Με το πρώτο πεζογραφικό της βιβλίο, τη νουβέλα Θυμάμαι, η οποία κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, η Βασιλική Πέτσα (γεννημένη το 1983) θέλησε να κομματιάσει τον μύθο της αθωότητας της εφηβικής ηλικίας φέρνοντας στην επιφάνεια έναν κόσμο άφατης σκληρότητας: έναν κόσμο συνδεδεμένο οργανικά όχι μόνο με την εγγενή διαστροφή αλλά και με μια βαθιά ριζωμένη θηριωδία.
Μαζί με τη θηριωδία της εφηβείας η Πέτσα εικονογράφησε στη νουβέλα της και τη στενόκαρδη ψυχή που βγάζουν οι τοπικές κοινωνίες όποτε βρίσκονται μπροστά σε ένα γεγονός το οποίο υπερβαίνει τον μικροσκοπικό τους ορίζοντα. Ο ισχυρός φόβος, η προθυμία για συγκάλυψη και αποσιώπηση, η συμπλεγματική στάση απέναντι σε οτιδήποτε έρχεται απ’ έξω, η ενστικτώδης ροπή προς την αυταπάτη, όπως και η βολική λύση της αυτοαπομόνωσης είναι οι τρόποι με τους οποίους θα σπεύσουν να αντιδράσουν τα πρόσωπα του Θυμάμαι προκειμένου να αποφύγουν πάση θυσία την αντιμετώπιση του ηθικού κινδύνου που θα απειλήσει την κοινότητά τους.
Δεν έλειψαν από το πρώτο βιβλίο της Πέτσα, παρά την τόλμη του θεματικού χειρισμού, τη λειτουργική οικονομία της αφήγησης και την υποβλητική ατμόσφαιρα, κάποια σχήματα καταγγελίας, όπως και μια έντονη γλωσσική ομοιομορφία, που υπονόμευσε ευθέως την προσπάθεια για τον σχηματισμό μιας πολυφωνικής σύνθεσης.
Προβλήματα τέτοιου τύπου μοιάζει να έχουν υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό στην καινούργια δουλειά της, που τιτλοφορείται Ολα τα χαμένα και αποτελείται από οκτώ πυκνά διηγήματα. Η ασφυξία που αποπνέει η νουβέλα της είναι και τώρα πολύ συχνά παρούσα, ενώ και οι ήρωες θα εκδηλώσουν κατ’ επανάληψη μιαν εχθρότητα παρόμοια με εκείνη των ηρώων του προηγούμενου βιβλίου της.
Η διαφορά από το Θυμάμαι είναι πως, από το εξαιρετικό συμβάν που θα συγκλονίσει εκεί δικαίους και αδίκους με την απανθρωπιά του, περνάμε εδώ στην αφανή διάβρωση και στην υπόγεια αβελτηρία της καθημερινής ζωής.
Παρασυρμένοι από το ερωτικό τους πάθος, που μπορεί να τους οδηγήσει στις πλέον απονενοημένες ενέργειες («Χάσαμε τον Φούφη μας»), κυνηγημένοι από τον τρόμο και την κατάθλιψη της αρρώστιας, που θα τους κάνει να σηκώσουν χέρι πάνω στα παιδιά τους («Σετ ραπτικής»), παγιδευμένοι στο καγκελόφρακτο τοπίο της οικογενειακής κυψέλης («Σηκωθείτε από τα κορεάτικα κρεβάτια μασάζ»), όμηροι μιας ακατάσχετης λαγνείας του χρήματος, που θα αγνοήσει το οποιοδήποτε εμπόδιο («Για την ψυχή της μάνας μου»), παγιδευμένοι στη ζήλια και στον φθόνο («Famous Blue Raincoat»), τσακισμένοι από τα γηρατειά ή την αναπηρία τους («Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» και «Your Hand in Mine»), καθώς και εγκλωβισμένοι στις εικόνες και στις φοβίες των παιδικών τους χρόνων («Βαλσαμωμένο ελάφι»), οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων της Πέτσα έχουν στριμωχτεί σε μια συνθήκη τυραννικής δυσφορίας από την οποία δεν θα κατορθώσουν να απαγκιστρωθούν και να ορθοποδήσουν ποτέ.
Η συγγραφέας αλλάζει γλώσσα, ύφος και ρυθμό από διήγημα σε διήγημα (από το παραλήρημα και την ασθματική εκφορά ως τον διάλογο, την ημερολογιακή εγγραφή και τον εσωτερικό μονόλογο) και καταφέρνει να φτιάξει χειροπιαστούς και με ευδιάκριτες αποχρώσεις χαρακτήρες. Τα κείμενά της διαθέτουν επίσης ταχύτητα εναλλαγών στη δράση, νευρώδη και συχνά απρόσμενη εξέλιξη, ενώ συχνά τα διατρέχει ένα σασπένς που αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ.
Υπερέχουν σαφώς τα κομμάτια (τα τέσσερα πρώτα της συλλογής) που εμπλέκονται με το Κακό και κινούνται μεταξύ αδιάπτωτης φθοράς και ολοκληρωτικής καταστροφής.
Εκείνο που μας κερδίζει είναι η σιωπηρή τους ένταση, η οποία μπορεί σε δεδομένη στιγμή να τινάξει τα πάντα στον αέρα παράγοντας τις πλέον οδυνηρές καταστάσεις.
Υστερούν, αντιθέτως, όσα διηγήματα του βιβλίου καταλήγουν στο διογκωμένο, μελοδραματικό πάθος, ακόμη κι αν εμφανίζονται κατά τόπους έμπλεα κυνισμού. Είναι κάτι που η συγγραφέας θα καταφέρει εύκολα να παρακάμψει σε ωριμότερη ηλικία, όταν θα έχει τη δυνατότητα να ποδηγετήσει τη σημερινή κάπως αισθηματολογική της διάθεση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ