«Καταφέραμε να αφήσουμε να βασιλέψει η βαρβαρότητα. Μην έχετε αυταπάτες. Κυβερνά η Κόλαση». Αυτά έγραφε ανάμεσα σε άλλα ο Γιόζεφ Ροτ από το Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστος, σε επιστολή του στις αρχές του 1939 προς τον Στέφαν Τσβάιχ. Ο συγγραφέας του Εμβατήριου Ραντέτσκι πέθανε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, περίπου τρεις μήνες πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Η βαρβαρότητα ήταν βέβαια ο εθνικοσοσιαλισμός και η Κόλαση το Γ΄Ράιχ. Ο Ροτ είχε εγκαταλείψει τη Γερμανία στις 30 Ιανουαρίου 1933, την ημέρα που ο Χίτλερ ορκιζόταν καγκελάριος. Στα έξι χρόνια που του απέμεναν να ζήσει έγραψε πλήθος πεζογραφήματα, άρθρα και αυτοβιογραφικά κείμενα, ανάμεσα στα οποία και η αινιγματική και ατμοσφαιρική νουβέλα του Ο Λεβιάθαν, ένα από τα γοητευτικότερα κείμενα για τη φύση και τη δύναμη του Κακού που μας έδωσε η λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης.
Η υπόθεση είναι χαρακτηριστική της συγγραφικής ιδιοφυΐας του Ροτ. Εχουμε μια φανταστική μικρή πόλη στη Γαλικία. Εναν εβραίο έμπορο κοραλλιών ονόματι Νίσεν Πιτσένικ που κάποια στιγμή ταξιδεύει για πρώτη φορά στη ζωή του. Πηγαίνει στην Οδησσό να δει από κοντά τη θάλασσα, την πατρίδα των κοραλλιών, που είναι αλληγορικά και η δική του πατρίδα, αφού τα κοράλλια αντιπροσωπεύουν το ύψιστο νόημα της ζωής του.
Επιστρέφοντας όμως εμφανίζεται στην περιοχή ένας νεαρός ούγγρος έμπορος ονόματι Λάκατος, ο οποίος πουλάει τεχνητά κοράλλια. Οι δουλειές του Πιτσένικ αρχίζουν να μην πάνε καλά και κάποια στιγμή ενδίδει και προβαίνει σε «συμφωνία με τον Διάβολο»: αρχίζει να αγοράζει σε πολύ χαμηλές τιμές τα τεχνητά κοράλλια που του προμηθεύει ο Λάκατος και να τα αναμειγνύει με τα αυθεντικά. Δεν είναι όμως πια ο ίδιος άνθρωπος.
Η μικρή κοινωνία στην οποία ζει έχει πάψει να τον εκτιμά, η γυναίκα του πεθαίνει και εκείνος αρχίζει να πίνει. Ωσπου έρχεται η ημέρα της κρίσεως. Τότε καίει όσα τεχνητά κοράλλια διέθετε, βάζει τα φυσικά στη βαλίτσα του, πηγαίνει στο Αμβούργο και επιβιβάζεται σε ένα πλοίο για τον Καναδά. Το πλοίο βουλιάζει και ο Πιτσένικ βρίσκεται «στον πυθμένα του ωκεανού, στην αληθινή του πατρίδα, όπου κουλουριαζόταν ο πανίσχυρος Λεβιάθαν».
Ο Λεβιάθαν, κατά τη χριστιανική παράδοση, είναι ένα θαλάσσιο τέρας που συμβολίζει το Κακό. Εδώ όμως ο Ροτ παραπέμπει στην εβραϊκή καμπάλα, σύμφωνα με την οποία εκφράζει τις θαλάσσιες δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον των δυνάμεων της ξηράς του Βεεμώθ.
Ο θετικός Λεβιάθαν της καμπάλα λοιπόν είναι ο προστάτης των κοραλλιών, δηλαδή μια δύναμη ζωής. Το αρνητικό του επομένως είναι ο Λάκατος, ένας κοσμικός Βεεμώθ στη μικρή και μίζερη επαρχιακή κλίμακα.
Η νοσταλγία, το αίσθημα της εξορίας και η αναζήτηση μιας αληθινής πατρίδας διαποτίζουν αυτό το γοητευτικό πεζογράφημα, έργο ενός από τους μείζονες ευρωπαίους πεζογράφους που το αναγνωστικό μας κοινό ανακαλύπτει 70 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του. Η έκδοση περιλαμβάνει εμπεριστατωμένο και διαφωτιστικό επίμετρο της μεταφράστριας Πελαγίας Τσινάρη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ