Κάποιος πρέπει να συκοφάντησε τον Γκάο Γιανγκ, γιατί ένα μεσημέρι, που το λιοπύρι σφυροκοπούσε τη γυμνή ράχη του και ο αέρας έσερνε παντού την αποφορά του σαπισμένου σκόρδου, ήρθαν δύο αστυνομικοί και τον συνέλαβαν. Είναι η εναρκτήρια σκηνή του μυθιστορήματος Οι μπαλάντες του σκόρδου, του κινέζου εφετινού νομπελίστα Μο Γιαν, που δικαίως του χάρισε τον χαρακτηρισμό του απωανατολίτη Κάφκα.
Στην «Κομητεία του Παραδείσου» στην Κίνα, σε ένα αγροτικό σκηνικό λεπτοδουλεμένο, με εικόνες ρεαλιστικές και ζωντανές, γεμάτες ήχους και μυρωδιές, καλαμπόκια θροΐζουν κάτω από τον σκοτεινό βελουδένιο ουράνιο θόλο και πουλάρια χρεμετίζουν ενώ από την άκρη του αλωνιού φτάνει η αναζωογονητική ευωδιά αλογίσιας κοπριάς. Χωρικοί σκονισμένοι και ξυπόλυτοι συναθροίζονται τις καλοκαιρινές νύχτες γύρω από τον τυφλό πλανόδιο τραγουδιστή Τζανγκ Κου, για να ακούσουν τις μπαλάντες του.
Οι μπαλάντες του σκόρδου, που τραγουδά ο κινέζος ραψωδός, αφηγούνται μια ιστορία γνώριμη από άλλα γεωγραφικά συμφραζόμενα: Η κυβέρνηση της χώρας πρόσταξε, λέει, τους χωρικούς να ξεχάσουν την πιπερόριζα και το κρεμμύδι και να φυτέψουν σκόρδο για να πλουτίσουν. Εκείνοι το έκαναν. Η σοδειά ήταν πλούσια, γέμισαν οι κρατικές αποθήκες. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο συνεταιρισμός αρνήθηκε να αγοράσει το πλεονάζον σκόρδο, που απούλητο σαπίζει. Αφού εισέπραξαν τους φόρους από τους αγρότες, οι Αρχές αδιαφορούν. Απελπισμένοι και οργισμένοι, οι σκορδοκαλλιεργητές εξεγείρονται και γκρεμίζουν τα γραφεία της Κομητείας. Ακολουθούν συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Τίποτα δεν είναι παραδεισένιο στην Κομητεία του Παραδείσου.
Η παράδοση και το Κόμμα
Μέσα σε όλη τη φτώχεια και την αθλιότητα, μια ερωτική ιστορία είναι σε εξέλιξη και δυο ξαδέρφια κάνουν όνειρα. Ο νεαρός Γκάο Μα είναι έντιμος, τολμηρός, αγωνιστής, ένας ήρωας βγαλμένος από την επική παράδοση, θαυμάσιος και τραγικός. Ο Γκάο Γιανγκ είναι καλόψυχος αλλά δειλός, στην κυριολεξία κατουριέται από τον φόβο του. Σε όλη του τη ζωή ήταν το εύκολο θύμα ταπεινώσεων, ένας αντιήρωας της λαϊκής κωμωδίας, που προκαλεί το γέλιο και τον οίκτο. Ο Γκάο Μα αγαπά την Τζίντζου, που η οικογένειά της την έχει αρραβωνιάσει με έναν ετοιμοθάνατο γέρο. Καταπιάνεται με την καλλιέργεια σκόρδου για να βγάλει χρήματα να την «αγοράσει» από τους δικούς της. Οταν τα σχέδιά του ματαιώνονται, γίνεται μπροστάρης στην εξέγερση.
Την ώρα που η αστυνομία κυνηγά τον Γκάο Μα για να τον συλλάβει, ο Γκάο Γιανγκ βρίσκεται ήδη στη φυλακή και υποβάλλεται σε νέους εξευτελισμούς. Στα ιδρωμένα του όνειρα τον επισκέπτονται τα πνεύματα των γονιών του. Ηταν γαιοκτήμονες, που η Αγροτική Μεταρρύθμιση του Μάο τους πήρε τη γη, αλλά δεν εξάλειψε τις διακρίσεις και την αδικία. Οι πρώην μικροκτηματίες μεταβλήθηκαν σε «κακά στοιχεία», στόχος της κομμουνιστικής κρατικής αυθαιρεσίας, της βίας, του παραλογισμού. Ο Μο Γιαν περιγράφει με εντυπωσιακή δύναμη την κινεζική αγροτική κοινωνία του 1987 και ολισθαίνει με αφηγηματική επιδεξιότητα στο παρελθόν, αναζητώντας στην ιστορία εξηγήσεις για το παρόν των χαρακτήρων του.
Γιος αγροτών, αυτής της τάξης που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της κινεζικής κοινωνίας, ο Μο Γιαν αναπαριστά έναν κόσμο που γνωρίζει καλά, τη ζωή στην ύπαιθρο, όπου οι κοινωνικές δομές είναι αυστηρές, η αυτοδικία επικρατεί, η προκατάληψη επιβιώνει, οι δεισιδαιμονίες και οι λαϊκές αφηγήσεις δεν έχουν χάσει την επιδραστικότητά τους. Οικογενειακές παραδόσεις από τη μια, κομματικοί κανονισμοί από την άλλη. Στη μέση οι άνθρωποι, που αδυνατούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
Ο Μο Γιαν συνθέτει μια νατουραλιστική αφήγηση με εικόνες δυνατές και γκροτέσκες, ευτράπελες και ακραίες, φτιαγμένες από χώμα, γεμάτες από τις οσμές και τις εκκρίσεις του σώματος. Σμιλεύει με μαεστρία έναν κόσμο τραχύ, βρωμερό και δυσώδη, βίαιο και φαύλο όπου ο έρωτας δεν ευδοκιμεί και η διαφθορά ανθεί, μια κοινωνία που αποσυντίθεται αργά σαν το σκόρδο που σαπίζει στον ήλιο και ποτίζει την ανάσα των ανθρώπων. Ο άλλοτε ένδοξος κινεζικός λαός παρουσιάζεται σε μια φάση παρακμής και αδιεξόδου, με ειρωνεία και μαύρο χιούμορ, αλλά εν τέλει με συμπάθεια και γλώσσα ρωμαλέα και ρυθμική, που απλώνεται στο χαρτί σαν γοητευτική κινεζική μονοκοντυλιά σε λεπτό ρυζόχαρτο.
«Λίγος» για αντικαθεστωτικός
Κάποιοι θεώρησαν «λίγο» τον Μο Γιαν για το Νομπέλ, διότι είναι, είπαν, φιλοκαθεστωτικός, δεν υψώνει φωνή διαμαρτυρίας. «Δεν μισώ τον σοσιαλισμό, μισώ τους διεφθαρμένους αξιωματούχους που, με το πρόσχημα ότι υψώνουν τη σημαία του κομμουνισμού, καταστρέφουν τη φήμη της» ουρλιάζει ο Γκάο Μα. Ισως γι’ αυτά τα λόγια να απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του μυθιστορήματος στην Κίνα μετά τα γεγονότα στην πλατεία Τιανανμέν, το 1989. Ισως πάλι για την καταγγελτική μπαλάντα του Τζανγκ Κου: «Ολοι λένε πως οι ντόπιοι ηγέτες μας εκλέγονται απ’ τις μάζες. / Αλλά γιατί σπαταλούν αυτοί οι υπηρέτες του λαού τα λεφτά των «αφεντάδων» τους; / Εμείς οι απλοί άνθρωποι χύνουμε αίμα σαν υποζύγια, / για να τεμπελιάζουν και να χοντραίνουν οι διεφθαρμένοι κι άπληστοι αξιωματούχοι!». Είτε θεωρήσουμε τον αόμματο αοιδό περσόνα του συγγραφέα είτε όχι, έχουμε πραγματικά την ανάγκη να μιλήσει ο λογοτέχνης ανοιχτότερα;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ