Με την κυκλοφορία του τρίτου τόμου της Ανόδου της δημοκρατίας, που φέρει τον υπότιτλο «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών», ο αναγνώστης δικαιούται να κατατάξει το μνημειώδες έργο του γάλλου φιλοσόφου Μαρσέλ Γκοσέ σε αυτό που ο Τζορτζ Στάινερ ονόμασε Αρχεία της Εδέμ, δηλαδή σε εκείνα τα θεμελιακά έργα του δυτικού πολιτισμού στα οποία αξίζει τον κόπο να ανατρέχει κάποιος.
Μολονότι ο πρώτος τόμος («Η επανάσταση των νεότερων χρόνων»), που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του 16ου αιώνα ως το 1880, είναι συνοπτικός, το έργο στο σύνολό του, όπως προκύπτει από τον δεύτερο τόμο («Η κρίση του φιλελευθερισμού»), που φθάνει ως το 1914, και κυρίως από τον τρίτο αυτόν τόμο, είναι από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά έργα φιλοσοφίας της Ιστορίας.
Στον τρίτο τόμο ο Γκοσέ ανέλαβε να αναλύσει διεξοδικά τη σύγκρουση της δημοκρατίας με τις μορφές του ολοκληρωτισμού που επικράτησαν στην Ευρώπη του 20ού αιώνα και να ερμηνεύσει το πώς οι μορφές αυτές επιχείρησαν να αποκαταστήσουν τη θρησκευτική ενότητα μέσα στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, δηλαδή να την εκκοσμικεύσουν. Οσοι έχουν διαβάσει ένα άλλο σημαντικό βιβλίο του Γκοσέ, την Απομάγευση του κόσμου, θα αντιληφθούν αμέσως πόσο σημαντική είναι η θέση αυτή για την κατανόηση του έργου του.
Τρεις μορφές ολοκληρωτισμού
Οι εποχές περιγράφονται από τα γεγονότα και τις ιδέες που τις διατρέχουν και αυτά ορίζουν από κοινού ό,τι αποκαλούμε ποιητική της Ιστορίας. Αλλά στον 20ό αιώνα είχαμε την έξαρση ενός φαινομένου τις απαρχές του οποίου θα πρέπει να αναζητήσουμε στον 19ο αιώνα, στο έργο του Μαρξ και του Κάουτσκι, μέσω των οποίων η φιλοσοφία της Ιστορίας εισβάλλει στον καθημερινό πολιτικό αγώνα.
Στις τρεις μορφές ολοκληρωτισμού που επικράτησαν κατά τον 20ό αιώνα εστιάζεται η μελέτη του Γκοσέ: τον μπολσεβικισμό, τον φασισμό και τον ναζισμό. Επομένως και σε τρεις μεγάλες χώρες της Ευρώπης, τη Ρωσία, την Ιταλία και τη Γερμανία, ενώ όταν γράφει για τις περιπέτειες της δημοκρατίας αναφέρεται κυρίως στη Γαλλία και στην Αγγλία.
Γράφοντας για τον μπολσεβικισμό ο συγγραφέας δεν ασχολείται με τον Στάλιν, αλλά με τον Λένιν, γιατί χωρίς τον δεύτερο ο πρώτος απλώς δεν θα υπήρχε. Ο βολονταριστής Λένιν το 1917 είχε καταλάβει, όπως παρατηρεί με οξύτητα, ότι «το κράτος δεν είναι απλώς το όργανο καταστολής που είχε γνωρίσει ο Μαρξ, αλλά ένας γιγαντιαίος μηχανισμός διοίκησης. Το ζήτημα είναι να εξετάσουμε αν η προοπτική μαρασμού του κράτους εξακολουθεί να είναι επίκαιρη, από τη στιγμή που η επαναστατική ρήξη περνάει εξ ολοκλήρου μέσα από το κράτος».
Για να καταργηθεί δηλαδή το κράτος πρέπει να το υπερβούμε, όμως η υπέρβαση αυτή θα επιτευχθεί μόνο με την ενίσχυσή του. Οπως γράφει ο Λένιν στο Κράτος και επανάσταση, «στον σοσιαλισμό θα διοικούν όλοι με τη σειρά και θα συνηθίσουν γρήγορα στο να μη διοικεί κανείς». Αυτή η πελώρια αντίφαση χαρακτηρίζει το σοβιετικό σύστημα από την εγκαθίδρυσή του ακόμη. Το τι συνέβη βέβαια στη συνέχεια το γνωρίζουμε όλοι.
Το νεκροταφείο των δυναστειών
Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέρρευσαν τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυναστείες: των Αψβούργων, των Χοχεντσόλερν και των Ρομανόφ. Ετσι, ο πόλεμος αυτός, ο πρώτος που στοίχισε στην ανθρωπότητα τόσους νεκρούς (πάνω από 8 εκατομμύρια μόνο στα πεδία των μαχών), υπήρξε και το νεκροταφείο των δυναστειών. Αλλά στη συνέχεια και ως τον Β’ Παγκόσμιο σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη επικράτησαν ολοκληρωτικά καθεστώτα: στην Ιταλία, στη Ρωσία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα.
Στη Γαλλία η δημοκρατία παρέπαιε και η μόνη δημοκρατική χώρα που, όπως γράφει ο Οργουελ, «είχε στυλώσει τα πόδια» κατά των δικτατόρων ήταν η Αγγλία. Ως προς την ουσία, μολονότι τα καθεστώτα αυτά είχαν ως κοινό γνώρισμα την κατάργηση της δημοκρατίας, μεταξύ τους παρουσίαζαν και πλήθος διαφορές. Ο μουσολινικός κορπορατισμός, λ.χ., δεν είχε σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό. Αν και ο Χίτλερ διδάχθηκε από το ιταλικό παράδειγμα, η άνοδός του στην εξουσία δεν πραγματοποιήθηκε ως ένα είδος «φυγής προς τα εμπρός», όπως συνέβη με την περίπτωση του Μουσολίνι, γράφει ο Γκοσέ.
Η ανάλυση του συγγραφέα σε ό,τι αφορά τον ναζισμό είναι στο σύνολό της συναρπαστική. Παρ’ όλο που έχουν γραφτεί εκατομμύρια σελίδες πάνω στο θέμα, όχι μόνο δεν της λείπει η πρωτοτυπία, αλλά και διαβάζεται ως ένα είδος ιστορίας της Ιστορίας, θα έλεγα. Πλήθος πολιτισμικές αναφορές συνοδεύουν τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει ως παραδείγματα. Από το 1914, λ.χ., ο Τόμας Μαν έγραφε στους Στοχασμούς ενός απολιτικού για τον «γερμανικό αγώνα εναντίον του δυτικού πνεύματος».
Από πολλές πλευρές δεν είναι τυχαίο που ο αστός Μαν θαύμαζε έναν φιλόσοφο, τον Τζον Στιούαρτ Τσάμπερλεν, τον οποίο τα στελέχη των ναζιστών θεωρούσαν μέντορά τους. Ο Τόμας Μαν στράφηκε βέβαια εναντίον των χιτλερικών και αυτοεξορίστηκε, όμως το 1914 πίστευε ότι η «σοβαρή» συντηρητική Γερμανία είναι ο θεματοφύλακας εκείνου που αποκαλούσε και αυτός, όπως και πλήθος άλλοι, «κουλτούρα» –σε αντίθεση με τη γαλλική «επιπολαιότητα» των «πολιτισμολόγων».
Δικαίως ο Γκοσέ αναλύει εκτενώς τη φυλετική ερμηνεία της Ιστορίας του Τσάμπερλεν, στην οποία υπάρχουν ανεπτυγμένες με σοβαρότητα οι ποικίλες ρατσιστικές θεωρίες με τις οποίες είχε έλθει σε επαφή ο Χίτλερ όταν ζούσε νέος στη Βιέννη.
Δικτατορία διά του λαού
Επικρατεί η άποψη ότι ένας από τους κύριους λόγους που ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος ήταν η οικτρή οικονομική κατάσταση εξαιτίας της οποίας επικρατούσε στη Γερμανία κοινωνικό χάος. Ο Γκοσέ όμως θυμίζει ότι η οικονομία της χώρας έναν χρόνο πριν από την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία είχε αρχίσει να ανακάμπτει και ο Χίτλερ στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1932 είχε λάβει το 32% των ψήφων, ποσοστό μικρότερο από αυτό που είχε πάρει στις προηγούμενες εκλογές. Η γερμανική Δεξιά ωστόσο έκανε το παιδαριώδες σφάλμα να του παραδώσει την εξουσία πιστεύοντας ότι μπορούσε να τον χειριστεί όπως εκείνη ήθελε.
Ενας δημαγωγός όμως της κλάσης του Χίτλερ, που έφθασε στο κατώφλι της εξουσίας από το πουθενά, δεν ήταν δυνατόν να γίνει όργανο στα χέρια κανενός. Το βασικό πρόβλημα του ολοκληρωτισμού, ότι δηλαδή ο ολικός έλεγχος δεν συνεπάγεται και ολική κυριαρχία, το έλυσε κατά έναν τρόπο που αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός: μολονότι ανήλθε στην εξουσία με νόμιμο τρόπο, δηλαδή δεν επέβαλε τη δικτατορία του επί του λαού αλλά διά του λαού, όπως λέει ο ιστορικός Τζον Λούκατς, ταυτοχρόνως δεν προσπάθησε να τον εκφράσει, αλλά έκανε κάτι πολύ πιο αποτελεσματικό: του πρόσφερε το αναγκαίο κοσμοείδωλο. Μια αιώνια ιδέα για την ανθρώπινη τάξη. Επρόκειτο δηλαδή για «επανάσταση στο όνομα του παρελθόντος». Γι’ αυτό και ο αφορισμός του γερμανού δικτάτορα: «Γιατί να εθνικοποιήσεις την οικονομία όταν μπορείς να εθνικοποιήσεις τον λαό;».
Αυτό προϋπέθετε όχι μόνο έναν μύθο, αλλά και μια πολιτική κοινότητα πίστης και αγώνα η οποία απαιτούσε έναν ηγέτη που θα έπρεπε να διαθέτει τρία βασικά γνωρίσματα: θεωρητικό βάθος, οργανωτική αποτελεσματικότητα και αρχηγικές αρετές. Η θεωρία του Χίτλερ περί υπεροχής της αρίας φυλής βασιζόταν σε κάτι πολύ απλό και εύπεπτο: η αρία φυλή είναι η πιο δημιουργική και η δημιουργικότητά της οφείλεται στη διάθεσή της για θυσίες. Ετσι, δεν απορεί κανείς που οι γερμανοί στρατιώτες στο ανατολικό μέτωπο πολέμησαν «ως την τελευταία σφαίρα».
Δημοκρατία και κράτος
Οι πάσης μορφής ολοκληρωτισμοί έχουν μία βασική ομοιότητα: σε αυτούς το εκάστοτε καθεστώς καθρεφτίζει τον εαυτό του. Και για να συντηρηθεί το καθεστώς αυτό θα πρέπει να προχωρήσει στον ολικό μετασχηματισμό της ιδεολογικής σφαίρας.
Η ήττα του ναζισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο «εκμηδένισε την ίδια την αρχή του». Ο νικηφόρος σταλινισμός ωστόσο δεν θα παρέμενε ανέγγιχτος για πολλά ακόμα χρόνια. Το τριαδικό σύστημα κόμμα – μάζες – ηγέτης θα έπαυε σύντομα να αποτελεί πρότυπο για τον δυτικού τύπου Σοσιαλισμό, αφού το ολοκληρωτικό (σοβιετικό) και το ρυθμιστικό (δυτικοευρωπαϊκό) κράτος διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Αλλά για το δεύτερο απαραίτητη είναι η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας και των συναφών θεσμών, που δέχονται τα πρώτα πλήγματα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ξεσπά η πετρελαϊκή κρίση με την οποία «δεν αρχίζει μόνο ένα νέο στάδιο της οικονομικής ιστορίας, ξεκινά ένα νέο στάδιο της ιστορίας της δημοκρατίας». Προς τα πίσω ή προς τα εμπρός, άραγε;
Στο ερώτημα, υποθέτει βάσιμα κάποιος, θα δώσει απάντηση στον τέταρτο και τελευταίο τόμο του έργου του ο Μαρσέλ Γκοσέ, που φροντίζει κάπως να μας προετοιμάσει από τώρα: «Ο εξισορροπημένος συνδυασμός των συνιστωσών του μεικτού μας καθεστώτος (σαν να λέμε του κράτους πρόνοιας και του κράτους των ατομικών ελευθεριών) θα πρέπει πλέον να ανασυσταθεί», γράφει στην καταληκτική παράγραφο του βιβλίου του.
Ο αναγνώστης που δεν έχει πλήρη εποπτεία του ιστορικού πλατό στο οποίο εκτείνεται η ανάλυση του Γκοσέ, καλό είναι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αυτού του εξαιρετικά πυκνού και καλομεταφρασμένου βιβλίου να έχει δίπλα του και ένα-δύο εγχειρίδια Ιστορίας. Θα τον βοηθήσουν να το κατανοήσει ευκολότερα –και να το απολαύσει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ