«Αυτό που μπορεί να δειχθεί δεν μπορεί να λεχθεί»
Βιτγκενστάιν

Τα τελευταία 150 χρόνια παρατηρείται στον δυτικό πολιτισμό μια αυξανόμενη προσφυγή της επιστημονικής σκέψης στην εικόνα και στην οπτική πληροφορία η οποία έρχεται να εξισορροπήσει ή ακόμη και να ανατρέψει την κυριαρχία των κειμένων επί των εικόνων. Ας θυμηθούμε ότι η παρουσίαση της Καταγωγής των ειδών (1859) και της εξελικτικής θεωρίας θα ήταν για τον Δαρβίνο αδύνατη χωρίς τη βοήθεια των διαγραμμάτων τα οποία έδειχναν με μια ματιά τους κανόνες που διέπουν την εξέλιξη. Αλλά και οι νεότερες κοινωνικές έρευνες των Ζίμελ (το τοπίο), Γκόφμαν (φύλο και διαφήμιση) και Μπουρντιέ (κοινωνική χρήση της φωτογραφίας) μάς έδειξαν ότι οι κοινωνικές πρακτικές είναι αλληλένδετες με την οπτική τους πρόσληψη.

Οπτική στροφή
Παρ’ όλα αυτά η γλώσσα υπήρξε μέχρι πρότινος ένα σύστημα υπερκωδικοποίησης όλων των άλλων σημειωτικών συστημάτων, ώσπου η αυξανόμενη σώρευση νέων εμπειρικών δεδομένων (ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα) και η παρεπόμενη πολυπλοκότητα της κοινωνικής οργάνωσης διέρρηξαν το μονοπώλιό της, απαιτώντας νέα συστήματα καταγραφής των πραγμάτων και ακριβέστερης διασφάλισης των ανθρώπινων ιχνών στις ανώνυμες μητροπόλεις του ανερχόμενου καπιταλισμού. Εκτοτε η νεωτερικότητα, έχοντας ενσωματώσει και μετατρέψει την τεχνολογία σε όργανό της, θέτει τη φυσική όραση εκτός ισχύος.
Το βιβλίο του Γιάννη Σκαρπέλου έρχεται να επιβεβαιώσει και να τεκμηριώσει ιστορικά την αλλαγή παραδείγματος που έχει επισυμβεί στην τάξη της γνώσης και έχει οδηγήσει, τα τελευταία 40 χρόνια, στην ίδρυση της «οπτικής κοινωνιολογίας». Βέβαια, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η «βιβλιοθήκη» παύει να αποτελεί προνομιακό αρχείο της γνώσης και η προσφυγή σε φωτογραφικά και αργότερα κινηματογραφικά αρχεία μαρτυρεί την κρίση της αναπαραστατικής λειτουργίας της γλώσσας.
Ακολουθώντας τη γενεαλογική μέθοδο του Φουκό, ο συγγραφέας επισημαίνει την ιστορική συγκυρία που αποτελεί η ταυτόχρονη εμφάνιση της τεχνικής δυνατότητας αποτύπωσης (δαγεροτυπία) και των κοινωνικών και θετικών επιστημών. Πρόκειται για την αναδιοργάνωση του κοινωνικού πεδίου μέσω νέων τεχνολογιών, θεσμών, αρχιτεκτονικών, βλεμμάτων και λόγων, που στόχο έχουν να ελέγξουν, να υποτάξουν και έτσι να βελτιστοποιήσουν το ανθρώπινο σώμα και τις επιδόσεις του εντός της καπιταλιστικής παραγωγής.
Στο πλαίσιο αυτής της «βιο-πολιτικής», το νέο πειθαρχικό σύστημα θα επαναπροσδιορίσει και τις σχέσεις του ορατού με το αόρατο και διαφεύγον ίχνος. Η φωτογραφία θα τεθεί πρωτίστως στην υπηρεσία της σήμανσης και σύλληψης τού, τεχνο-επιστημονικά ελεγχόμενου πλέον, υποκειμένου. Γενικότερα, η φωτογραφία θα αναλάβει καθήκοντα ψυχανάλυσης του «οπτικά ασυνείδητου» μικρόκοσμου (Μπένγιαμιν), ο οποίος αρχίζει να αφορά τη νεωτερική μικροφυσική της εξουσίας.

Το αναλυτικό καθήκον
Θεωρητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιφυλακτικότητα του συγγραφέα να ενσωματώσει και να υπαγάγει τη φωτογραφική εικόνα σε μια ιστορία της τέχνης, λ.χ. ως συνέχεια της ζωγραφικής με άλλα μέσα, κατανοώντας τη βαθιά τομή που χωρίζει τις παραδοσιακές αναπαραστατικές τέχνες από τα τεχνικά μέσα που πλέον λειτουργούν στο πεδίο του πραγματικού. Ως εκ τούτου, στην ιστοριογραφία του ακολουθεί εκείνες τις φωνές που «ζητούν την επανένταξη της καλλιτεχνικής εικόνας στο κοινωνικό περιβάλλον της παραγωγής και της κατανάλωσης», κατά το πρότυπο του Μπένγιαμιν και του Φουκό. Και επειδή η εποχή μας είναι κατ’ εξοχήν μια εποχή υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης εικόνων, ο Γ. Σκαρπέλος δείχνει με τη θεωρητική του στάση ότι, αν δεν θέλει κανείς να καταποντιστεί ή να χειραγωγηθεί από τα τυποποιημένα οπτικά ερεθίσματα που πλήττουν καθημερινά το νεωτερικό υποκείμενο, τότε θα πρέπει να αντιστρέψει το ισχύον παθητικό καθεστώς της κατανάλωσης εικόνων σε ενεργητικό, και αυτό σημαίνει: σε επιστημονική (ή και καλλιτεχνική) προσπάθεια ανάγνωσης και μεταγραφής του οπτικού πολιτισμού μας.
Μπορεί ο σημερινός αναλφάβητος να είναι εκείνος που δεν γνωρίζει να διαβάζει μια εικόνα, όπως έλεγε ο πρωτοπόρος Μοχόλι-Νάγκι (1936), όμως χωρίς την κριτική εργασία της γλώσσας, τον μόχθο της έννοιας και της γραφής, χωρίς «το αναλυτικό καθήκον», όπως γράφει ο Γ. Σκαρπέλος, η εικόνα μπορεί να μετατραπεί σε μύθο (η «ελληνικότητα» της Nelly’s), παγιδεύoντας στη σαγήνη της το βλέμμα του παρατηρητή.
Κάλεσμα σε δράση
Η οπτική κοινωνιολογία εργάζεται συνδυάζοντας την εικόνα με τον λόγο, τηρώντας ταυτόχρονα τις αποστάσεις που χωρίζουν το ένα από το άλλο μέσο, τόσο όσον αφορά τη δομή τους όσο και τη δύναμή τους να συγκροτούν ή να αποδομούν την πραγματικότητα. Ακολουθώντας μια φαινομενολογική αρχή, ο συγγραφέας μάς προειδοποιεί ότι η επονομαζόμενη πραγματικότητα «δεν εξαντλείται στο ορατό», δηλαδή σε ό,τι μπορεί να τιθασεύσει το ανθρώπινο βλέμμα.
Κινούμενος πάντοτε από «την καταδήλωση στη συμπαραδήλωση» της εικόνας, επιχειρεί να αναδείξει τις «πολιτικές σκοπιμότητες» που καθορίζουν την παραγωγή της και «την καθιστούν φορέα ιδεολογίας». Και όλα αυτά όχι με ένα θεωρητικό βλέμμα που επιχειρεί να καθυποτάξει την αμφισημία της εικόνας, αλλά που μας υπενθυμίζει ότι μια βασική λειτουργία της εικόνας είναι να μας «καλεί σε δράση», όχι απλώς στην ερμηνεία της.
Η οπτική κοινωνιολογία του Γ. Σκαρπέλου ανακαλύπτει στη φωτογραφία – ξεπερνώντας κάθε αφελή θετικισμό – όχι μόνο την πειθαρχημένη αλλά και την ανυπότακτη πραγματικότητα, που ανθίσταται στη σήμανση ως τυφλό σημείο κάθε φωτογραφικού κάδρου. Ο συγγραφέας δείχνει να αντέχει την αταξία της εικόνας και να αποδέχεται το – εν τέλει – αταξινόμητο είναι της. Αλλωστε, από την αντοχή αυτή εξαρτάται το ήθος τής εν λόγω επιστήμης.

Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.