Ηταν 14 Απριλίου του 1989, ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, όταν ο ινδικής καταγωγής βρετανός συγγραφέας Σαλμάν Ρούσντι δέχθηκε στο σπίτι του στο Λονδίνο ένα τηλεφώνημα από μια δημοσιογράφο του BBC, η οποία τον ενημέρωνε ότι πριν από λίγο ο πνευματικός ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Χομεϊνί είχε ανακοινώσει τον φετφά με τον οποίο τον καταδίκαζε σε θάνατο για το μυθιστόρημά του Σατανικοί στίχοι, καθώς ο ιμάμης έκρινε ότι προσέβαλλε τον προφήτη Μωάμεθ. Από τότε θα άρχιζε για τον συγγραφέα μια τρομερή περιπέτεια. Επί δέκα χρόνια θα ζούσε κρυπτόμενος και θα μετακινούνταν συνεχώς από σπίτι σε σπίτι υπό τη διαρκή παρουσία ενόπλων φρουρών ασφαλείας.

Η περίπτωση Ρούσντι ξεσήκωσε σάλο διεθνώς και κινητοποίησε διανοουμένους και καλλιτέχνες, αλλά και πολιτικούς ηγέτες: από τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Τζον Μέιτζορ ως τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Και ενώ στη Δύση η συμπαράσταση υπήρξε αμέριστη, στον μουσουλμανικό κόσμο η στάση έναντι του Ρούσντι εκφράζεται και σήμερα ακόμη στις καλύτερες περιπτώσεις με αντιπάθεια και στις χειρότερες με μίσος.
Η μόνη μουσουλμανική χώρα όπου κυκλοφορούν νόμιμα οι Σατανικοί στίχοι είναι η Τουρκία. Και εκεί όμως, στη Σεβάστεια, στις 2 Ιουλίου 1993 δολοφονήθηκαν 37 αλεβίτες μουσουλμάνοι όταν φανατικοί έβαλαν φωτιά στο ξενοδοχείο Μαντριμάκ όπου διέμεναν όσοι συμμετείχαν στο πολιτιστικό φεστιβάλ τους. Ο στόχος των φανατικών ήταν να δολοφονήσουν τον συγγραφέα Αζίζ Νεσίν ο οποίος είχε μεταφράσει μέρος των Σατανικών στίχων. Ο Νεσίν διέφυγε παρά τρίχα τον θάνατο.
Δεν ήταν το μόνο επεισόδιο. Το 1991 στην Ιαπωνία μαχαιρώθηκε και πέθανε ο ιάπωνας μεταφραστής του μυθιστορήματος Χιτόσι Ιγκαράσι, ενώ την ίδια χρονιά μαχαιρώθηκε επίσης και τραυματίστηκε σοβαρά ο ιταλός μεταφραστής του Ετορε Καπριόλο και στη Νορβηγία ο εκδότης του πυροβολήθηκε τρεις φορές.

Ζώντας με ψευδώνυμο
Ο Ρούσντι εξακολούθησε να γράφει και να δημοσιεύει μυθιστορήματα, άρθρα και δοκίμια ζώντας υπό την προστασία του βρετανικού και αργότερα του αμερικανικού κράτους. Τώρα, 23 και πλέον χρόνια μετά τον φετφά, αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα το χρονικό της περιπέτειάς του. Το τιτλοφορεί Τζόζεφ Αντον. Η ελληνική έκδοση φέρει τον υπότιτλο Η βιογραφία ενός ψευδωνύμου. Πρόκειται για το ψευδώνυμο που υιοθέτησε κατ’ απαίτηση των αρχών ασφαλείας, αφού εκτός από το να κρύβεται έπρεπε να αλλάξει και το όνομά του. Ετσι, διάλεξε το Τζόζεφ και το Αντον, που παραπέμπουν αντίστοιχα στους αγαπημένους του συγγραφείς, Τζόζεφ Κόνραντ και Αντον Τζέχοφ.
Οταν κρίνει κανείς έναν συγγραφέα που έχει υποστεί τέτοια ταλαιπωρία, αναπόφευκτα είναι πολύ πιο ανεκτικός όσον αφορά την αντιμετώπιση του έργου του. Αυτό συνέβη με όλα τα βιβλία που δημοσίευσε ο Ρούσντι μετά τον φετφά, ενώ παραμένει κοινό μυστικό ότι το καλύτερο μυθιστόρημά του παραμένει Τα παιδιά του μεσονυκτίου (1981).
Δεν υπήρξαν ωστόσο υμνητικοί ή ανεκτικοί οι πάντες. Ο Τζέιμς Γουντ, συγγραφέας και επιφανής κριτικός του «New Yorker», τον κατατάσσει στην κατηγορία των συγγραφέων αυτού που ονομάζει «υστερικό ρεαλισμό». Ο Ρούσντι τού το «πληρώνει» στο χρονικό του αποκαλώντας τον «μοχθηρό Προκρούστη της λογοτεχνικής κριτικής». Ο Τζορτζ Στάινερ είπε πως «είχε βαλθεί να δημιουργήσει μεγάλη φασαρία», ο Κίνγκσλεϊ Εϊμις πως «αν πας για μπελάδες, να μη διαμαρτύρεσαι αν σε βρουν», ενώ άλλοι ήταν πιο σκληροί. Η Ζερμέν Γκριρ τον χαρακτήρισε «μεγαλομανή» και ο Τζον λε Καρέ «χαμένο», ενώ η Σίμπιλ Μπέντφορντ δεν δίστασε να πει πως ό,τι έκανε το έκανε για να «τα οικονομήσει».
Το Τζόζεφ Αντον είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο γιατί ο Ρούσντι καταγράφει όλη την περιπέτειά του με απίστευτες συχνά λεπτομέρειες. Και ακόμη περισσότερο, γιατί μας αποκαλύπτει μεγάλο μέρος του διεθνούς λογοτεχνικού και πολιτικού παρασκηνίου. Και με την έννοια αυτή μας λέει πολλά για την εποχή μας και για τους ατομικούς και τους συλλογικούς μας φόβους.
Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι ο Ρούσντι θυμάται τα ονόματα όσων συνάντησε αυτά τα χρόνια. Ή τι φορούσαν οι κυρίες, τι ακριβώς του είπαν, ποια προβλήματα αντιμετώπιζαν στην προσωπική τους ζωή και πώς κουτσομπόλευαν μεταξύ τους. Φυσικά, από μια υπόθεση που απασχόλησε τα διεθνή ΜΜΕ επί χρόνια δεν μπορούσαν να λείπουν και κάποιοι γνωστοί διεθνείς θορυβοποιοί (όπως ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί ή ο Αλέν Φιλκενκρότ).
Είναι εντυπωσιακό ότι, κρυπτόμενος και διωκόμενος, ο συγγραφέας κατάφερε μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια να παντρευτεί και να πάρει διαζύγιο άλλες τρεις φορές, να γράψει και να εκδώσει πέντε μυθιστορήματα και πλήθος δοκιμίων για θέματα της επικαιρότητας, να δώσει διαλέξεις, να βγει στη σκηνή σε συναυλία που έδωσαν οι U2 και να δει τόσο κόσμο. Αν προσπαθήσει κάποιος να αθροίσει τα ονόματα όσων παρελαύνουν στο βιβλίο του, θα χάσει τον λογαριασμό. Φυσικά αυτό σημαίνει πριν απ’ όλα ότι δεν είχε καμιά διάθεση από φόβο και μόνο να μείνει στην αφάνεια.

Ενα «εκδικητικό» ρεπορτάζ
Το Τζόζεφ Αντον δεν είναι ένα εκ βαθέων, όπως θα περίμενε κανείς, βιβλίο, αλλά ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο, ένα παθιασμένο και συχνά «εκδικητικό» ρεπορτάζ. Στην αρχή ο αναγνώστης ενοχλείται που ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, σύντομα όμως το ξεπερνά. Ισως ο συγγραφέας Ρούσντι να ήθελε να αποστασιοποιηθεί από τον άνθρωπο Ρούσντι. Κάτι τέτοιο εν τούτοις δεν συμβαίνει. Το άλλο ζήτημα, δηλαδή του πώς επέδρασε η περιπέτειά του στο έργο του – και πώς την εισέπραξε ο ίδιος ως πεζογράφος και ως δημόσιο πρόσωπο -, είναι διαφορετικής τάξεως.
Με το χρονικό αυτό ο συγγραφέας των Παιδιών του μεσονυχτίου επιστρέφει στο διεθνές προσκήνιο. Και μόνο ότι την περασμένη Τρίτη το βιβλίο κυκλοφόρησε σε «παγκόσμια πρώτη» σε πολλές γλώσσες ταυτοχρόνως (της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης) λέει πολλά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ