρεπορτάζ της «Ακροπόλεως». Τα κορίτσια της μεσαίας και της λαϊκής τάξης φλερτάρουν και βγαίνουν ραντεβού έχοντας στο μάτι την «καλή αποκατάσταση», έναν άνδρα που θα τους προσφέρει λούσα, πολυτελή σπίτια, καλή ζωή. Τα παράνομα ραντεβουδάκια στην Κολοκυνθού, στον Βοτανικό, στο Φάληρο ή στην εξοχική Κηφισιά εντάσσονται απαρέγκλιτα στην ατζέντα του καθημερινού κουτσομπολιού αστών και πληβείων.
Οπως και στο προηγούμενο βιβλίο του, ο συγγραφέας ανθολογεί αποσπάσματα του Βασίλη Αττικού, του Δημήτριου Καμπούρογλου και άλλων γνωστών αθηναιογράφων, αποδελτιώνει πλήθος εφημερίδων και περιοδικών και τα συναρμόζει με αυθεντικές αγγελίες, διαφημίσεις, γελοιογραφίες, ανέκδοτα και χιουμοριστικά σχόλια σε μια γοργή και άκρως διασκεδαστική αφήγηση που αναπαριστά το ύφος και το ήθος κάθε εποχής.
Οσοι εκτός από τις καταστάσεις αγαπούν και τις λέξεις θα ευχαριστηθούν διαβάζοντας στον τόμο πώς προήλθε η φράση «ας πάει και το παλιάμπελο», τι σχέση έχει το «της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει» με τις άσχημες γυναίκες και ποιος βάφτισε έτσι τις θρυλικές «παξιμαδοκλέφτρες» των ρεμπέτικων τραγουδιών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ