Αφγανιστάν, δεκαετία του 1950. Ενα Land Rover ξεκινά από την Καμπούλ με προορισμό τα υψίπεδα του Βορρά. Ο Σκωτσέζος Τζον Μακ Λάουντ διασχίζει καυτές ερήμους με άμμο ψιλή σαν σκόνη. Κατασκηνώνει στη σκιά βράχων διάτρητων από σπηλιές σαν σκωληκοφαγωμένο τυρί. Ξυπνά στα χιονισμένα βουνά που φλέγονται κατακόκκινα στο φως της αυγής. Αισθάνεται δέος για το άγριο τοπίο –το βουτηγμένο σε σιωπή, σαν τη σιωπή των απαρχών του κόσμου ή σαν εκείνη του τέλους του κόσμου –και συγκινείται από την ευλογία της γης στις καταπράσινες κοιλάδες.
Αυτός ο ευαίσθητος περιηγητής είναι ένας διπλωμάτης σε προσωπική αποστολή στο Χάρις και εξιλέωση, το πρώτο από τα 30 μυθιστορήματα του σκωτσέζου πεζογράφου Ρόμπιν Τζένκινς (1912-2005) που μεταφράζεται στα ελληνικά. Ο Μακ Λάουντ αναζητεί τον φίλο Ντόναλντ Κεμπ και τη σύντροφό του Μάργκαρετ Ντάνκαν που χάθηκαν στα όρη του Βορείου Αφγανιστάν. Οι αρχές της χώρας ισχυρίζονται ότι δολοφονήθηκαν, τα πτώματά τους όμως δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο Μακ Λάουντ, πρώην διπλωματικός ακόλουθος στη χώρα, φτάνει στο Αφγανιστάν με σκοπό να ανακαλύψει την αλήθεια.
Οπως ο επίμονος κηπουρός του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζον Λε Καρέ, ο Μακ Λάουντ είναι ένας πεισματάρης Δυτικός που εισχωρεί αποφασιστικά στα απρόσιτα εδάφη μιας υπανάπτυκτης χώρας για να εξιχνιάσει έναν αδιευκρίνιστο φόνο, παρά την εναντίωση των τοπικών αρχών και της πρεσβείας της χώρας του. Ο Τζένκινς, όμως, ειρηνιστής και αντιρρησίας συνείδησης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ενδιαφέρεται να γράψει ένα μυθιστόρημα κατασκοπείας ή ένα πολιτικό θρίλερ. Αλλα τον απασχολούν σε αυτό το μυθιστόρημα, που πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1960: η διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, η απόδοση δικαιοσύνης, η ηθική συμπεριφορά. Το Αφγανιστάν του Ψυχρού Πολέμου προσφέρει ποικιλία καταστάσεων για τη διερεύνηση εκδοχών του ηθικού: μέσα στον χριστιανισμό και μέσα στο Ισλάμ, στις εκλεπτυσμένες κοινότητες των Δυτικών και στις πρωτόγονες κοινωνίες της Ανατολής.
Ανεξάρτητη πλέον από τους αποικιοκράτες Βρετανούς, έπειτα από σειρά αιματηρών συγκρούσεων, η χώρα προσπαθεί να τηρήσει ουδετερότητα μπαίνοντας ταυτόχρονα σε τροχιά εκσυγχρονισμού –δύσκολες ισορροπίες. Οι Ρώσοι επιδίδονται σε αγαθοεργίες και κατασκευάζουν δρόμους και νοσοκομεία ενώ εποφθαλμιούν το πετρέλαιο στις ορεινές κοιλάδες της χώρας. Οι Αμερικανοί στέλνουν δασκάλους να διδάξουν στα παιδιά των ντόπιων αγγλικά προσδοκώντας ότι με τον έλεγχο της παιδείας θα κρατήσουν τη χώρα μακριά από τον κομμουνισμό. Η ελίτ της χώρας στην πρωτεύουσα φορά το προσωπείο της προόδου, συναναστρέφεται με τους Δυτικούς, μιμείται τους τρόπους τους, πίνει το ουίσκι τους, παρακολουθεί αμερικανικές ταινίες και προσπαθεί να παρασύρει την ενδοχώρα στην εξέλιξη με σιδηρά πυγμή. Οι ξένοι, ευρωπαίοι διπλωμάτες και χριστιανοί ιεραπόστολοι, επιχειρηματίες, αρχαιολόγοι και μηχανικοί, περιορισμένοι στις πρεσβείες τους και στις ασφαλείς συνοικίες της Καμπούλ, κοιτούν τους ντόπιους με την υπεροψία του Δυτικού, του πολιτισμένου απέναντι στον βάρβαρο, του πιστού απέναντι στον άπιστο.
Μια πρωτόγονη χώρα
Στο βαθύ Αφγανιστάν επικρατούν η οπισθοδρόμηση, η καχυποψία, η θρησκοληψία, ο νόμος της βεντέτας. Στα άνυδρα ερημικά χωριά οι άνθρωποι ζουν ακόμη σε σπηλιές. Οι εξαθλιωμένοι χωρικοί του Χαϊμίρ, βρώμικοι, μισοί από την αρρώστια, υποταγμένοι σε μια άπελπι μοίρα, ομολογούν ένα έγκλημα που δεν έχουν διαπράξει και υφίστανται βάναυση τιμωρία, προς παραδειγματισμό. Εχει άραγε αποτέλεσμα η ωφελιμιστική ηθική των τιμωρών; Λίγο μακρύτερα, στις απομονωμένες κοιλάδες των βορειοανατολικών συνόρων, η ζωή δεν έχει αλλάξει εδώ κι εκατοντάδες χρόνια και οι ανεξάρτητοι κάτοικοί τους δεν θέλουν να αλλάξει. Καλλιεργούν τη γη, ιππεύουν άλογα, κρατούν ντουφέκια, έχουν όψη τραχιά.
Ο Τζένκινς, ικανότατος γραφιάς αλλά με μικρή αναγνωρισιμότητα έξω από τη Σκωτία, σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία και δίδαξε σε σχολεία στη χώρα του αλλά και στην Ισπανία και στη Μαλαισία. Υπηρέτησε δύο χρόνια στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Καμπούλ και γνώρισε από κοντά τη χώρα και τους ανθρώπους της. Ο πρωταγωνιστής του γίνεται ο συναρπαστικός ξεναγός μας στο άγνωστο Αφγανιστάν. Οταν φτάνει στους πανύψηλους Βούδες που έχουν λαξευτεί στους βράχους της κοιλάδας του Μπαμιάν, ο αναγνώστης αισθάνεται ευγνώμων για την αφήγηση της εμπειρίας της επίσκεψης του μνημείου που κατέστρεψαν οι Ταλιμπάν το 2001, σε έναν παροξυσμό θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.
Αθεος, ο Μακ Λάουντ παρακολουθεί Δυτικούς και Αφγανούς με το βλέμμα του παρατηρητή που πασχίζει να υπερβεί τις πολιτισμικές προκαταλήψεις του. Μέσα στην ωμότητά τους, συμπαθεί τους αποξενωμένους πρωτόγονους πληθυσμούς της χώρας για τη γενναιόδωρη φιλοξενία τους, για την ανεξαρτησία τους, για την ταπεινοφροσύνη και την αθωότητά τους. Αμέτοχος κάθε θρησκευτικής πίστης, δεν μπορεί να αποθέσει την ευθύνη για τις πράξεις του σε κάποιον Θεό, όπως οι Δυτικοί που φτάνουν ως σωτήρες, όπως οι φίλοι του, στο Αφγανιστάν. «Η οποιαδήποτε ελπίδα είναι για μένα γήινη» γράφει. Και η εξιλέωση για οποιαδήποτε αδικία, για τη σειρά εγκλημάτων που γίνονται στο όνομα του εκπολιτισμού, πρέπει να έρθει σε τούτο τον κόσμο, όχι στον Αλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ