Ο Βασίλης ή Μπιλ Σερέτης είναι ένα ατίθασο παιδί της δεκαετίας του 1980. Μολονότι έχει μεγαλώσει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ασφυκτιά στο οικογενειακό του περιβάλλον: δεν μπορεί να ανεχθεί τη χηρεία της μάνας του και περιφρονεί τον αδελφό του που ετοιμάζεται να γίνει ηθοποιός. Το μόνο που συγκινεί τον Μπιλ είναι η μπάλα. Γι’ αυτό και θα τρέξει στο κατόπι της με όλες του τις δυνάμεις: θα κυνηγήσει την ποδοσφαιρική του τύχη στη Θεσσαλονίκη και στον Βόλο και θα κατορθώσει να γίνει φίρμα στην Αθήνα πλησιάζοντας το όνειρό του σε απόσταση αναπνοής.
Ο Μπιλ θα γνωρίσει τη δόξα του μεγάλου παίκτη φορώντας τη φανέλα με το εννιά, αλλά δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από τη δύστροπη προσωπικότητά του: αβόλευτος παντού, με ένα υπερδιογκωμένο εγώ που δεν θα του επιτρέψει να στεριώσει ούτε σε έρωτα ούτε σε φιλία, θα εξεγερθεί εναντίον των πάντων για να υποχωρήσει εν συνεχεία κατά κράτος βλέποντας τη ζωή του να διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη.
Ο Μένης Κουμανταρέας δημοσίευσε τη Φανέλα με το εννιά εν έτει 1986. Ο χαρακτήρας του Μπιλ αποτελεί κομβικό σημείο για την πεζογραφία του, την παλαιότερη αλλά και την κατοπινή. Ας επιχειρήσουμε μια αναδρομή. Τι θα επιζητήσουν οι νεαροί των πρώτων συλλογών διηγημάτων του συγγραφέα, από τα Μηχανάκια (1962) και το Αρμένισμα (1967) ως τα Καημένα (1972); Μα να τινάξουν το σύμπαν στον αέρα πηγαίνοντας κόντρα σε ό,τι υπονομεύει την ατομικότητά τους και μάχεται τον πόθο τους για προσωπική ανεξαρτησία.
Τα σκληροτράχηλα μεγέθη της πολιτικής και της Ιστορίας (η Κατοχή και ο Εμφύλιος) που βασάνισαν και σημάδεψαν διά βίου τους πρώτους μεταπολεμικούς πεζογράφους μοιάζουν για τη γενιά του Κουμανταρέα κάπως απόμακρα και αφηρημένα. Εκείνο που μετράει πρωτίστως εδώ είναι η αυτονομία του ατόμου στο εσωτερικό μιας ποικιλοτρόπως καταπατημένης καθημερινότητας: ακόμη κι αν το άτομο παρουσιάζεται με μια κάπως θολή και συγκεχυμένη συνείδηση, έστω κι αν το τίμημα της αποκόλλησής του από τους κανόνες θα είναι εν κατακλείδι η ήττα και ο αφανισμός.
Αυτή την εκ των προτέρων τραυματική αποδέσμευση θα αναζητήσουν απεγνωσμένα, μολονότι δεν είναι πια πιτσιρικάδες, και τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της άτυπης τριλογίας Βιοτεχνία Υαλικών (1975), Η κυρία Κούλα (1978) και Το κουρείο (1979). Εκείνο που θα χρειαστούν η Μπέμπα, ο Μενέλης και η κυρία Κούλα θα είναι μια δυνατή αναπνοή –κάτι για να ξεκόψουν από την πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός αφόρητα τακτοποιημένου περιγύρου, ο οποίος δεν θα τους επιτρέψει ποτέ να απαλλαγούν από τις αλυσίδες τους. Ο ίδιος κόσμος θα πνίξει την αμέριστη επιθυμία για ελευθερία και του κακοπαθημένου ήρωα του Ωραίου λοχαγού (1982).
Η κακοπαθημένη ελευθερία και το διπλά καταπιεσμένο εγώ θα ορίσουν την πορεία που θα χαράξει η πεζογραφία του Κουμανταρέα και μετά τη Φανέλα με το εννιά, αν εξαιρέσουμε κάποιες από τις αυτοβιογραφικές συλλογές διηγημάτων του, όπως και τις ιστορικές ή τις αλληγορικές του μυθοπλασίες. Στη μυθιστορηματική Συμμορία της άρπας (1993) ο αντικομφορμισμός των πρωταγωνιστών και η βαθιά καλλιτεχνική ευαισθησία τους δεν θα αγγίξουν καμία χορδή, μένοντας εξαρχής χωρίς ακροατήριο, ενώ και στα διηγήματα που συγκεντρώνονται στη συλλογή Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996) η επαναστατημένη ατομικότητα των ηρώων θα καταλήξει γρήγορα στον πάτο του πηγαδιού. Μόνο στον σαφώς αυτοβιογραφικό Νώε (2003) η μετάβαση από την αρχική φίμωση και καταστολή προς την τελική χειραφέτηση διά μέσου της τέχνης θα έχει ένα συγκρατημένα θετικό πρόσημο.
Ο Κουμανταρέας δεν θα αποφύγει σε όλο το μήκος αυτής της διαδρομής κάποιες σχηματικότητες, άλλοτε αφήνοντας τους ήρωές του να βαδίσουν από την απελευθέρωση προς την καταστροφή με έναν μάλλον προγραμματικό τρόπο και άλλοτε προσδίδοντας στο δίδυμο της εξέγερσης και της καταστολής μια μηχανική, εκ των άνω λειτουργία. Από την άλλη όμως πλευρά (και αυτό είναι το σημαντικότερο), ο πυρακτωμένος ατομισμός των ηρώων του δεν θα αποδειχθεί σε καμία περίπτωση μονοκόμματος και απομονωμένος.
Οι εκρηκτικές υποκειμενικές καταστάσεις που θα εμφιλοχωρήσουν στην πεζογραφία του δεν θα εμφανιστούν ως απόρροια κάποιου ιδιότροπου και ιδιότυπου ψυχισμού. Θα ενεργήσουν, αντιθέτως, ως απότοκα της κοινωνικής παθολογίας της εποχής τους. Βασισμένος σε έναν χαμηλόφωνο και αδιακόσμητο ρεαλισμό, ο Κουμανταρέας θα μεταμορφώσει τους καθημερινούς του ανθρώπους σε μοιραίες φιγούρες της συλλογικής πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας που θα εξυφάνει πόντο με πόντο το δράμα της ατομικής τους ύπαρξης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ