«Πρώτα θα πω για τη ληστεία που έκαναν οι γονείς μας. Επειτα για τις δολοφονίες που έγιναν αργότερα». Με αυτές τις δύο απλές προτάσεις, που υψώνουν μπροστά στον αναγνώστη μια δυσοίωνη προοπτική αλλά του ακονίζουν αποτελεσματικά την περιέργεια, αρχίζει το νέο (και έβδομο κατά σειρά) μυθιστόρημα του αμερικανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Φορντ.
Ξέρουμε ήδη πολλά ή μήπως δεν ξέρουμε τίποτα; «Περισσότερο απ’ τα γεγονότα» εξηγούσε ο ίδιος πριν από λίγο καιρό στους «Los Angeles Times» «με ενδιαφέρουν οι συνέπειές τους». Πράγματι, οι συνέπειες, ειδικότερα αυτές που έχουν την αρχή τους στο μακρινό παρελθόν και μέσω της μνήμης καταλήγουν να πάλλονται βασανιστικά στο παρόν, μπορούν είτε να μας λύσουν απορίες σε ένα πνεύμα συμφιλίωσης με τον εαυτό μας είτε να μας περάσουν στον λαιμό ακόμη περισσότερα ερωτηματικά.
Τα πράγματα (και) σε αυτό το βιβλίο του 68χρονου λογοτέχνη από το Τζάκσον του Μισισιπή είναι πιο περίπλοκα από την επωδό «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα». Στο σημείο αυτό δεν καθόμαστε παρά στην επιφάνεια της ιστορίας, παραπλανητικά καθησυχασμένοι.
Ο Ντελ Πάρσονς, ένας συνταξιοδοτημένος δάσκαλος που διανύει πλέον εν ειρήνη την έκτη δεκαετία της ζωής του, μας αφηγείται – για την ακρίβεια, ανασυνθέτει αφηγούμενος – ένα γεγονός που συνέβη πριν από περίπου μισό αιώνα και καθόρισε τη δική του αλλά και τη ζωή της Μπέρνερ, της δίδυμης αδελφής του. Ο φύσει αισιόδοξος πατέρας του, ονόματι Μπεβ Πάρσονς, ένας καλοπλασμένος γόνος ξυλεμπόρων από την Αλαμπάμα, με σκωτσέζικες και ιρλανδικές ρίζες, γνώρισε σε ένα πάρτι την ιδιόρρυθμη σύζυγό του, Νίβα Κάμπερ (το όνομά της ήταν «Γενεύη» και το πολωνικό επίθετό της «Καπισίνσκι»), επίδοξη ποιήτρια και κόρη εβραίων μεταναστών από το Πόζναν που έφθασαν (μέσω Καναδά) στην Αμερική μετά το 1918.
Αν πιστέψουμε τα όσα μας εξιστορεί με έναν αποστασιοποιημένο (μα καθόλου επιτιμητικό) τρόπο ο Ντελ για τους γονείς του, αντιλαμβανόμαστε ότι επρόκειτο για ένα «συνηθισμένο» ζευγάρι που πάνω απ’ όλα το ένωνε η αδυναμία, για δύο ανθρώπους που, προτού κλείσουν τα 40 τους χρόνια, κατέστρεψαν τις ζωές τους επειδή κατόρθωσαν να συνταιριάξουν τις καταστροφικές επιλογές τους με τις αναποδιές της τύχης.

Ληστές α λα Μπόνι και Κλάιντ
Ο Μπεβ, ο οποίος υπηρέτησε στην Αμερικανική Αεροπορία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έριξε κάμποσες βόμβες στην Απω Ανατολή, σταμάτησε να περιφέρεται ανάμεσα στις στρατιωτικές βάσεις της αμερικανικής ενδοχώρας όταν εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του (που δίδασκε για να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα) στο Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα το 1956.
Την άνοιξη του 1960 που αρχίζει αυτό το βραδυφλεγές δράμα (αυτή η ιστορία μιας ματαιωμένης ενηλικίωσης, αν θέλετε) ασχολούνταν επισήμως με την αγοραπωλησία αγροκτημάτων, μετά την αποτυχία του να πουλήσει ακόμη και μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Ανεπισήμως ωστόσο ήταν ο μεσάζων σε μια κομπίνα παράνομης διακίνησης βοδινού κρέατος στην οποία συμμετείχαν ένας μαύρος υπάλληλος των σιδηροδρόμων και μια ομάδα υπερδραστήριων Ινδιάνων, τους οποίους χαρακτήριζε μια αμοιβαία καχυποψία.
Τα πράγμα κάπου στράβωσε και ο Μπεβ βρέθηκε να χρωστάει ένα κάρο χρήματα τα οποία δεν μπορούσε να αποπληρώσει. Οι «συνεργάτες» άρχισαν να απειλούν ότι θα «καθαρίσουν» τον ίδιο και την οικογένειά του. Τότε πήρε την απελπισμένη και ανορθολογική απόφαση να ληστέψει την Αγροτική Τράπεζα μιας μικρής πόλης στη Βόρεια Ντακότα, 400 χλμ. μακριά από το σπίτι του. Ο ίδιος, μολονότι απίστευτος ερασιτέχνης, έκλεψε πανεύκολα τα χρήματα, ενώ η γυναίκα του τον περίμενε απ’ έξω, με το πόδι της στο γκάζι μιας ερυθρόλευκης Σεβρολέτ με αλλαγμένες πινακίδες, για να τους φυγαδεύσει.
Σε μια από τις πολλές βόλτες που έκανε ο 15χρονος τότε Ντελ (του άρεσε το σκάκι και τον ενθουσίαζε η μελισσοκομία) με τον Μπεβ έπεσαν πάνω σε ένα γαζωμένο από σφαίρες φορτηγό (μια ατραξιόν χολιγουντιανής λογικής) στο οποίο υποτίθεται ότι βρήκαν τον θάνατο οι διαβόητοι «Μπόνι και Κλάιντ». Εκεί ο γιος είπε στον πατέρα ότι δεν θα έκλεβε ποτέ τράπεζα. Οι γονείς του όμως το έκαναν, συνελήφθησαν και μετά είχαν άσχημο τέλος. Ο Ντελ, επί παραδείγματι, διάβασε μετά από αρκετές δεκαετίες το ημερολόγιο της μητέρας του, που αυτοκτόνησε στη φυλακή. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ξεδιαλύνεται και το μυστήριο των δολοφονιών.
Ο Ντελ έχει περάσει, σαν άλλος φυγάς, τα σύνορα και βρίσκεται πλέον στον Καναδά, στο πλευρό του αδίστακτου Αρθρουρ Ρέμινγκερ, που κομίζει τη βία και το αίμα στην αφήγηση – μοιάζει σαν να τον έστειλε συστημένο ο Κόρμακ Μακ Κάρθι. Οι απολογισμοί και η επανεκτίμηση της ζωής, της ζωής γενικότερα, η οποία δεν είναι ποτέ τόσο «φυσιολογική» όσο φανταζόμαστε, συνεχίζονται στο τρίτο και τελευταίο μέρος με αφορμή τον θάνατο της άρρωστης αδελφής του στη Μινεάπολη, κατά το πρόσφατο παρελθόν, το παρελθόν που μπορούμε μόνο να εξευμενίσουμε, μας λέει ο Φόρντ με την ήπια φωνή του – και όχι να αλλάξουμε.
Η τριλογία του Φρανκ Μπάσκομπ
Yστερα από έξι χρόνια ο Ρίτσαρντ Φορντ επανέρχεται με τον Καναδά, ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, ένα αυθεντικό έργο όπου αντηχούν οι πιο μεγάλες λογοτεχνικές φωνές της αμερικανικής παράδοσης και κυρίως η λακωνική, σκληρή ποιητικότητα του Νότου. Με αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας, που δεν θέλει να τον κατατάσσουν μεμονωμένα ούτε στο «γοτθικό» ρεύμα του Νότου ούτε στον «βρώμικο ρεαλισμό», επιστρέφει στην αγαπημένη του Μοντάνα και την Αγρια ζωή του (1990 – κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1998 από τις εκδ. Ζαχαρόπουλος).
Ο Φορντ καθιερώθηκε ωστόσο ως μια από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής και διεθνούς λογοτεχνίας με την τριλογία του Φρανκ Μπάσκομπ – ενός «μέσου» Αμερικανού που ήθελε να γίνει συγγραφέας, αλλά κατέληξε κτηματομεσίτης στο Νιου Τζέρσι -, η οποία ξεκίνησε το 1986 με τον Αθλητικογράφο (Ωκεανίδα, 1997) και ολοκληρώθηκε το 2006 με το Η χώρα, όπως είναι (Πατάκης, 2010). Το 1995 εξέδωσε το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Independence Day (Ημέρα Ανεξαρτησίας), το μοναδικό μυθιστόρημα που έχει τιμηθεί την ίδια χρονιά (1996) με το βραβείο Πούλιτζερ και εκείνο του Ιδρύματος Φόκνερ. Παραμένει αμετάφραστο, μια εκκωφαντική αστοχία του ελληνικού εκδοτικού χώρου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ