Το βιβλικό δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του, τον Μυστικό Δείπνο στα καθ’ ημάς, Ιταλοί και Αγγλοσάξονες το αποκαλούν Τελευταίο Δείπνο. Εχει δραματική ένταση αυτή η λεξική φράση: το τελευταίο δείπνο των επί ετών συνοδοιπόρων, η ανακοίνωση της προδοσίας, η αρχή της διάλυσης της μυστικής κοινωνίας. Οι Γάλλοι το αποκαλούν απλώς Δείπνο. Με τον τίτλο Δείπνο (Κέδρος, 2012) κυκλοφορεί το πρόσφατο αφήγημα της γαλλοτραφούς πεζογράφου Λίλας Κονομάρα και ο παραλληλισμός είναι πολύ εμφανής για να τον αγνοήσουμε. Μια ομάδα φίλων συναντώνται ένα καλοκαιρινό βράδυ σε ένα κομψό δείπνο. Κάτω από τη λουστραρισμένη επιφάνεια των καθώς πρέπει τρόπων η ζήλια και η ανασφάλεια ροκανίζουν τις σχέσεις, η επιβουλή έχει δρομολογήσει την προδοσία.
O ατομικισμός του lifestyle και η κρίση, η κινητικότητα των πληθυσμών, η μετανάστευση, ο ρατσισμός υπάρχουν στο υπόστρωμα του αφηγήματος, δεν κινούν όμως την πλοκή.
Μουσικοί, αρχιτεκτόνισσες, αρχαιολόγοι, επαναστατημένοι νέοι της δικτατορίας, τακτοποιημένοι μεσήλικοι σήμερα, ανθρώπινοι τύποι που απαντούν σε πολλές αστικές συναναστροφές περιστοιχίζουν την τελειομανή οικοδέσποινα: ο διάσημος συνθέτης με την καλλονή σύντροφο και τους θαμπωμένους κόλακες, ο μίζερος αλκοολικός φίλος με την προστατευτική σύζυγο, ο επηρμένος νεαρός αριβίστας, ο επιτηδευμένος ομοφυλόφιλος τεχνοκριτικός, η φιλιππινέζα υπηρέτρια. Γνώριμα στοιχεία της γραφής της Κονομάρα συγκροτούν μια αφήγηση που διαβάζεται λαίμαργα: πλοκή που βασίζεται στο μυστήριο, χαρακτήρες προχωρημένης ηλικίας σε διαδικασία απολογισμού που αναζητούν μια δεύτερη ευκαιρία ή έστω την ανακούφιση να νιώσουν καλά μέσα στο πετσί τους, πρωτοπρόσωπη πολυφωνική αφήγηση, στοχαστικό ύφος, τόνος εξομολογητικός.
Στην υπερβολικά φιλόδοξη θεματικά και τεχνικά Αναπαράσταση (Μεταίχμιο, 2009) η συγγραφέας επιχείρησε να ανασυστήσει τη βιογραφία του εξαφανισμένου συγγραφέα Ανδρέα Παράσχου με σπαράγματα από μαρτυρίες, επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές και διηγήματα. Εδώ βιογραφεί μια κοινωνική ομάδα καλλιτεχνών και διανοουμένων μέσα από τις αφηγήσεις τριών διαφορετικών προσώπων.
Ο Αντώνης, ένας νευρωσικός καθηγητής μουσικής, αποτυχημένος συνθέτης, αξιολύπητα γελοίος, σαρκαστικός, πικρόχολος μα οξύτατα παρατηρητικός, ένας ήρωας ταινίας του Γούντι Αλεν, συστήνει τους συνδαιτυμόνες του και θέτει τις βάσεις της πλοκής. Ενα έγκλημα βρίσκεται σε αναμονή, κάποια άλλα σχεδιάζονται. Πώς θα εξελιχθούν; Το μυστήριο βρίσκει εν μέρει τη λύση του στις επόμενες δύο αφηγήσεις που συνθέτουν αυτό το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, στο ημερολόγιο της Λήδας, σε μια καλοκαιρινή ανασκαφή στην Κέρο, που ισοδυναμεί με ανεπίδοτες επιστολές στον εραστή της, και στην εξομολόγηση της ασιάτισσας υπηρέτριας σε έναν βουβό ακροατή στη Νέα Υόρκη. Οι πρωταγωνιστές των τριών αφηγήσεων αποκαλύπτονται στον αναγνώστη μέσα από περιγραφές των άλλων, μέσα από τη δράση και τις σκέψεις τους. Βρίσκονται και οι τρεις μπροστά στην ευκαιρία να διεκδικήσουν τις ανάγκες τους, να υπερασπίσουν τις επιλογές τους. Βρίσκονται ενώπιον της ευθύνης να αλλάξουν τη ζωή τους, να πράξουν. Εχουν να επεξεργαστούν ηθικά διλήμματα, να διαχειριστούν την ενοχή, να υπολογίσουν το αντίτιμο.
Οι ιστορίες τους διαβάζονται με τον γοργό βηματισμό του ψυχολογικού θρίλερ, πλησιάζοντας στο τέλος όμως ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι κλωστές της πλοκής κρέμονται. Μυστήρια που ξεπηδούν το ένα μέσα από το άλλο μένουν εκκρεμή στην αμφισημία και καταλήγουμε ότι η αστυνομική ιστορία δεν είναι ο σκοπός. Το μυστήριο είναι το πρόσχημα μιας αφήγησης που επισημαίνει διαρκώς ότι τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, που υποβάλλει ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, που καταδεικνύει το αδιανόητο αλλά ανησυχητικό: κάθε άνθρωπος, ακόμη και το πιο ταπεινό πλάσμα της διπλανής καρέκλας, είναι ικανός να βιώσει έντονα συναισθήματα και βίαια πάθη –το μεγαλύτερο μυστήριο από όλα είναι η ανθρώπινη ψυχή.

Αυθεντικός εσωτερικός μονόλογος
Στο Δείπνο η Λίλα Κονομάρα ξαναβρίσκει τον καλό εαυτό της –εκείνον που μας σύστησε με τις βραβευμένες από το Διαβάζω πρώτες νουβέλες του Μακάο (Πόλις, 2002) –με ένα πεζογράφημα στα βήματα του γαλλικού και του γερμανικού φιλοσοφικού μυθιστορήματος. Η γραφή της, αυξανόμενα υπαινικτική, αποφεύγει τις κακοτοπιές του διδακτισμού και οι παραληρηματικοί μονόλογοι του Αντώνη, που οδηγούν σε κρεσέντο την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, έχουν την ένταση και το νεύρο των αυθεντικών αγγλοσαξονικών εσωτερικών μονολόγων. Στα μειονεκτήματα της αφήγησης οι μουσικοί και οι αρχαιολογικοί συμβολισμοί, που μένουν στην επιφάνεια και δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν, και φράσεις στις οποίες ο στοχασμός ή το συναίσθημα περισσεύουν, τεντώνοντάς τες προς τη φλυαρία ή το μελόδραμα. Στις καλύτερες στιγμές, οι διεισδυτικές κοινωνικές παρατηρήσεις και τα λεπτά ψυχογραφικά σχόλια καταλήγουν σε ακριβολόγους διατυπώσεις που εντυπώνονται με την ισχύ του αφορισμού. «Αρκεί να αμφισβητήσει ένας τους κανόνες, και το εύθραυστο οικοδόμημα του πολιτισμού καταρρέει μέσα σε λίγα λεπτά. Στη θέση του δεν απομένουν παρά λίγα μοναχικά, άγρια ζώα, φοβισμένα και γι’ αυτό επικίνδυνα. Οσο περνάει η ώρα, τα χτυπήματα θα γίνονται και πιο επώδυνα» εκτιμά ο Στέφανος όταν ξεσπά ένας καβγάς με πολιτική αφορμή. Το δείπνο θα καταλήξει σε κανιβαλισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ