Το πολιτικό παζλ στη Μακεδονία την περίοδο της Κατοχής παραμένει ως σήμερα ένας δυσεπίλυτος γρίφος. Μια περιοχή υπό τριπλή κατοχή, με πολλά φαινόμενα δωσιλογισμού, συνεργασίας, παθητικής αντίστασης και ένοπλης κομμουνιστικής και αντικομμουνιστικής αντίστασης δίνει ένα εκρηκτικό υλικό στον ιστορικό. Ο Βάιος Καλογρηάς στο βιβλίο του «Το αντίπαλο δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία» (University Studio Press), που αποτελείται από το υλικό του διδακτορικού του, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τις περίπλοκες σχέσεις πολιτικής, ιδεολογίας, γεωγραφικών και εθνικών συμφερόντων που συνδιαμόρφωσαν τον μακεδονικό χώρο και έσυραν τους κατοίκους του σε τραγικές περιπέτειες.
Ο Βάιος Καλογρηάς παρουσιάζει την τριπλή κατοχή, ιταλική, γερμανική και βουλγαρική, στην περιοχή και τις επιδιώξεις κάθε δύναμης. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά την εκδίωξη των οθωμανικών στρατευμάτων από τα Βαλκάνια το 1912-1913 η περιοχή της Μακεδονίας ήταν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, όπου ένα τμήμα της είχε προσαρτηθεί στη Σερβία και τη Βουλγαρία τροφοδοτώντας αυτονομιστικές διαθέσεις. Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι υποστήριξαν τις αυτονομιστικές διαθέσεις βλαχόφωνων και σλαβόφωνων με στόχο τη δημιουργία ξεχωριστών υποτελών κρατών ή την ύπαρξη προσαρτήσεων. Οι περισσότερες αντιστασιακές οργανώσεις είχαν ταχθεί υπέρ της διατήρησης του εθνικού κράτους και η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού δεν συμφωνούσε με τα αυτονομιστικά σχέδια που διακινούσαν μικρές ομάδες, χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Παράλληλα οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν μεγάλο εύρος και κάλυψαν όλο το φάσμα των ιδεολογικών και πολιτικών αποχρώσεων. Στη Μακεδονία δραστηριοποιήθηκαν κυρίως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και οι εθνικιστικές οργανώσεις ΥΒΕ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος), η μετεξέλιξή της ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση), το ΠΕΚ, ο ΕΔΕΣ (ΕΘνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος), πολλά ένοπλα τμήματα αυτών των οργανώσεων κ.ά. Οι Γερμανοί συνεργάστηκαν με την κυβέρνηση των Αθηνών του Τσολάκογλου, αφού ο τελευταίος ξεκαθάρισε τα στελέχη του Μεταξά και τις οργανώσεις του και ταυτίστηκε μαζί τους στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Στην Κεντρική Μακεδονία είχε την έδρα της η γερμανική ζώνη κατοχής και ο διοικητής της λογοδοτούσε απευθείας στο Γ’ Ράιχ.
Οι περισσότερες εθνικιστικές οργανώσεις ήταν υπέρ της διατήρησης της γεωγραφικής και πολιτικής ενότητας της περιοχής. Οι Γερμανοί που προσδοκούσαν οφέλη από τη συναλλαγή μαζί τους δέχτηκαν τη συνέχεια της κρατικής ύπαρξης της χώρας. Φυσικά οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν είχαν όλες τον ίδιο μεταπολεμικό στόχο, και αυτή ήταν η κύρια διάκριση. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε διακηρυγμένο τον στόχο μιας λαϊκοδημοκρατικής Ελλάδας, ο ΕΔΕΣ ήθελε μια δημοκρατική, κοινοβουλευτική χώρα. Το τι ακριβώς ήθελαν οι διάφορες άλλες εθνικιστικές οργανώσεις ποικίλλει: κάποιες το ήθελαν πολύ κι άλλες απλώς έκλειναν το μάτι σε μια εθνικοσοσιαλιστική Ελλάδα, προτεκτοράτο των Γερμανών, υπολογίζοντας ότι αυτοί θα είναι και οι νικητές του πολέμου και η Ελλάδα θα έχει μία θέση στη «Νέα Τάξη». Αυτά σε αδρές γραμμές, γιατί στην πράξη, όπως φανερώνει ο συγγραφέας, οι σχέσεις κυρίως των εθνικιστικών αντικομμουνιστικών ομάδων με τους Γερμανούς ήταν πολύπλοκες.
Οι εθνικιστικές ομάδες σπαράσσονταν από αντιθέσεις και διαμάχες, που είχαν πολλές φορές την αφετηρία τους και στην προ πολέμου μεταξική εποχή. Ετσι δεν κατάφερναν να έχουν ενιαία αντιπροσώπευση με αποτέλεσμα να ηττηθούν κατά κράτος στην εμφύλια διαμάχη τους με τον ΕΛΑΣ, που κράτησε από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβριο του 1943. Προηγουμένως είχαν γίνει προσπάθειες συνομιλίας και συμφωνίας μεταξύ ΕΑΜ και ΠΑΟ – ΕΔΕΣ, αλλά υπήρχε αμοιβαία καχυποψία. Οι μεν του ΕΑΜ ήθελαν το μονοπώλιο του αγώνα και την ένταξη όλων στις τάξεις τους, οι δε των εθνικιστικών οργανώσεων φοβούνταν το «μετά». Η διάλυση των ομάδων της ΠΑΟ στα τέλη του 1943 είχε συνέπεια την εμφάνιση του ένοπλου αντικομμουνιστικού κινήματος στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, εκφραζόμενη κυρίως στις αγροτικές περιοχές, που υποστηριζόταν από τοπικούς ηγέτες του αγροτικού πληθυσμού, τους επονομαζόμενους «καπετάνιους». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας «οι Καπετάνιοι, οι οποίοι προηγουμένως είχαν συνεργαστεί με τους αξιωματικούς της ΠΑΟ και του ΕΔΕΣ, επεδίωκαν να εμποδίσουν την επικράτηση των κομμουνιστών ανταρτών στα χωριά τους. Γι’ αυτό συμμάχησαν με τις γερμανικές αρχές, εξασφαλίζοντας τη χορήγηση αναγκαίου εξοπλισμού. Η επαφή τους με τους Γερμανούς σημειώθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία διαφαινόταν ήδη το τέλος της Κατοχής και το ξεκίνημα της ΕΑΜοκρατίας –γεγονός που έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση και την ερμηνεία του «δωσιλογικού» φαινομένου. Το τελευταίο έτος της Κατοχής όλο και περισσότεροι Ελληνες αισθάνονταν πρόθυμοι να αγωνιστούν με τη Βέρμαχτ κατά του κομμουνισμού».
Ο συγγραφέας τονίζει ότι πολλοί παράγοντες του κατοχικού κράτους, οι οποίοι δεν υπήρξαν φίλοι του ναζιστικού καθεστώτος και της ιδεολογίας του, πεπεισμένοι αντικομμουνιστές και ούλτρα συντηρητικοί, έβλεπαν τη συνεργασία με τους Γερμανούς ως «εθνική αναγκαιότητα». Ο αντικομμουνισμός και όχι η γερμανοφιλία ήταν το βασικό κίνητρο συνεργασίας με τον κατακτητή. Ο Γερμανοί δεν είχαν κανέναν λόγο να μην ενισχύσουν τέτοιες ομάδες. Παραδείγματος χάριν ο ΕΕΣ οργανώθηκε και εξοπλίστηκε από τους Γερμανούς για να συμμετάσχει μαζί τους σε καταδίωξη αναρτών του ΕΛΑΣ και αγωνιστών του ΕΑΜ.
Ο συγγραφέας προχωρεί σε μια διαφοροποίηση και διαβάθμιση του δωσιλογισμού, πράγμα που προκαλεί ευλόγως αντιρρήσεις. Απορρίπτει την ηθική θεώρηση του δωσιλογικού φαινομένου, αλλά τελικά στο όνομα του αντικομμουνισμού μοιάζει στα μάτια του αναγνώστη να το δικαιολογεί (και ηθικά) και να διαχωρίζει αυτούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς εμφορούμενοι από τη ναζιστική ιδεολογία και αυτούς που συνεργάστηκαν μαζί τους λόγω του αντικομμουνισμού τους. Τους τελευταίους τους βάζει σε εισαγωγικά: «δωσίλογους». Η πραγματικότητα όμως καθορίζεται και από το αποτέλεσμα.
Οι Γερμανοί κατακτητές και στη μία και στην άλλη περίπτωση δεν άλλαξαν, παρέμειναν υπέρμαχοι ενός ολοκληρωτικού βίαιου καθεστώτος, εξόντωναν εβραίους, κυνηγούσαν και τουφέκιζαν αγνούς πατριώτες. Αραγε αυτοί που συμμαχούσαν τότε μαζί τους, οι «δωσίλογοι» σε εισαγωγικά, εξαγνίζονται από την ανοχή ή και τη συμμετοχή τους σε αυτά τα εγκλήματα; Για παράδειγμα ότι έκλειναν τα μάτια στις διώξεις των εβραίων; Εκτός αν δεχτούμε ότι ένα μεταπολεμικό ναζιστικό καθεστώς στη χώρα μας θα ήταν καλύτερο από ένα κομμουνιστικό. Αλλά ποιος μπορούσε να ξέρει από πριν τι είδους κομμουνισμός θα εδραιωνόταν στην Ελλάδα; Σταλινικός, τιτοϊκός, κινεζικός, αλβανικός ή ενός άλλου τύπου; Ετσι τίθεται το ερώτημα εάν στο όνομα τού να μην επικρατήσει ένα σκληροπυρηνικό εαμικό καθεστώς δικαιώνονται οι αντικομμουνιστές που συνεργάστηκαν με τον ναζί κατακτητή. Και αυτό αποτελεί μόνο ένα ηθικό θέμα ή μήπως και ένα ιστορικό-πολιτικό ζήτημα, αφού εκείνη την εποχή κρινόταν η φυσιογνωμία του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους; Τελικά τη λύση την έδωσαν οι μεγάλες δυνάμεις, αλλά τα ερωτήματα για ‘κείνη την εποχή είναι ακόμα οδυνηρά και μεγάλα, θα άξιζαν να απασχολήσουν ένα ολόκληρο συνέδριο και θα απαιτούσαν περαιτέρω διερεύνηση, περισσότερα ίσως στοιχεία.
Εκεί ο Εμφύλιος ξεκίνησε νωρίς…
Η μελέτη του Βάιου Καλογρηά εκτείνεται σε πολλά πεδία φέρνοντας στο φως λεπτομέρειες άγνωστες ως τώρα στο αναγνωστικό κοινό. Οι κατά καιρούς αυτοβιογραφίες και αναμνήσεις των αγωνιστών όλων των πλευρών δεν μπορούσαν να καλύψουν τα ιστορικά ζητούμενα. Ο συγγραφέας παραθέτει μεγάλο αριθμό άγνωστων εγγράφων, ειδικών πηγών, συνεντεύξεων, δευτερογενών πηγών και αποφάσεων ειδικών δικαστηρίων. Εξετάζει αναλυτικά τη γερμανική πολιτική και μεθοδολογία παρέμβασης στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα του Τρίτου Ράιχ. Είναι πολύ αναλυτικός στην παρουσίαση των εθνικιστικών αντικομμουνιστικών ομάδων, στα πρόσωπα που τις αποτέλεσαν, στις ηγεσίες και τα στελέχη τους αλλά και στις ενέργειές τους, τις συμμαχίες τους, τις μάχες που έδωσαν, τα σφάλματα και τις σφαγές που πραγματοποίησαν εναντίον των εαμικών αντιπάλων τους. Στην ουσία ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι στη Βόρεια Ελλάδα ο εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε πολύ προτού τελειώσει η κατοχή των Γερμανών στη χώρα μας. Ειδικότερα η περίοδος 1941-1944 και κυρίως η τελευταία χρονιά πριν από την αποχώρηση των κατακτητών ήταν οι πιο σημαντικές ημέρες για τις μετέπειτα ένοπλες αλλά και πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή της Μακεδονίας. Το φαινόμενο του δωσιλογισμού παρέμεινε στα αζήτητα, μια και στη μετεμφυλιακή πολιτική συγκυρία δεν συνέφερε να ανοιχθεί ο ασκός του Αιόλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ