Όχι ένα ούτε δύο αλλά πολλά ψευδώνυμα χρησιμοποιούσε ο βρετανός συγγραφέας μυθιστορημάτων θρίλερ Ρ. Τζ. Έλορι, με τα οποία υπέγραφε στο Amazon αποθεωτικές κριτικές για τα βιβλία του και κατεδαφιστικά σχόλια για βιβλία άλλων συγγραφέων, τους οποίους, προφανώς, θεωρούσε ανταγωνιστές του. Την απάτη -την οποία ξεσκέπασε στο Twitter ο παθών βρετανός συγγραφέας μυστηρίου Τζέρεμι Ντανς– ακολούθησε τα τελευταία εικοσιτετράωρα μεγάλη συζήτηση στον διεθνή Τύπο, καθώς συγγραφείς και σύλλογοι συγγραφέων προβληματίζονται πώς μπορεί να προφυλαχθούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι αναγνώστες από τέτοια φαινόμενα.

Ο Ρ. Τζ. Έλορι δεν ήταν ο μόνος που επιδιδόταν σε αυτή την τακτική. Ο αμερικανικής καταγωγής Τζον Λοκ, που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα από τα βιβλία μυστηρίου που αυτοεκδίδει μέσω διαδικτύου, πλήρωνε για τις επαινετικές κριτικές που του έγραφαν, όπως παραδέχτηκε πρόσφατα στους «Νew York Times».

Στη Μεγάλη Βρετανία, ο ευπώλητος συγγραφέας θρίλερ Στίβεν Λέδερ ομολόγησε ενώπιον ακροατηρίου το καλοκαίρι, στο φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας του Χάρογκεϊτ, ότι προωθεί ο ίδιος τα βιβλία του γράφοντας κριτικές με πολλαπλές ψεύτικες ταυτότητες: «Μόλις κυκλοφορήσει ένα βιβλίο μου, μπαίνω στο Facebook και στο Twitter κάμποσες φορές την ημέρα και γράφω γι’ αυτό. Επισκέπτομαι αρκετούς ιστότοπους και γνωστές ιστοσελίδες και αναρτώ σχόλια για το βιβλίο υπογράφοντας με το όνομά μου αλλά και με ονόματα χαρακτήρων που επινοώ. Οικοδομείς έτσι ένα ολόκληρο δίκτυο χαρακτήρων που μιλούν για το βιβλίο σου και κάποιες φορές συζητούν μάλιστα μ’ εσένα τον ίδιο».

Η βρετανική Εταιρεία Συγγραφέων (Society of Authors) σε ανακοίνωσή της καταδίκασε αυτή την πρακτική επισημαίνοντας: «Πρόκειται για τρεις περιπτώσεις κακής χρήσης του διαδικτύου για τις οποίες έχουμε αποδείξεις. Οι περισσότεροι στην εκδοτική βιομηχανία πιστεύουν ότι δεν είναι οι μοναδικές. Είναι πιθανόν και άλλοι συγγραφείς να ακολουθούν την ίδια τακτική. Οι υπογράφοντες καταδικάζουμε αυτή τη συμπεριφορά και δεσμευόμαστε να μη χρησιμοποιήσουμε ποτέ τέτοιες τακτικές». Ανάμεσα στις δεκάδες συγγραφείς που υπογράφουν την ανακοίνωση βρίσκουμε τον Ίαν Ράνκιν, τον Τζο Νέσμπο, τον Μάικλ Κόνελι και άλλα «βαριά» ονόματα της αστυνομικής λογοτεχνίας, η οποία φαίνεται να πλήττεται ιδιαίτερα από το φαινόμενο των ψευδεπίγραφων κριτικών στο Διαδίκτυο.
Ο Έλορι, με το ψευδώνυμο Νικόδημος Τζόουνς, χαρακτήριζε το μυθιστόρημά του «A Quiet Belief in Angels» ένα «σύγχρονο αριστούργημα», το βαθμολογούσε με πέντε αστεράκια και παρότρυνε τους χρήστες του Amazon να το αγοράσουν γιατί «θα αγγίξει την ψυχή τους». Αντιθέτως, σε κριτικά του σχόλια, χαρακτήριζε κοινότοπα και βαρετά τα μυθιστορήματα συναδέλφων του ενώ κάποτε τους κατηγορούσε και για αντιγραφές και λογοκλοπή.

Η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» αναζήτησε τον Ρ. Τζ. Έλορι για εξηγήσει τη συμπεριφορά του και εκείνος απάντησε με ανακοίνωση στην οποία δηλώνει: «Μετανιώνω ειλικρινά που κάποιες προσωπικές μου κρίσεις διαδόθηκαν με αυτόν τον τρόπο στο διαδίκτυο. Οφείλεται σε έλλειψη κρίσεως. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μου. Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες και τη διεθνή κοινότητα των συγγραφέων».

Βεβαίως, αναρωτιέται κανείς αν, παρά την «ειλικρινή μετάνοια», ο Έλορι θα διέκοπτε όλην αυτή τη σκευωρία αν δεν τον είχε αποκαλύψει ο Ντανς. «Θα πρέπει το Amazon και οι παρεμφερείς ιστότοποι να επινοήσουν ένα σύστημα ταυτοποίησης υπογραφών και έπειτα να επιτρέπουν την ανάρτηση κριτικών», υποστήριξε ο Τζέρεμι Ντανς στην εφημερίδα «Guardian». «Δεν είναι μόνο το Amazon, είναι όλοι αυτοί οι ιστότοποι. Έχουν εγκαταστήσει συστήματα που είναι εντελώς διάτρητα για τους κακόβουλους χρήστες και, όταν τους το επισημαίνει κάποιος, οι υπεύθυνοι των σάιτ αυτών απαντούν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να αστυνομεύουν το σάιτ τους για πιθανούς παραβάτες».
Μέχρι να καταφέρουν λοιπόν οι ιστότοποι του βιβλίου να αποκαθάρουν τους χώρους τους από τέτοια φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς και να αποκτήσουν αξιοπιστία και κύρος, ίσως κατάλληλο για να χαρακτηρίσει την κατάσταση είναι το σλόγκαν από πρόσφατο τηλεοπτικό σποτ εταιρείας τηλεπικοινωνιών: Στον κυβερνοχώρο μπορεί κάποιος να καταφέρει να «τρέχουν όλα ακόμη κι όταν δεν τρέχει τίποτα».