Η υπόθεση του Αρίστου Παγκρατίδη, που στιγματίστηκε ως «Δράκος του Σέιχ Σου», καταδικάστηκε για τον φόνο τριών ανθρώπων και εκτελέστηκε τον Φεβρουάριο του 1968 στο Γεντί Κουλέ, αφήνοντας ως και τις μέρες μας θολό το τοπίο αν όντως διέπραξε τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε, έχει απασχολήσει τη δημοσιογραφική έρευνα ήδη από τη δεκαετία του 1980, αλλά άρχισε να προσελκύει το λογοτεχνικό ενδιαφέρον μόνο πριν από δύο χρόνια με το βραβευμένο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο γύρος του θανάτου.
Τη σκυτάλη παίρνει τώρα ο Σάκης Σερέφας με ένα άλλο μυθιστόρημα. Το Ο Θεός αυτοπροσώπως θέλει τον Παγκρατίδη να απαλλάσσεται την τελευταία στιγμή από την ποινή της εκτέλεσης, χάνοντας εν συνεχεία τη μνήμη του (το σοκ της διάσωσής του θα είναι τρομακτικό) και καταλήγοντας να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στερημένος από την οποιαδήποτε ταυτότητα.
Αντίθετα από τον Κοροβίνη, που φτιάχνει μια ρεαλιστική τοιχογραφία της λαϊκής Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του 1950, ο Σερέφας επινοεί μια παρωδία βυθισμένη στην αλόγιστη βία και στο παράλογο. Ο Παγκρατίδης μοιάζει παρ’ όλα αυτά να διεκδικεί, όπως και στον Κοροβίνη, τη θέση όχι του θύματος, αλλά του θύτη. Πιασμένος στο δόκανο ενός ψυχιάτρου ο οποίος προσπαθεί να του υποβάλει τις αναμνήσεις του, ο παρ’ ολίγον εκτελεσμένος θα υποστεί τους πιο απίθανους εξευτελισμούς.
Μπορεί να έχει ξεφύγει από τις κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος, αλλά δεν θα κατορθώσει να γλιτώσει την εκτέλεση της ψυχής του: πρώτα με την απώλεια της μνήμης του και ύστερα με την προσπάθεια εμφύτευσής της. Αν ο πραγματικός Παγκρατίδης υπήρξε το κλοτσοσκούφι του προδικτατορικού παρακράτους, ο Παγκρατίδης του Σερέφα θα αποτελέσει το παίγνιο μιας απαλλαγμένης από τον οποιονδήποτε δισταγμό επιστημονικής και διοικητικής εξουσίας.
Το μυθιστόρημα του Σερέφα έχει καθαρώς θεατρική δομή: με πυκνούς και κοφτούς διαλόγους, όπως και με αφηγηματικά μέρη γραμμένα στο ύφος με το οποίο γράφονται οι σκηνοθετικές υποδείξεις, εξαρθρώνει εν εκτάσει το πραγματολογικό του υλικό, υπενθυμίζοντας επίμονα τη διαδικασία της κατασκευής του. Τα πρακτικά της δίκης του Παγκρατίδη παρεμβάλλονται κάθε τόσο στις ατάκες που ανταλλάσσονται μεταξύ των προσώπων για να σχηματίσουν ένα περιβάλλον όπου δεν ισχύει καμία παραδοχή και όπου τα πάντα αποδεικνύονται ρόλοι τους οποίους οι μεν αποδίδουν στους δε. Παρά το θέατρο εντός του οποίου καλείται να κινηθεί, ο Παγκρατίδης δεν παύει να πρωταγωνιστεί σε έναν κόσμο θλίψης και ανθρωποφαγίας, όπου ο κατατεμαχισμός του νου και η εξόντωση της συνείδησης βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Η διαφορά είναι ότι από τον κόσμο αυτό απουσιάζει εξ ολοκλήρου το δράμα: αναλαμβάνουν να το αποφορτίσουν η ειρωνεία και η μονίμως σαρκαστική διάθεση του «συνοδού χωροφύλακος» του Παγκρατίδη, ένα πρόσωπο που, αποσπασμένο από το περιθώριο της ειδησεογραφίας της εποχής, θα μετατραπεί αίφνης σε κυρίαρχο συντονιστή της σκηνικής δράσης. Ο Παντελής (αυτό είναι το όνομά του) θα χρίσει τον εαυτό του Θεό και θα αγωνιστεί να κερδίσει μια φέτα μυθιστορηματικής δημοσιότητας ζώντας ένα απεγνωσμένο παραλήρημα αθανασίας.
Φέροντας βαρέως την ανωνυμία του, εξαθλιωμένος ταξικά, ανυπόστατος ηθικά (κάτι σαν ήρωας του Αλέξανδρου Κοτζιά) και με μια πέρα για πέρα κατακερματισμένη προσωπικότητα, ο Παντελής έχει σίγουρα πολλές δυνατές στιγμές, ίσως τις πιο δυνατές του βιβλίου. Το πρόβλημα ωστόσο με τη φιγούρα του είναι πως εγκλωβίζεται στα άπειρα λεκτικά γκαγκ της, τα οποία γρήγορα εξελίσσονται σε ένα είδος γλωσσικού τικ, τείνοντας να περικόψουν ένα πολύ σοβαρό κομμάτι της αρχικής τους δυναμικής.
Ετσι, ο παρωδιακός τόνος τον οποίο με ζήλο επιδιώκει ο Σερέφας καθηλώνεται στο έδαφος και το πνεύμα αποκαθήλωσης του συστήματος αξιών που τσάκισε και τσακίζει ανθρώπους όπως ο Παγκρατίδης και ο Παντελής μένει στα μισά του δρόμου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ