Στην Αγγλία και στις ΗΠΑ ο Τζούλιαν Μπαρνς θεωρείται περισσότερο ευρωπαίος παρά βρετανός συγγραφέας. Οχι μόνο γιατί η λογοτεχνική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης υπήρξε αποφασιστική στη διαμόρφωση του συγγραφικού ύφους του, αλλά και επειδή η ενσωμάτωση δοκιμιακών στοιχείων στις αφηγήσεις του κυριαρχεί στα σημαντικότερα βιβλία του, ιδίως στον Παπαγάλο του Φλομπέρ (το κορυφαίο του, κατά τη γνώμη μου) και στην Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια. Το δεύτερο είναι το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του –αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε μυθιστόρημα. Πρόκειται για έντεκα αφηγήσεις που διατηρούν την αυτονομία τους αλλά συνδέονται μεταξύ τους στο επίπεδο των ιδεών και της κοσμοαντίληψης.
Εντεκα «Κιβωτοί»
Βασικό θέμα εδώ είναι ο μύθος του Νώε και του Κατακλυσμού, όπως όμως παρουσιάζεται στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Ο λαθρεπιβάτης».
Κατά τον Μπαρνς, όταν ο Νώε έβαλε στην Κιβωτό όλα τα ζώα, απέκλεισε εκείνα που θα την έθεταν σε κίνδυνο –και πρωτίστως τους ξυλοφάγους.
Αλλά ένας από αυτούς μπαίνει λαθραία στην Κιβωτό και σώζεται μετά τον Κατακλυσμό για να μας πει την ιστορία: ότι λ.χ. η Κιβωτός δεν ήταν ένα πλοίο, αλλά ολόκληρος στολίσκος, ότι ο Νώε ήταν ένας σατράπης, ότι αυτός, η οικογένεια και το πλήρωμά του τρέφονταν με τα ζώα της Κιβωτού κ.λπ., κ.λπ.
Σε αυτή την πρώτη ιστορία διαπιστώνουμε ό,τι και στις υπόλοιπες: ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι το πλοίο σε διάφορες εκδοχές του. Στους «Επισκέπτες» λ.χ. (το δεύτερο κεφάλαιο) έχουμε τη μυθιστορηματική μεταφορά ενός πραγματικού γεγονότος, της κατάληψης από παλαιστίνιους τρομοκράτες του κρουαζιερόπλοιου «Ακίλε Λάουρο» το 1985, ενώ το τέταρτο, «Η επιζήσασα», μας παραπέμπει στην πυρηνική έκρηξη του Τσερνόμπιλ. (Εδώ η πρωταγωνίστρια καταφέρνει να ξεφύγει από τον τόπο της πυρηνικής καταστροφής πάνω σε μια βάρκα.) Στο κεφάλαιο αυτό υπάρχει μια φράση που μας λέει και τι ορίζει την αφηγηματική τεχνική του Μπαρνς: «Μυθοπλασία. Κρατάς μερικά πραγματικά γεγονότα και υφαίνεις γύρω τους μια νέα εκδοχή». (Και, αλήθεια, αυτό είναι η πεζογραφία: μια νέα ή μια άλλη εκδοχή του πραγματικού.)
Στο πέμπτο κεφάλαιο, «Το ναυάγιο», έχουμε ένα διπλό κοίταγμα στην ιστορία που ενέπνευσε τον πίνακα του Ζερικό «Η σχεδία της Μέδουσας».
Στο πρώτο μέρος του ο Μπαρνς αφηγείται τα συμβάντα, ενώ στο δεύτερο αναλύει τον πίνακα και τη σχέση του μαζί τους, για να συμπεράνει ότι η αισθητική αναπαράσταση απιστεί στην πραγματικότητα, αφού κατά κάποιον τρόπο αφαιρεί μέρος από την τραγικότητά της.
Διακειμενικό βιβλίο
Το μυθιστόρημα επιδέχεται πολλές διακειμενικές αναγνώσεις. Δεν θα συνιστούσα, εν τούτοις, στον αναγνώστη να αρχίσει να το διαβάζει έχοντας κάτι τέτοιο κατά νου. Απαιτεί βέβαια ένα επαρκές πολιτισμικό υπόβαθρο ώστε το αόρατο νήμα που συνδέει έντεκα φαινομενικά ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες, μύθους, επινοήσεις του συγγραφέα και πραγματικά γεγονότα, να καταστεί εμφανές –και αυτό συμβαίνει πολύ σύντομα, σχεδόν μετά τις πρώτες 40 σελίδες.
Από ένα τέτοιο βιβλίο, όπου σε κάθε κεφάλαιο έχουμε διαφορετικό αφηγητή, δεν θα μπορούσε να λείπει εκείνο που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν understatement, δηλαδή η σκόπιμη υποβάθμιση ή ακόμη και η ειρωνική εκδοχή των γεγονότων και των καταστάσεων. Υπάρχει στην «Παρένθεση» (το «μισό» κεφάλαιο), η οποία μεσολαβεί ανάμεσα στο όγδοο και το ένατο. Διάλειμμα 35 σελίδων, αγαπητοί αναγνώστες (τόσες καταλαμβάνει στην ελληνική έκδοση). Διότι εδώ μιλάει ευθέως ο Τζούλιαν Μπαρνς ως Τζούλιαν Μπαρνς –και μας το λέει. Είναι όμως ο ίδιος ή μια φενάκη του; Διαλέγετε και παίρνετε.
Το ερώτημα που υποβάλλει όμως είναι κρίσιμο –και αναπάντητο: Μπορεί να υπάρξει ιστορία του κόσμου στην οποία να μην περιλαμβάνεται αυτό που λέμε αγάπη; Τι είναι η καρδιά; Είναι σημαντική –και πόσο; Κυρίως: είναι αυτό που πιστεύουμε; Ο συγγραφέας Μπαρνς στρέφεται στην επιστήμη και την κοινωνιολογία, κυρίως όμως στη λογοτεχνία. Και όχι στην πεζογραφία, αλλά στην ποίηση.
Οι ποιητές χειρίζονται αυτό το θέμα καλύτερα από τους πεζογράφους, λέει. Και χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα από τη χώρα και τη γλώσσα του: τον στίχο «Πρέπει να αγαπούμε αλλήλους ή να πεθάνουμε» από το διάσημο ποίημα «1η Σεπτεμβρίου 1939» (ημέρα που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) του Γ. Χ. Οντεν και τον αντίστοιχο αλλά ανόμοιο «Αυτό που μένει από μας είναι η αγάπη» στον οποίο καταλήγει το ποίημα «Ενας τάφος των Αραντέλ» του Φίλιπ Λάρκιν.
Τι σχέση έχει όμως ο δύσθυμος και σχεδόν ερμημίτης και μισάνθρωπος Λάρκιν με τον κοινωνικότατο Οντεν; Ακόμη, όταν λέμε ti amo στα ιταλικά και je t’ aime στα γαλλικά εννοούμε άραγε το ίδιο πράγμα; Αυτή όμως είναι η δύναμη της λογοτεχνίας: να μεταμορφώνει τον κόσμο και να δημιουργεί το πεδίο όπου συγκλίνουν τα ανόμοια. Τα αισθήματα και η πραγματικότητα η ίδια είναι άρρηκτα δεμένα με το μέσο και τη μορφή με την οποία τα εκφέρουμε.
Πέρα όμως από αυτό, ειδικά για το πρωταρχικό αίσθημα της αγάπης, εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι πως η ύπαρξή του αποδεικνύει ότι η ανθρώπινη συνθήκη είναι πάνω απ’ όλα –αφού εκφράζει και υποτάσσει τα πάντα: «Τη νύχτα μπορεί κανείς να αψηφίσει τον κόσμο. Μάλιστα, όπως σας το λέω, μπορεί να γίνει, μπορούμε να υποτάξουμε την ιστορία» λέει ο Μπαρνς την ώρα που βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δίπλα στη γυναίκα που αγαπά. Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγουμε και εμείς ολοκληρώνοντας της ανάγνωση αυτού του ειρωνικού και πικρού μυθιστορήματος.
Η Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια δεν είναι πρόσφατο βιβλίο. Πρωτοεκδόθηκε το 1989 στην Αγγλία από τις εκδόσεις Jonathan Cape και στις ΗΠΑ από τον Knopf. Στα ελληνικά πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το 1997 σε μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ. Στη νέα αυτή έκδοση από το Μεταίχμιο η μετάφραση είναι του Θωμά Σκάσση. Και οι δύο είναι έμπειροι και καλοί συγγραφείς και μεταφραστές.