«Τον κύριο Αρμαντέιλ τον έστειλαν στο Βίλτμπαντ πολύ αργά – ουσιαστικά είναι νεκρός». Βρισκόμαστε στα 1832, σε μια ήσυχη μικρή γερμανική πόλη γνωστή για τα ιαματικά (αλλά όχι τόσο θαυματουργά) λουτρά της. Για να ακριβολογούμε, αυτός ο άντρας «που είχε μια άγρια ζωή και ακόλαστη, κατά δική του ομολογία» χαροπαλεύει στο νεκροκρέβατό του σε κατάσταση προχωρημένης παράλυσης και δεν σκοπεύει να πάρει κανένα μυστικό στον τάφο του.
Τον βαραίνει μια ύπουλη δολοφονία που διέπραξε στο παρελθόν και η έμφοβη δεισιδαιμονία του ότι εκείνο το «αθέατο έγκλημα» θα πέσει σαν κληρονομική κατάρα πάνω στον γιο του τον αναγκάζει να παρατείνει τον αγωνιώδη επιθανάτιο ρόγχο του και να αποκαλύψει την αμαρτία υπαγορεύοντάς την (ένα εξομολογητικό και προειδοποιητικό γράμμα που θα φθάσει ασφαλισμένο στον μικρό όταν μεγαλώσει) στον άγνωστο κύριο Νιλ.
Ο Αρμαντέιλ – όπως τιτλοφορείται και αυτή η ογκωδέστατη και πληθωρική μυθιστορηματική τοιχογραφία της βικτωριανής περιόδου που συνέθεσε ο Ουίλιαμ Ουίλκι Κόλινς (1824-1889) – έπνιξε «σαν το σκυλί» τον ερωτικό του αντίζηλο, τον κλείδωσε εκδικητικά σε μια καμπίνα την ώρα που το πλοίο «Η Χάρη του Θεού» βυθιζόταν στον ωκεανό μετά από μια μανιασμένη καταιγίδα. Ο πνιγμένος, ονόματι Φέργκιους Ινγκλμπι, κατόρθωσε να υφαρπάξει από τον Αλαν Αρμαντέιλ την καρδιά και εν τέλει να παντρευτεί την Τζέιν Μπλάνκχαρντ, μια γυναίκα που ο τελευταίος είχε ερωτευθεί από το πορτρέτο της.
Ηταν μια πράξη αντεκδίκησης από τον δολοφονηθέντα Ινγκλμπι, που ήταν ο πραγματικός Αλαν Αρμαντέιλ, το όνομα και την περιουσία του οποίου πήρε ο (πρώτος κατά σειρά εμφάνισης) συνονόματος, ως (συγγενικός) βαφτισιμιός του πατέρα του, ο οποίος τον είχε αποκληρώσει. Ας μη βιαστεί όμως ο αναγνώστης να διαμαρτυρηθεί για την περιπλοκότητα των πραγμάτων σε τούτη την κολοσσιαίων διαστάσεων ιστορία που στην ελληνική της έκδοση ξεπερνά τις 1.200 σελίδες.

Υποδειγματικό μελόδραμα
Οπως έγραψε ένα έντυπο της εποχής, η μυθοπλασία του Κόλινς είναι «παραφορτωμένη» με συμβάντα «όπως ένα λεωφορείο με επιβάτες κάποια βροχερή ημέρα». Το συγκεκριμένο έργο, μια ακόμα λαμπερή προσθήκη στην πολύτιμη κλασική σειρά των εκδόσεων Gutenberg και σημαντική μεταφραστική προσφορά της Σάντυς Παπαϊωάννου, πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περίφημο για τους συνεργάτες του (Θάκερι, Στίβενσον, Χάρντι, Τζορτζ Ελιοτ) περιοδικό «Cornhill» από τον Νοέμβριο του 1864 ως τον Ιούλιο του 1886 – μάλιστα ο Κόλινς έγραψε ένα θεατρικό έργο βασισμένο σε αυτό για να κατοχυρώσει τα πνευματικά του δικαιώματα.
Η πλοκή και οι χαρακτήρες είναι το μεδούλι του Αρμαντέιλ. «Το ενδιαφέρον που προκαλούν τα γεγονότα δεν προέρχεται από την ίδια τη φύση των γεγονότων, αλλά από τη σχέση τους με τους ήρωες» έχει γράψει ο πολυπράγμων συγγραφέας, που ήταν επιπλέον νομικός, ζωγράφος και ηθοποιός.
Οι Αλαν Αρμαντέιλ είναι δε τέσσερις συνολικά!
Οι προαναφερθέντες αντίζηλοι άφησαν πίσω τους απογόνους, δυο μακρινά ξαδέλφια ας πούμε, τα οποία συνδέονται από το καθοριστικό γεγονός ότι ο πατέρας του ενός σκότωσε τον πατέρα του άλλου και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση, καθώς περνούν τα χρόνια και τους παρακολουθούμε, να μάθει ο ένας για τη ζωή του άλλου.
Η φαινομενικά κρυστάλλινη και κατακλυσμιαία εξέλιξη των γεγονότων (άλλες εποχές, άλλοι αναγνωστικοί χρόνοι, πρέπει να επισημάνουμε) και ταυτοχρόνως οι πολλές γκρίζες ζώνες στις οποίες αλληλεπικαλύπτονται τα κίνητρα και σκιαγραφείται ο ψυχισμός των ηρώων προσδίδουν στο Αρμαντέιλ (ένα έργο που κατακτήθηκε σταδιακά κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα από την κριτική και τους αναγνώστες μετά τη δυναμική είσοδο των πολιτισμικών σπουδών στο πεδίο της λογοτεχνικής θεωρίας) μια παράξενη μέσα στη ματαιότητά της ένταση.
Ο Τ. Σ. Ελιοτ έγραψε γι’ αυτό ότι είναι ένα «υποδειγματικό για την εποχή του μελόδραμα», το πλέον αντιπροσωπευτικό ανάμεσα στα έργα του Κόλινς, και ότι «δεν ξεπερνά την αξία ενός μελοδράματος, αλλά έχει την αξία που το μελόδραμα μπορεί να φθάσει».
Αν λάβουμε υπ’ όψιν και τον Χένρι Τζέιμς ο οποίος παλαιότερα πίστωσε στον Κόλινς «την εισαγωγή στη μυθιστοριογραφία των πλέον απίστευτων μυστηρίων, αυτών που καραδοκούν έξω από τις πόρτες μας», τότε έχουμε περισσότερες έξωθεν καλές μαρτυρίες πέραν του ισόβιου φίλου και συνεργάτη του συγγραφέα, Καρόλου Ντίκενς, ο οποίος δεν έπαυε να τον εγκωμιάζει.
Οι κριτικοί εκείνης της περιόδου, παθιασμένοι υπερασπιστές της ηθικής που οργάνωνε την εποχή τους και πρόθυμοι μασέρ του κατεστημένου, αντιμετώπισαν λυσσαλέα αυτό που ο ίδιος ο Κόλινς – μια ενοχλητική μύγα πάνω στην υψωμένη μύτη του βικτωριανού καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας – χαρακτήρισε ως το καλύτερο έργο του.

«Γυναίκα πιο βρώμικη και από τα σκουπίδια»
«Ενας σκοτεινός και τρομακτικός λαβύρινθος εξωφρενισμών», «ένα αισθηματικό ανάγνωσμα με θηλυκά καθάρματα, που σκαρφίζονται τις χειρότερες παλιανθρωπιές», ένα «κακάσχημο μωσαϊκό» με ηρωίδα «μια γυναίκα πιο βρώμικη και από τα σκουπίδια των δρόμων» είναι μερικά μόνο από τα στολίδια που χάρισαν ξακουστά τότε έντυπα στην κορυφαία για την αξεδιάλυτη ηθική αμφισημία της ηρωίδα του μυθιστορήματος «Αρμαντέιλ», την αδίστακτη και δολοπλόκο Λίντια Γκουίλτ, η οποία συνιστά από μόνη της μια συγκεντρωτική τυπολογία των μαχητικών γυναικείων χαρακτήρων στο έργο του αντισυμβατικού (είχε δύο γυναίκες και διατηρούσε δύο σπιτικά) Γουίλκι Κόλινς: εκεί δύσκολα μπορεί κανείς να τις βάλει σε καλούπια.
Στο «Αρμαντέιλ» είναι μια νευρώδης σκιά, ο κακός οιωνός που δρομολογεί τα τρία στάδια ενός καταστροφικού ονείρου αναπροσαρμόζοντας τα δεδομένα, ο αστάθμητος παράγων που υποσκάπτει με ανατριχιαστική παραφορά τη σχέση ανάμεσα στους δύο νεότερους Αλαν (ο ένας έχει πάρει μετά από πολλές κακοτοπιές το όνομα Οζίας Μιντγουίντερ) προσπαθώντας να δηλητηριάσει τον έναν και καταλήγοντας στην αυτοκτονία επειδή έχει ερωτευθεί τον άλλον.
Η Λίντια Γκουίλτ είναι ένας χαρακτήρας που στοιχειώνει τον αναγνώστη.
Ο Ουίλκι Κόλινς, που αντιμετώπισε τα χρόνια προβλήματα υγείας καταναλώνοντας όπιο, θεωρείται σήμερα ένας από τους πρωτοπόρους συγγραφείς ιστοριών μυστηρίου και αγωνίας. Τα πιο αναγνωρίσιμα κλασικά έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Η «φεγγαρόπετρα» του 1868 (Μέδουσα, 1991) αποκαλείται συνήθως «το πρώτο αυθεντικό αστυνομικό μυθιστόρημα», ενώ το μεταγενέστερο «Η γυναίκα με τα άσπρα» (Ηλέκτρα, 2007) του 1859-60 συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της λεγόμενης συγκινησιακής λογοτεχνίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ