«Η δύναμη του λόγου έχει την ίδια σχέση προς τη διάθεση της ψυχής όπως η διάθεση των παρασκευασμάτων (φαρμάκων) προς τη φύση των σωμάτων»
Πλάτων, Γοργίας
Η συμβολή της αυτοβιογραφικής γραφής στη συγκρότηση και στον μετασχηματισμό του γράφοντος υποκειμένου είναι καθοριστική όχι μόνο κατά την περίοδο του μοντερνισμού, αλλά ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων. Αν και στον Πλάτωνα υπάρχει μια κριτική της γραφής ως υλικού φορέα της μνήμης, τα υπομνήματα τα οποία εμφανίζονται στην αρχαιότητα υπό μορφή δημόσιων ή ιδιωτικών κατάστιχων είναι ίσως ισάξια με τη σημερινή εισβολή των υπολογιστών και των νέων κοινωνικών μέσων στον ιδιωτικό μας χώρο.
Η λεπτομερής καταγραφή και δημοσιοποίηση του βίου, η αυτοβιογραφία, παίρνει μια ιδιαίτερη τροπή κατά τη στωική περίοδο του Μάρκου Αυρήλιου και του Σενέκα, όπου η μελέτη, η «επιμέλεια εαυτού» και η διακυβέρνησή του συνιστούν την ουσία μιας μη χριστιανικής ασκητικής ηθικής και αισθητικής. Η γραφή μετατρέπεται εδώ σε καλλιτεχνικό μέσο καθοδήγησης του βίου.
Θεόπεμπτα κελεύσματα
Μέσα σε αυτόν τον ερμηνευτικό ορίζοντα θα πρέπει να διαβαστούν και να αξιολογηθούν οι Ιεροί Λόγοι του αρχαίου ρήτορα Αίλιου Αριστείδη (117-185 μ.Χ.), οι οποίοι παρουσιάζονται σε πρώτη και εξαιρετική απόδοση στη νέα ελληνική από την αρχαιολόγο και ψυχαναλύτρια Ελ. Κούκη: «Στους «Ιερούς Λόγους» παρακολουθούμε την παράλληλη, βιωμένη, ιστορία ενός βιολογικού σώματος, ασθενούς και νοσούντος, και της φαντασιακής, ονειρικής αναπαράστασής του. Αξονας της αφήγησης του Αριστείδη είναι τα μνημονικά κατάλοιπα από ένα αρχέτυπο κείμενο, το ημερολόγιο των ονείρων που κατέγραψε για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια».
Βέβαια η συνεχής επιμέλεια του Αριστείδη για το άρρωστο σώμα του και η προσφυγή του στο όνειρο δεν είναι διόλου ξένη στην εποχή του Αρτεμίδωρου όπου ανθεί η ονειροκριτική μέθοδος. Αν όμως συγκρίνει κανείς τα Ονειροκριτικά του με τα κείμενα του Αριστείδη, όπως έπραξε ο Φουκό στην Ιστορία της σεξουαλικότητας, θα διαπιστώσει την απουσία αναφοράς του Αρτεμίδωρου στο «θρησκευτικό υπερφυσικό», σε αντίθεση με τον Αριστείδη που πέρασε τη ζωή του αφουγκραζόμενος και ακολουθώντας τις εντολές του θεού Ασκληπιού. Η παρατήρηση αυτή οδήγησε τον γάλλο ιστορικό στην υποβάθμιση του Αριστείδη ως ερμηνευτή του ονείρου στο πλαίσιο μιας αισθητικής της ύπαρξης, αφού ο «αγχωτικός και φιλάσθενος» αυτός ρήτορας διαβάζει τα όνειρα αποκλειστικά ως «θεόπεμπτα κελεύσματα».
Στροφή στο όναρ
Μια προσεκτικότερη ανάγνωση, όμως, που δεν στέκεται απλώς στο δεδηλωμένο περιεχόμενο των Ιερών Λόγων, ήτοι στο πρόσχημα του εντολέα θεού, αλλά στη συνεχή επιμέλεια του Αριστείδη για τον εαυτό του, αναγκάζει τον ανατρεπτικό αναγνώστη της αρχαιότητας Φουκό να παραδεχτεί ότι οι ημερολογιακές καταγραφές της ασθένειάς του στο εν λόγω έργο «δείχνουν καθαρά τη θέση που παίρνει η επιμέλεια του σώματος σ’ αυτές τις πρακτικές φροντίδες του εαυτού, αλλά και το ύφος αυτής της έγνοιας», που εν τέλει αποσκοπεί στην αυτοκυριαρχία και στην ανεξαρτησία του ατόμου από έξωθεν επιβεβλημένους κανόνες.
Εντός αυτής της σύγκλισης, ιατρικής και ηθικής, το υποκείμενο οφείλει να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως ασθενή και να μεριμνήσει για την αποκατάστασή του. Οταν βέβαια ο Αριστείδης θα αντιληφθεί ότι η ιατρική περίθαλψη καθίσταται αναποτελεσματική, θα στραφεί στην προφητική διάσταση του ονείρου. Η στροφή αυτή δεν τον καθιστά όμως πρόδρομο της ψυχανάλυσης του ασυνειδήτου, αφού δεν είναι σε θέση –λόγω της ισχύουσας τάξης του λόγου –να αναγνωρίσει, όπως αιώνες αργότερα ο Φρόιντ, τη δομική συγγένεια σωματικού συμπτώματος, ονείρου και γλωσσικής παραδρομής.
Οπως γενικά δεν μπορούμε να σκεφτούμε οτιδήποτε οποτεδήποτε, έτσι και ο Αριστείδης γράφει και στοχάζεται εντός της εποχής του (2ος αιώνας μ.Χ.), και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσλάβει φροϊδικά το όνειρο ως παραμορφωμένη εκπλήρωση μιας απωθημένης επιθυμίας (σεξουαλικής ή εξουσιαστικής), αλλά ως ξεκάθαρη εντολή του θεού Ασκληπιού να προβεί μελλοντικά σε πράξεις, ακόμη και «παράδοξες», που θα ενισχύσουν την αγωγή του βίου του.
Επίσης, όντας εγκλωβισμένος στη λατρευτική ασκληπιεία ιατρική, δεν μπορεί να στοχαστεί τη σχέση του κανονικού και του παθολογικού όπως αυτή εμφανίζεται στον γάλλο φυσιολόγο Μπισά (1771-1802) και οδηγεί αργότερα τον Νίτσε να ερμηνεύσει την αρρώστια ως διεγερτικό της υγείας. Η αλλαγή θα συμβεί τη στιγμή που ο επίσης φιλάσθενος γερμανός φιλόσοφος θα αποφασίσει να εγκαταλείψει τους γιατρούς του και «να αναλάβει ο ίδιος τον εαυτό του» και άρα την επιλογή επίσης διαίτης, κλίματος και τόπου διαμονής.

Η ποίησις εαυτού
Ο σημερινός αναγνώστης θα πρέπει να εντάξει τον Αίλιο Αριστείδη στο ανεπανάληπτο ιστορικό πλαίσιο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, η στωική ηθική του οποίου διαφέρει από την παράλληλα αναδυόμενη χριστιανική πρακτική απάρνησης του εαυτού. Η επιμελήτρια της καλαίσθητης αυτής πανόδετης έκδοσης, Ελισάβετ Κούκη, συμπυκνώνει στο οπισθόφυλλο το συνολικό διακύβευμα:
«Οι «Ιεροί Λόγοι» μας παρασύρουν σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στην Ασία της ύστερης αρχαιότητας· εκεί, συνοδοί των ενυπνίων διαδρομών του ρήτορα, διασχίζουμε κι εμείς περιοχές της επικράτειας του ονείρου και του σώματος, όπου αναδεικνύονται η θεραπευτική ισχύς του λόγου, η ποιητική έμπνευση και δημιουργία, η ποίησις εαυτού». Κάτι που και σήμερα είναι αναγκαίο: να δίνει κανείς μορφή στον εαυτό του, να επινοεί σύγχρονες μορφές υποκειμενικότητας.
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (dionysos@panteion.gr).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ