«Αδέξιο, φλύαρο, χωρίς καμία δραματική χάρη, το μυθιστόρημα εξελίχθηκε σε ένα είδος πλούσιο, ευέλικτο και ζωντανό, όχι για να κηρύξει δόγματα, να τραγουδήσει τραγούδια ή να αφηγηθεί τη δόξα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας αλλά για να εκφράσει χαρακτήρες» υποστήριζε η Βιρτζίνια Γουλφ. Χαρακτήρες με τους οποίους συνδεόμαστε συναισθηματικά σαν να αποτελούσαν κομμάτι του κόσμου της εμπειρίας μας, ώστε καταλήγουμε, με τα λόγια του Ουμπέρτο Εκο, «να κλαίμε για τον θάνατο της Αννας Καρένινα στις ράγες του τρένου σαν να ήταν συγγενής μας».
Πού πηγαίνουν άραγε οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες που αγαπήσαμε πιο πολύ, οι ήρωες των αναγνωσμάτων της νιότης μας, με την ατρόμητη θωριά, την αγνή καρδιά, το ψυχολογικό βάθος και τις ευγενείς ιδέες όταν το βιβλίο κλείσει και η ζωή πάρει τον δρόμο της; Ο Δον Κιχώτης, ο Ντ’ Αρτανιάν, ο Ζορμπάς, η Τζέιν Εϊρ, η Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων;
Στο νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες στα γαλλικά με τον τίτλο L’ enfant Grec (εκδόσεις Stock, 2012) και συγκαταλέγεται ήδη στην πρώτη επιλογή της Κριτικής Επιτροπής του Βραβείου Γκονκούρ, όλοι αυτοί οι ήρωες συναντώνται στον Κήπο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, στο θεατράκι με τις μαριονέτες στον δενδρόκηπο με τις μηλιές, στα κομψά παρτέρια και στις καλαίσθητες στέρνες του αιωνόβιου κήπου της Μαρίας των Μεδίκων και κρατούν συντροφιά στον μοναχικό αφηγητή του Αλεξάκη, έναν έλληνα μετανάστη στη Γαλλία, alter ego του συγγραφέα.
Εξηντάρης, ταλαιπωρημένος από κάποια σοβαρή επέμβαση, βρίσκεται στην ανάρρωση και οι περίπατοι στον κήπο, πάνω στις πατερίτσες του, είναι η μόνη του διασκέδαση. «Οι γονείς και τα αδέρφια μας φεύγουν, τα παιδιά μας μεγαλώνουν και χάνονται… Στο τέλος, οι λογοτεχνικοί ήρωες είναι η μόνη οικογένεια που μας απομένει, πάντα διαθέσιμη, πάντοτε έτοιμη να μας συνδράμει» σχολιάζει με τη νωχελική φωνή του ο Βασίλης Αλεξάκης από το Παρίσι.

Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια
Στη λογοτεχνική οικογένεια του αφηγητή συγγενεύουν ο Δον Κιχώτης με τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Γιάννη Αγιάννη, τον Ταρζάν, τον Σούπερμαν και τον Μικρό Ηρωα, εξ ου, ως φόρος τιμής, και ο τίτλος «Ο Μικρός Ελληνας» με τον οποίο θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα στα ελληνικά. «Δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, γιατί συνήθως οι μυθιστορηματικοί ήρωες δεν διαβάζουν μυθιστορήματα. Ο Γιάννης Αγιάννης δεν έχει διαβάσει κανένα μυθιστόρημα, ο Ντ’ Αρτανιάν δεν ξέρει τον Δον Κιχώτη. Ηθελα να τους δώσω τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν» εξηγεί τις προθέσεις του ο συγγραφέας, «τη δυνατότητα να συναντήσει ο Αραμις, που είναι λίγο θρησκόληπτος, τον Γιάννη Αγιάννη, που είναι επίσης θρησκόληπτος, και να συζητήσουν περί θρησκείας».
Τους ήρωες ακολουθούν κατά πόδας οι αναμνήσεις. Αναμνήσεις από τα πρώτα διαβάσματα και τα παιχνίδια με τον αδελφό, τον πρόσφατα πεθαμένο, γύρω από το σκοινί όπου στέγνωνε η μπουγάδα της μάνας στον πατρικό κήπο στην Καλλιθέα. Μοιραία, στο ουτοπικό νησί του Κήπου του Λουξεμβούργου, τα όρια ανάμεσα στη μνήμη, στη φαντασία και στη ζωή χάνονται. Οταν εμφανίζεται ο θάνατος, με τη μορφή της κατάλευκης μαριονέτας του γαλλικού κουκλοθεάτρου, που δραπετεύει από το θεατράκι του Κήπου λαμβάνοντας εφιαλτικές διαστάσεις, οι επισκέπτες του Κήπου τρέχουν να σωθούν μέσα από τα ουρητήρια και τη μυστική τους έξοδο προς τους υπονόμους του Παρισιού.
Προτού σηκώσουν την καταπακτή για να χαθούν στον υπόνομο, ο αφηγητής, έχοντας πια μπερδέψει την πραγματική ζωή με τη μυθιστορηματική, ρωτάει τον φίλο που τον συνοδεύει αν υπάρχει, κατά τη γνώμη του, σύνορο ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον πραγματικό και τον φανταστικό. «Αυτό εδώ είναι το σύνορο» λέει ο φίλος του δείχνοντας την καταπακτή. «Εννοείς ότι ο πραγματικός κόσμος είναι έξω και ο φανταστικός μέσα στον υπόνομο;» ζητεί διευκρινίσεις ο Μικρός Ελληνας. «Οχι» του απαντά ο άλλος, «ο πραγματικός είναι στον υπόνομο, αυτά που ζούμε έξω είναι όλα ψέματα».
Αυτή η νοσταλγική επιστροφή στη νεανική ζωή στην Ελλάδα, η επίμονη αναζήτηση νοήματος στη ζωή μέσα από την εμπειρία και την τέχνη, υπό τη διαρκή υπόμνηση του θανάτου, φέρουν πάνω τους τον πεσιμισμό του στοχασμού, της ματαιότητας. Ο συγγραφέας δεν παραδίδεται. «Ο κωμικός τόνος κυριαρχεί» υποστηρίζει. Το χιούμορ είναι το εργαλείο που αμβλύνει τις οδυνηρές γωνίες της συγκίνησης – ειδικά όταν ο ιστορικός χρόνος εισβάλει στο ευφρόσυνο πλασματικό σύμπαν του Κήπου κουβαλώντας μαζί του πρωταγωνιστές όχι μυθιστορημάτων αλλά δελτίων ειδήσεων.

Ο Μικρός Ηρως, οι «Αγανακτισμένοι» και ο Ζορμπάς
Είναι 2010, στην Ελλάδα η κρίση κλιμακώνεται. Ο αφηγητής του «Μικρού Ελληνα» ενημερώνεται από την τηλεόραση και τις εφημερίδες για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του και φαντάζεται πώς θα αντιδρούσαν στην κατάσταση που διαμορφώνεται οι ήρωες των νεανικών αναγνωσμάτων του.
Ο Μικρός Ηρως Γιώργος Θαλάσσης, γέρος πια, ζει σε ένα δυαράκι κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Η σύνταξή του είναι μικροσκοπική, δεν φτάνει για να πληρώσει θέρμανση τον χειμώνα. «Πάλι καλά που η Ελλάδα ανήκει στον Νότο» σκέφτεται, «αν ήταν χώρα του Βορρά τώρα θα είχα πεθάνει από το κρύο». Εχει την εντύπωση ότι ο αγώνας που έκανε στην Κατοχή για την απελευθέρωση της Ελλάδας δεν ωφέλησε και πολύ, γιατί βλέπει το ίδιο θέαμα: ανθρώπους να ψάχνουν μέσα στα σκουπίδια για καμιά κονσέρβα και μια Ελλάδα που δεν ελέγχει τη μοίρα της. Κάποια στιγμή ξεθάβει ένα περίστροφο που είχε κρυμμένο από τα χρόνια της Αντίστασης και πυροβολεί. «Ο αναγνώστης μένει προς στιγμήν με την εντύπωση ότι θα ρίξει μια σφαίρα στο κεφάλι του, αλλά πυροβολεί το τζάμι για να μπορεί να ακούει καλύτερα τους «Αγανακτισμένους»» αποκαλύπτει ο συγγραφέας.
Και ο Ζορμπάς; Εκείνος πληροφορείται για την αυτοκτονία του 77χρονου στο Σύνταγμα και μαθαίνει ότι, στην εποχή των μνημονίων, οι αυτοκτονίες στην Κρήτη έχουν αυξηθεί. «Η αυτοκτονία όμως δεν είναι του χαρακτήρα του» λέει ο Αλεξάκης. Τι κάνει ο καζαντζακικός πρωταγωνιστής; «Πηγαίνει στο γερμανικό κοινοβούλιο και χορεύει ξυπόλυτος μπροστά στους γερμανούς βουλευτές». Και λέει τι; «Δεν μιλάει, τα λέει όλα ο χορός του».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ