«Επί 25 χρόνια ήμουν σεναριογράφος. Νωρίτερα, από το 1974 ως το 1980, ήμουν δικηγόρος. Τώρα θέλω να ασχοληθώ αποκλειστικά με το μυθιστόρημα» λέει ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά. Εχω απέναντί μου έναν άνθρωπο ευθύ, ευγενή, ισορροπημένο, που τα έχει βρει με τον εαυτό του. Αυτή η εντύπωση είναι σαφής ακόμη και μέσω της τηλεφωνικής γραμμής Παρίσι – Αθήνα. Δεν μετανιώνει για ό,τι έκανε ή δεν έκανε στο παρελθόν, δεν διστάζει να κάνει στροφή καριέρας.
Μιλάμε για την πρώτη μυθιστορηματική του απόπειρα, το αστυνομικό αφήγημα Pour cent millions (Για εκατό εκατομμύρια), που εξέδωσε το 1986. «Δεν το αποκηρύσσω ακριβώς» μου λέει «αλλά ήταν ένα βιβλίο που προοριζόταν να μετατραπεί σε σενάριο για μια αστυνομική τηλεοπτική σειρά. Δεν θέλω να συνεχίσω προς αυτή την κατεύθυνση. Αν με ρωτάτε, θεωρώ το «Le Club des incorrigibles optimistes» («Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», εκδόσεις Πόλις, 2011) το πρώτο μου μυθιστόρημα». Προφέρει τη λέξη club με γαλλική προφορά που θυμίζει τις μιμήσεις του Πίτερ Σέλερς στον «Ροζ Πάνθηρα». Ασυναίσθητα βολεύομαι στην καρέκλα μου πιο αναπαυτικά και προετοιμάζομαι για μια αφήγηση ενδιαφέρουσα όσο η Λέσχη.
Στο μυθιστόρημα μια νοσταλγική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο Μισέλ, ένας 12χρονος Γάλλος, γιος ιταλού μετανάστη, μυείται σε μια μυστική σκακιστική λέσχη που έχουν ιδρύσει πολιτικοί πρόσφυγες από κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και περνάει την εφηβεία του, από το 1959 ως το 1964, στη συντροφιά τους. Πρώην διπλωμάτες και γιατροί είναι στην ξένη χώρα ταξιτζήδες και πορτιέρηδες, ευκαιριακά απασχολούμενοι στη μαύρη εργασία, που ζουν σαν φαντάσματα στο περιθώριο της γαλλικής κοινωνίας χάρη στην υποστήριξη εκλεκτών φίλων, του Ζαν-Πολ Σαρτρ και του Ζοζέφ Κεσέλ.
Ο Μισέλ διαβάζει βιβλία μανιωδώς, παρακολουθεί ταινίες, ερωτεύεται. Οι γονείς του χωρίζουν, ο αδελφός του φεύγει από το σπίτι, ένας φίλος σκοτώνεται στον πόλεμο της Αλγερίας.
Ενα αφήγημα για την ποίηση
Ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά γεννήθηκε στην Αλγερία το 1950. Στα πέντε του οι γονείς του χώρισαν και ακολούθησε τη μητέρα του στη Γαλλία «αλλά επισκεπτόμουν τον πατέρα μου στις διακοπές ως το 1962» με πληροφορεί.
Είναι σχεδόν συνομήλικος με τον πρωταγωνιστή του, «αλλά το μυθιστόρημα δεν είναι αυτοβιογραφικό» τονίζει. Αν ταυτίζεται με κάποιον από τους χαρακτήρες, αυτός είναι ο Σάσα, που παραποιεί φωτογραφίες στην Υπηρεσία Προπαγάνδας του σοβιετικού καθεστώτος εξαφανίζοντας από αυτές τους «εχθρούς του λαού». «Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο από τη δική του ιστορία, που στην αφήγηση τοποθετείται στο τέλος, και προχώρησα προς την αρχή. Αυτή η ιστορία της παραχάραξης φωτογραφιών με είχε εντυπωσιάσει όταν την πρωτοάκουσα. Την αρχική έμπνευση μου έδωσε όμως η ιστορία που θέλει την Αννα Αχμάτοβα να απομνημονεύει τα ποιήματά της για να μην τα βρει καταγεγραμμένα η KGB. Μοιάζει με την υπόθεση του «Φαρενάιτ 451″ του Μπράντμπερι, μόνο που δεν ήταν μυθοπλασία, ήταν πραγματικότητα, μια πράξη αντίστασης στο σταλινικό καθεστώς. Μου ήρθε λοιπόν η ιδέα να γράψω ένα αφήγημα για την ποίηση χρησιμοποιώντας αυτή τη συγκλονιστική ιστορία».
Τότε ήταν ακόμη σεναριογράφος τηλεοπτικών ταινιών. «Αρχικά ήταν μια ιδέα για σενάριο, δεν υπήρχε περίπτωση όμως να γυριστεί για τη γαλλική τηλεόραση». Επί 15 χρόνια η ιδέα επεκτεινόταν στο μυαλό του σε μια σύνθετη αφήγηση. «Είχα όμως αμφιβολίες αν θα μπορούσα να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα». Οταν το αποφάσισε, παράτησε τα σενάρια, βρήκε μια δουλειά ημιαπασχόλησης και στρώθηκε στο γράψιμο.
«Μου πήρε εξίμισι χρόνια για να το τελειώσω». Γράψιμο και ιστορική έρευνα. Ολα τα ονόματα των χαρακτήρων είναι κώδικες που παραπέμπουν σε πραγματικά πρόσωπα που διώχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα. «Ο Μάρκις ήταν ένας εβραίος ποιητής. Ο Τσιμπούλκα ένας τσέχος αντικαθεστωτικός». Δεν ήθελε όμως να είναι όλοι οι ήρωές του Ανατολικοευρωπαίοι. Ετσι μπήκε στην παρέα τους ο Γρηγόρης Πέτρουλας, έλληνας κομμουνιστής, αυτοεξόριστος στη Γαλλία.
Αναρωτιέμαι πώς ο Γκενασιά επέλεξε το όνομα, που παραπέμπει στον Σωτήρη Πέτρουλα, τον φοιτητή που σκοτώθηκε στη διαδήλωση του Ιουλίου του ’65 και κατέληξε σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα. «Την αφορμή μου έδωσε το «Ζ» του Κώστα Γαβρά» απαντά, «από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει». Επειτα διάβασε ελληνική ιστορία, για τον Εμφύλιο, για τα μεταπολεμικά χρόνια, τη δικτατορία.
Η επαφή του με τους Ελληνες
«Γνώρισα πολλούς Ελληνες στο Παρίσι στα φοιτητικά μου χρόνια τη δεκαετία του ’70 και πολλούς γερμανούς, ούγγρους, χιλιανούς και αργεντινούς πολιτικούς πρόσφυγες. Τους έβρισκα πολύ ενδιαφέροντες γιατί άφησαν τη χώρα τους και την οικογένειά τους για τις ιδέες τους. Οι άνθρωποι που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες από όσους δεν βλέπουν πέρα από τον εαυτό τους και την οικογένειά τους». Γι’ αυτό και ο έφηβος αφηγητής του προτιμά την παρέα τους από την παρέα των συνομηλίκων του, που μιλούν για ροκ μουσική και κορίτσια, παίζουν ποδοσφαιράκι, δεν ψιλολογούν τα πάντα και αδιαφορούν για την Ιστορία.
Ο Γκενασιά έμεινε γοητευμένος από τον κόσμο των πολιτικών εμιγκρέδων στο Παρίσι και καταφέρνει να μεταφέρει γλαφυρά την ατμόσφαιρά του στη Λέσχη. Ηταν τα χρόνια όταν οι νέοι που ζούσαν γύρω τους μοιράζονταν το όραμα να αλλάξουν τον κόσμο. Τον ρωτώ αν βλέπει στη σημερινή εποχή ομοιότητες με εκείνα τα χρόνια, αν αντιλαμβάνεται ότι έρχεται κάποια ριζοσπαστική αλλαγή. «Οχι, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Δεν νομίζω ότι ο Μάης του ’68 μπορεί να επαναληφθεί. Δεν μπορείς να κάνεις επανάσταση όταν σε ακολουθεί παντού η ριάλιτι τηλεόραση, όταν είσαι σε επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο».
Η ωριμότητα του νεαρού της Λέσχης δεν οφείλεται μόνο στις παρέες του αλλά και στα διαβάσματά του. Καταβροχθίζει λογοτεχνία, ακόμη και βαδίζοντας. Μεταξύ άλλων και Καζαντζάκη. Είναι ο μόνος νεοέλληνας συγγραφέας με τον οποίο είναι εξοικειωμένος ο Γκενασιά, όπως μου εξηγεί. Γνωρίζει όμως καλά τους αρχαίους κλασικούς. «Συγγραφείς που αγαπώ και με επηρέασαν είναι ο Μίλαν Κούντερα, ο Φίλιπ Ροθ, ο Τζον Ιρβινγκ και ο πιο προσφιλής, ο καλύτερος από όλους για μένα, είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Από τους κλασικούς της μυθοπλασίας επανέρχομαι συχνά στον Ντοστογέφσκι και στον Χένρι Τζέιμς». Το βιβλίο όμως που μελετά συστηματικά κάθε φορά προτού ξεκινήσει να γράφει είναι η Ποιητική του Αριστοτέλη: «Είναι σπουδαία βοήθεια στη δραματουργική σύνθεση και στη διαμόρφωση των χαρακτήρων» λέει.
Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και έχει κάνει εννέα επανεκδόσεις στα ελληνικά. Πολλοί αγόρασαν το μυθιστόρημα παρασυρμένοι από τον τίτλο, σκεφτόμενοι ότι είναι ένα κήρυγμα αισιοδοξίας σε ζοφερούς καιρούς. «Ο τίτλος είναι μια έμμεση παραπομπή στο «Αστείο» του Κούντερα» εξηγεί ο Γκενασιά. «Κάποτε λέγαμε ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Ο Κούντερα είπε ότι η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού. Οποιος δεν ήταν αισιόδοξος στις Λαϊκές Δημοκρατίες ήταν ύποπτος και κατέληγε στη φυλακή. Τα μέλη της «Λέσχης» μου δεν ήταν αισιόδοξοι, είναι πολύ απαισιόδοξοι, είναι όμως σταθερά αθεράπευτοι, μονίμως αδιόρθωτοι. Παρά τις δυσκολίες, παρά τις αντιξοότητες, επέμεναν ξανά και ξανά ο καθένας στον αγώνα του να είναι ελεύθερος, να ζει σύμφωνα με τις ιδέες του». Και εσείς τι είστε, «αισιόδοξος» ή «απαισιόδοξος»; τον ρωτώ. «Α, εγώ είμαι αδιόρθωτος, σκέτο».

Η δημοκρατία, η βία και η ελευθερία
Ρωτώ τον Ζαν-Μισέλ Γκενασιά πώς σχολιάζει την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη. «Σήµερα οι τράπεζες κυβερνούν τον κόσµο και οι κυβερνήσεις τις υπακούν. Στη Γαλλία, στην Ελλάδα, παντού. Εχουµε κυβερνήσεις για το χρήµα και όχι για τον λαό». Ποιους τρόπους προτείνει ο ίδιος για να αντιστρέψουμε την κατάσταση; Του αναφέρω τον Πιερ, έναν νεαρό επαναστάτη στο βιβλίο του, ο οποίος θεωρεί τη δημοκρατία απάτη, επινόηση της αστικής τάξης για να έχει τον έλεγχο του συστήματος, και υποστηρίζει ότι οι λαοί πρέπει να ανακτήσουν την οικονομική εξουσία με τη βία. Συντάσσεται με τον ήρωά του ο Γκενασιά; «Δύο δρόµοι υπάρχουν για να αλλάξουν τα πράγµατα: δηµοκρατία ή βία. Ποιον να διαλέξουµε; Το δίληµµα µε απασχολεί και στο επόµενο βιβλίο µου, στο «Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ», που αφορά τον Τσε Γκεβάρα. Αισθάνοµαι κάποιες στιγµές να κλίνω προς τον δρόµο της βίας, πιστεύω ότι πρέπει να επαναστατήσουµε, η δηµοκρατία δεν αρκεί για να αλλάξει ο κόσµος. Από την άλλη, και ο πόλεµος δεν είναι καλός δρόµος. Δεν µπορώ να διαλέξω».
Μου διασαφηνίζει τις πολιτικές του απόψεις. «Δεν ανήκω στη Δεξιά. Σήµερα όµως υπάρχουν πολλές διαφορετικές οπτικές πέρα από το δίπολο Αριστερά – Δεξιά. Βρίσκοµαι πιο κοντά στους Εναλλακτικούς και γράφω για να παρουσιάσω το όραµά µου για τον κόσµο». Το όραμά του είναι ένα όραμα ελευθερίας. «Στο βιβλίο αναφέρω συχνά τον Καζαντζάκη, όχι µόνο επειδή αποτελεί για εµένα πρότυπο γραφής, αλλά και πρότυπο ζωής. Το «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούµαι τίποτα, είµαι λεύτερος» είναι για εµένα σύνθηµα ζωής. Θεωρώ την ελευθερία υπέρτατη αξία. Ο αγώνας για ελευθερία είναι της ίδιας τάξης µε τον αγώνα για το ψωµί και την επιβίωση, µε τον αγώνα ενάντια στη φτώχεια, και κάποιες φορές πιο σηµαντικός, γιατί αν δεν είσαι ελεύθερος δεν µπορείς να αγωνιστείς για το ψωµί σου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ