«Για να φτάσω εδώ που έφτασα νομίζω ότι χρειάστηκε να θητεύσω σε μια σειρά αποτυχίες. Αποτυχία ως μαθητής, ήμουν μετριότατος. Μόνο στην Εκθεση, στα Νέα Ελληνικά και στην Ιστορία ήμουν καλός. Σε όλα τα άλλα μαθήματα πάτωνα και διά της βίας προχωρούσα τις τάξεις, ιδίως όσο φτάναμε προς το τέλος. Η πρώτη μετάφραση που έκανα και την έδωσα σε έναν εκδότη απερρίφθη μετ’ επαίνων. Τα πρώτα ποιήματά μου τα έδωσα στον Μάνο Χατζιδάκι να τα διαβάσει για να μου πει «μπορεί να είσαι οτιδήποτε άλλο εκτός από ποιητής».
Αποτυχία είχα και στη σχέση με τον πατέρα μου. Παρ’ όλο που ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, δραστήριος, αγαπητός, δεν ήθελε να γράφω. Δεν ήθελε να εκτίθεμαι. Ονόμαζε μάλιστα τα χαρτιά μου «βρωμιές». Βεβαίως του χρωστάω ότι με τον τρόπο αυτόν με προφύλαξε από ένα κλίμα ενθάρρυνσης, δηλαδή το να με πουν παιδί-«θαύμα», κάτι που κολακεύει τις οικογένειες.
Εγώ ήμουν παιδί-αποτυχία. Αποτυχία και στο Πανεπιστήμιο. Κάθησα μία χρονιά στα Νομικά και μία στη Φιλολογία με εξίσου κακές επιδόσεις. Το Πανεπιστήμιο όπου φοίτησα τελικά ήταν το καφενείο «Βυζάντιο» στο Κολωνάκι. Εκεί άκουγα τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Τσαρούχη, τον Αργυράκη και τον Μπάμπη το γκαρσόνι. Ο τελευταίος έδινε σε κάθε έδεσμα ένα όνομα, π.χ. το τάδε παγωτό λεγόταν «Αλίκη Βουγιουκλάκη» ή έλεγε το νεραντζάκι «πυροβολικό».
Επίσης τα πρώτα μου γραπτά στην πεζογραφία ήταν κι αυτά μια αποτυχία. Εγραψα ένα μυθιστόρημα, ούτε ξέρω πού βρίσκεται κι ελπίζω να μη βρεθεί και με αναγκάσει ο φίλος μου και δουλευτής στο αρχείο μου, ο Θάνος Φωσκαρίνης, να το εκδώσω. Λεγόταν «Σπασμοί» και ήταν ευθέως εμπνευσμένο από τον Ντοστογέφσκι και τη ρωσική ψυχή. Την εποχή που με έπιασαν οι ελασίτες ως γόνο εθνικιστικής και δεξιάς οικογένειας εγώ διάβαζα Τα ξένα χέρια του Γκόρκι. Στην κυριολεξία βρέθηκα τότε σε ξένα χέρια.
Βεβαίως στη μικρή ανάκριση που μου έκαναν στο τμήμα στην ερώτηση «τι εφημερίδες διαβάζετε, παιδί μου, στο σπίτι σας;» τους απάντησα «τον «Ριζοσπάστη», την «Ελεύθερη Ελλάδα»»… Πόσο με πίστεψαν δεν ξέρω.
Νομίζω ότι από τα ελαττώματα που είναι πιο συμπαθή και αντέχουν στον χρόνο είναι όσα μάς δένουν με τους φίλους μας και με τον εαυτό μας. Μπορούμε τα ελαττώματα αυτά να τα εξελίσσουμε σε αρετές, σε προτερήματα.
Μοιραία, όταν κάνεις μια πορεία μέσα στον χρόνο και είσαι αφοσιωμένος σε αυτήν, δεν είσαι απλώς ένας περιπατητής, διαμορφώνεις τα ελαττώματά σου και τα κάνεις προτερήματα. Το έχει πει και ο Ρόμπερτ Βάλζερ, ο συγγραφέας που αγαπούσε ο Κάφκα. Ελεγε λοιπόν ότι «όσα ονομάζουμε ελαττώματα παίζουν σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας. Είναι σημαντικά, αν όχι και αναγκαία. Αν δεν υπήρχαν ελαττώματα και σφάλματα θα έλειπαν από τον κόσμο η ζεστασιά, η χάρη και ο πλούτος». Προσοχή, όχι ο υλικός πλούτος. Αυτός μας οδήγησε στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα.
Η αναπαυτική θέση των βολεμένων οικονομικά, των ανθρώπων που ξόδευαν περισσότερα από όσα είχαν στον κορβανά τους μας έφεραν στην τρόικα –αυτή την τριάδα που μοιάζει να βγαίνει από τον Φάουστ ή τη Βαλπούργεια Νύχτα και τριγυρίζουν στα υπουργεία και μας λένε τι να κάνουμε. Αυτό που σας λέω δεν είναι πολιτικός λόγος, είναι ένα κοινό αίσθημα που έχουμε όλοι οι Ελληνες, είτε θέλουμε να πετύχει αυτή η διαπραγμάτευση είτε όχι. Υπάρχει μια σκιά πάνω από τη χώρα που δεν μοιάζει με καμία άλλη, τουλάχιστον από αυτές που εγώ έχω ζήσει.
Εχω ζήσει την Κατοχή, θυμάμαι ακόμα τα βήματα του Γερμανού στο πλακόστρωτο. Τον ανταρτοπόλεμο, που δεν τον έζησα, τον θυμάμαι ως νεαρός. Τη δικτατορία την έζησα αρκετά, όχι όσο άλλοι, αλλά αρκετά στο πετσί μου. Μου κόστισε τέσσερις δίκες που κράτησαν έξι μήνες. Ζούμε μια κατάσταση σήμερα όπου κανείς δεν έχει να πληρώσει τον άλλον. Ακόμα και στη συντεχνία μας, των συγγραφέων, δεν πληρωνόμαστε για τα βιβλία μας, επειδή οι βιβλιοπώλες δεν πληρώνουν τους εκδότες, οι εκδότες δεν πληρώνουν τους συγγραφείς τους και πάει λέγοντας.
Δεν υπήρξα ποτέ απαισιόδοξος, αν και μου προσάπτουν ότι οι ήρωές μου είναι αποτυχημένοι. Στη Βιοτεχνία υαλικών είχα μια σχετική μουρμούρα. Λέγανε, μπορεί ποτέ μία αγωνίστρια της Αριστεράς, όπως ήταν η ηρωίδα μου η Μπέμπα, να κοιμάται με έναν αξιωματικό του Στρατού; Στον δε Ωραίο λοχαγό μου είπαν το εξής: αφού ο σύμβουλος είναι ερωτευμένος με τον λοχαγό, όπως είναι φανερό, γιατί δεν κάνουν κάτι, να τελειώνουμε; Αν τους είχα βάλει να κάνουν κάτι, αυτό θα ήταν το Βατερλό του βιβλίου μου.
Ξέρετε τι μου κόστισε Η φανέλα με το εννιά όταν πρωτοβγήκε; Την απαξίωση ενός μέρους του λογοτεχνικού κόσμου. Ελεγαν «τι ξέρει ο Κουμανταρέας από ποδόσφαιρο, έχει παίξει ποτέ μπάλα;». Μου λένε «γιατί έκανες τον Μπιλ στη Φανέλα με το εννιά να αποτυχαίνει;». Μα απέτυχε ως ποδοσφαιριστής, ως άνθρωπος ωρίμασε. Το βάρος που υφιστάμεθα σήμερα μπορεί αύριο να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Το εύχομαι.
Με συγχωρείτε για την παρελθοντολογία, δεν μου αρέσει, αλλά είναι αναπόφευκτη όταν γιορτάζεις γενέθλια και εγώ σήμερα γίνομαι 50 ετών, συγγραφικώς βεβαίως και όχι ημερολογιακώς. Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε να με τιμήσετε. Ευχαριστώ τους συνομιλητές μου: την Αντιγόνη Βλαβιανού, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Βασίλη Βασιλικό –ναι, Βασίλη, είμαστε ανεπανόρθωτα αμετανόητοι για ό,τι κάναμε. Ευχαριστώ ακόμα την εκδότριά μου Κάτια Λεμπέση του Κέδρου, τους φίλους που βρίσκονται στο ακροατήριο, αλλά και όσους δεν γνωρίζω.
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του συγγραφέα από την εκδήλωση που διοργανώθηκε για τα 50χρονα της συγγραφικής του πορείας στο Μέγαρο Μουσικής στις 16 Οκτωβρίου 2012)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ